Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

Με τους Πνευματικούς Δημιουργούς Χανίων κείνο το μεσημέρι

Aπόβροχο ζεστό, χινοπωριάτικο δείλι ήντονε, η γης χορτασμένη φως, ζεσταμένη, φχαριστημένη, άχνιζε και ανάβλυζε μια μυρουδιά από χώμα και γιασεμί, με τον ήλιο κουρασμένο να γέρνει προς το πέλαο, να ροδίζει τα λιγοστά συννεφάκια π’ αρμενίζανε χαδιάρικα στου Κόρακα το ακρωτήρι παρέκει και να μπογιαντίζει πότε ροδαλή και κόκκινη, πότε ολοπόρφυρη μια λουρίδα νερό πέρα προς το λιόγερμα.
Πολύχρωμες δυο πεταλούδες προβάλανε να ερωτοτροπούν, ένα αηδόνι κελάηδησε γλυκά κι η ψυχή μου φτερούγιζε πλάι του ευτυχισμένη. Κι όλα γλυκάνανε πιότερο με τον κατακόκκινο δίσκο να πλαταίνει, να βουλιάζει και να χάνεται νωχελικά, ήρεμα, σα να καληνύχτιζε, για να πάει άλλους τόπους να φωτίσει, να ζεστάνει.  Βολεμένος σ’ ένα αγκωνάρι έβλεπα, θάμαζα, λιγόστευα την ανάσα μου μη χαλάσω την ισορροπία ετούτη στα έργα του μεγάλου Δημιουργού και  συλλογιόμουν, πως έτσι θα πρέπει να είναι και στην Παράδεισο
Απάνω σε μια μεγάλη μυλόπετρα, που χρόνια πολλά έβγαζε λάδι να βαστήξει στη ζωή παιδιά γερόντια και παλικάρια με κοπελιές, να δουλέψουνε να πληθιάνουνε το αποδεκατισμένο από τον πόλεμο ανθρωπομάνι, ήντονε ένα ποτηράκι, ένα κανατάκι τσικουδιά, δυο αλατσολιές τσουνάτες, λίγα ντοματάκια ολοστρόγγυλα κι αγγουράκια κομμένα σε φέτες με θαλασσινό αλάτι πασπαλισμένα. Εργαλεία άσφαλτα για καθαρό νου και γαληνεμένη ψυχή.
Ανάγκη, βλέπεις, να φύγω από την ερημιά μου και να βρεθώ, στα Χανιά, σε μια μεγάλη αίθουσα με πολλά φώτα, καθίσματα αναπαυτικά και μια σκηνή σαν σε θέατρο με ομιλητές απάνω και μικρόφωνα. Δε θυμούμαι πού και ποιοί.
Μιλήσανε πολλοί σημαντικοί αθρώποι, φωνάξανε κι εμένα τον ερημίτη, μου δώκανε ένα βραβείο σπουδαίο, λέει, για το διήγημα που είχα γραμμένο. Δε κάτεχα πώς να σταθώ, χρόνια που είχα φύγει απ’ την έδρα του καθηγητή και διευθυντή στο μεγάλο σκολειό και δούλευα παθιασμένος με τη γης, με στήσανε σε ένα τόπο, με βγάλανε δα και φωτογραφία, να φαίνεται μου ‘πανε και το βραβείο, μου δώκανε και παράδες τσι έκανα χάρισμα πίσω να πιάσουνε τόπο, και θυμούμαι το ποιηματάκι που είπα τους:

Γιορτάστε απόψε προύχοντες,
σκόλη του νου και τέχνης.

Χανιά!! Με τσι μαδάρες σου,
γροίκα τω κοπελιώ σου.
Αντρειάς ψυχής και πνέματος
μπροστάρηδες, ομπρός σου!

