Και σας το ’λεγα. Μου τρέχουν τα ονείρατα.
Kαταμεσίς τη νύχτα πετάχτηκα απ’ τις κουβέρτες κι ήθελα να πάω όξω, μα, μη με περάσουν για τρελό, αλλαξογνώμησα.
Έβλεπα, που λες, πως ήμουνα σε μια μεγάλη κάμαρη με γυμνές τοιχογραφίες ολόγυρα και δίπλα μου, δεξόζερβα, φίλοι καλοί, μπιστικοί, με καλολογούσαν. Λέγανε τα ίδια με τα χθεσινά και τα προχθεσινά. Πώς το λένε «επανάληψη της ιστορίας εις το πολλαπλούν». Μηρυκασμός κι εμετική διάθεση. Μια βαρεμάδα με είχε κυριέψει στον ύπνο μου και μου τέλειωνε το οξυγόνο. Δεν είχε, πώς το λέτε μωρέ εσείς τα κοπέλια σα βλέπετε αστυνομική ταινία ή ποδόσφαιρο; Α ναι. Το βρήκα. Σασπένς. Δεν είχε αγωνία η έκβαση του αγώνα ή του θρίλερ. Το αποτέλεσμα γνωστό κι ανιαρό. Κι η εντολή μία.
– Ή σκύβετε ή φεύγετε.
Απλά πράματα. Κι αν δεν θες ούτε το ένα ούτε το άλλο, κάθεσαι, χαζολογάς και παίζεις το μπεγλέρι εάν και εφ’ όσον σου επιτρέψουν να το έχεις στις αποσκευές σου. Εγώ, δεν είχα. Γι αυτό ένοιωθα βαρεμάδα.
Και νάσου από δίπλα η συμβία αφυπνίστηκε κι αυτή.
– Κοιμήσου Γιώργο. Γιατί είσαι καθήμενος και ξεσκέπαστος;
Τσιμουδιά εγώ.
– Εσένα μιλάω. Πάλι όνειρο έβλεπες;
– Ναι.
– Τι;
– Ακατάλληλο. Κι επικίνδυνο.
– Γιατί ακατάλληλο; Να ετοιμαστώ;
– Με φιλούσε η… κι ήταν…
– Ποια;
– Η Μέργκελ.
– Ωωχ! Ήταν γυμνή;
Κείνη την ώρα λες και με τσίμπησε φίδι, πετάχτηκα και σταυροκοπήθηκα.
– Όχιιι! είπα τρομαγμένος και συνέχισα. Μη ζηλέψεις… δεν…
– Θα τα πούμε το πρωί, με απείλησε, κι έκλεισε τα μάτια.
Ηρέμησα, ξάπλωσα, η φωνή της με ανησύχησε πάλι.
– Και γιατί ήταν επικίνδυνο, δε μου λες;
– Ήτανε πολλοί ολόγυρα, με βλέπανε και γελούσαν και μου λέγανε αστεία.
– Ποιοι;
– Ούου, πολλοί. Από Σούλτς, μέχρι Βαρουφάκη με παπιγιόν. Ήταν κι η Αλέκα, παχουλή κι αφράτη κι ήταν πρόεδρος εφοπλιστών. Τη θυμάσαι έ;. Κι η Ζωή με άλογο, να με βλέπει σαν ξερολούκουμο. Κι η ασπρομάλλα η Λαγκάρντ αγκαλιά με τον Αλέξη που με ταΐζανε κριθαροκουλούρες. Κι ο αρχαίος Μητσοτός να κρατάει με το χέρι ένα κοπέλι, θαρρώ το Γιωργάκη ή τον Κυριάκο, και να το βάνει τιμωρία στον τοίχο. Μη με ρωτάς. Σου λέω ήτανε μαζωμένοι ούλοι και κοιτούσανε τα πλάγια τους. Σα να ψάχνανε καρέγλα, πολυθρόνα ή την έξοδο κινδύνου.
Πάω να βγω, να ο Γιωργάκης σε ένα τρακτέρ. Πάω απ’ την άλλη πόρτα, τσούρμο οι μανάδες με τα κοπέλια, δε χώραγα.
Και να μου λένε από μέσα, ή φεύγεις ή σε βάνουμε να μας τραγουδάς κι εμείς να χορεύουμε. Και να δεις ήντουσαν τόσο γελαστοί που μου ερχότανε να τους πιστέψω.
Τότες κι εγώ, αφού να γελώ σαν το βλάκα μαζί τους δεν μπόραγα, έδωκα μια και έφυγα από το παναθύρι. Μ’ ακούς συμβία μου; Μα αυτή δεν την ενδιέφερε το θέμα, ρουχάλιζε κι είχα απομείνει να ψάχνω το δρόμο επιστροφής σε άλλα ονείρατα.
Έβλεπα να δεις, πως έγραφα και νάσου οι παλιοί μας φίλοιιι.
Ο Γύπας, ο Νώντας, ο Μίλτος, ο Βάγγος, η Ροδούλα, όλοι.
Τα καταφέρανε οι αθεόφοβοι και βρήκανε πέρασμα στο σημερινό αλλοπρόσαλλο γκοβέρνο κι είχανε απαιτήσεις. Πουλάγανε από τώρα την ψήφο τους μαζί με το τσούρμο που σέρνουν.
Όχι πως είχαμε εκλογές, δόξα το Θεό χορτάσαμε, ακόμα ρευόμαστε. Στο κάτω-κάτω κανένας δεν θέλει εκλογές. Ακούς να φωνάζουν κάτι τέτοιο οι απεναντινοί της κυβέρνησης; Όχι. Αμ χαζοί είναι; Άσε να χαλαρώσουν λίγο τα πράματα, να αρπάξει τις σφαλιάρες ο δικός σου και μετά, βλέπουμε. Μα τούτοι δω που μου κουβαλήθηκαν πρωί-πρωί είχανε σασπένς. Έτσι δεν το είπαμε;
Να, έτσι, για το ου μη γένοιτο, μου είπανε. Να είναι πρώτοι στη σειρά που θα αρπάξουν τα κομματικά ρουσφέτια. (Αλήθεια μου λείπουν τούτα τα γραφικά παιγνίδια που μας ανέβαζαν το αίμα στην κεφαλή, ή το λογαριασμό στην τράπεζα, ανάλογα από πια μπάντα θα ήσουνα.) Όχι, παίζουμε. Πήγανε λέει στον κοτζάμ υπουργό και του δείξανε λίστα. Όχι Λαγκάρντ. Αυτή την έφαγε η μαρμάγκο. Λίστα με ονόματα δικά τους, κατάδικά τους, ορκισμένα να τον ψηφίσουνε. Και γελούσανε όλοι.
Εμένανε, με διώξανε, τρόμαξα, ξύπνησα.
Ποιος ξέρει ρε παιδιά από ονείρατα;
Λέτε να βγούμε απ’ την κρίση;
*gkamvysellis@yahoo.gr