Βαθιά χαραγμένη, κείνη τη βραδιά, ‘πόμεινε στη μνήμη μου το βραβείο ¨Ελευθέριος Βενιζέλος¨ που δώκανε για την προσφορά του στην ιστορική έρευνα ή κάτι τέτοιο σε ένα πολύ δραστήριο κι ικανό, είπανε, άθρωπο, το Δημήτρη Νικολακάκη. Αυτός, βλέπεις, πολύπειρος, ήντονε που γύρισε κι εμένα προς το φακό όντε θέλανε να με φωτογραφήσουνε, δα, για ένα βραβείο σα νάτανε καμιά μεγάλη διάκριση.
Τον ξαναντάμωσα χρόνια πολλά υστερότερα. Δε θυμούμαι πάλι πώς και πού.
—Γιατί δε γράφεστε στην Ένωσή Πνευματικών Δημιουργών; μου είπε.
—Μα, πώς, εγώ… είπα φοβισμένος.
—Μα, είστε πολύ …κι είπε κάμποσα λόγια που μ’ έκανε να κοκκινίσω.
Κι έτσι, να, …είμαι, πράγματι, χαρούμενος που βρίσκομαι στην ομάδα αυτή, ανάμεσα σε αθρώπους ευγενικούς, προβληματισμένους, με το καβουράκι να μας κατατρώει και να μην μας αφήνει σε ησυχία. Υπάρχει βέβαια και μια έφεση, ή ταλέντο αν θέλετε, από τα γονίδια που κουβαλάμε στο μεδούλι και μαχόμαστε άλλος πολύ κι άλλος λιγότερο, να φανερώσουμε τους λογισμούς και την ευαισθησία που η ψυχή μας μπλαντά και χοχλακάει και θέλει να τα βγάλει προς τα όξω.  Πασκίζουμε όλοι μας, αυτό το περίσσεμα ψυχής και πνεύματος να το φανερώσουμε, να το λευτερώσουμε από τα δεσμά. Και να δεις, ετούτα τα ρινίσματα πολιτισμού τα στριμώχνουμε με γράμματα, μπογιές και πινέλα, μουσικούς φθόγγους ή άλλης μορφής εργαλεία, απλωμένα σε ένα κομμάτι χαρτί και φιλικά, αβίαστα τα σερβίρουμε να τα πάρει όποιος νιώθει ανησυχίες, ερωτηματικά παρόμοια, ή τον καίει η λαχτάρα πιο πλατιά, τις φτερούγες του να ανοίξει.
Κι έχουμε την τύχη να μη χώνονται ζιζάνια ψάχνοντας για περίσσια κι υπερβολικιά δόξα, και να ξεχνούνε πως ο πνευματικός δημιουργός διακρίνεται για την ταπεινότητα, αγάπη, καλοσύνη και προ παντός τη μετριοφροσύνη του. Γιατί,  παράξενο πράγμα, ξέρουν φαίνεται πως μη βρίσκοντας πρόσφορο έδαφος, θε να αυτοκαταστραφούν, αυτοαποκοπούνε σαν ξένο σώμα.
Κι ο καθένας μας στον τομέα του, χωρίς φανφάρες και υλικά κέρδη προσμένοντας, αγόγγυστα, μαστορικάτα, λαξεύει με τη σμίλη το μικρό λιθαράκι το στολίζει, το μπογιαντίζει ένα στολίδι γίνεται κι έτοιμο πια το αποθέτει στο ολομάτωτο, σήμερα, οικοδόμημα του λέγεται πολιτισμός.

Σκληρά, αιχμηρά τ’ αρχέγονα μέσα, πνεύμα και ψυχή δουλεύουνε που είναι φυλακισμένα στη σάρκα. Κι η σάρκα θέλει θροφή να σταθεί. Για τούτο, ανοίγουμε ένα παναθύρι κι ανταμώνουμε όλοι μαζί, να μιλήσουμε, να φάμε και να πιούμε, να εκτονωθούμε, να γιορτάσουμε, να τραγουδήσουμε μπορεί και να χορέψουμε. Μια φορά το χρόνο η μάζωξη ετούτη με το καλωσόρισμα του καινούργιου χρόνου.
Σε μια ζεστή γωνιά μαζωνόμαστε, όλοι ίσοι, αγνοώντας αξιώματα, πλούτη και μαλλιά άσπρα, γκριζαρισμένα ή μαύρα, να κόψουμε τη Βασιλόπιτά μας, να χορτάσουμε πρόσκαιρα τη σάρκα και να ανανεώσουμε τη συναδελφοσύνη, την αγάπη μας.
Τούτο έγινε και φέτος την περασμένο Σάββατο. Μιλήσαμε, φιληθήκαμε, χαιρετιστήκαμε, φχαριστηθήκαμε, δύναμη πήραμε, χωρίσαμε.
Και του χρόνου με υγεία, εύχομαί σας.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα