Τη στολισμένη Μαδάρα με τη χειμωνιάτική τση φορεσιά καμαρώνω, και γροικώ τα δυνατά σφυρίγματα απου κάνουνε τα γδυμνά κλαδιά τω δεντρώ, στο πέρασμα του βοριά, από παέ από τη γωνιά του παλιού καφενέ.
Πάνε χρόνια βέβαια, από τοτεσάς απου επάψανε να τραβαγιάρουνε οι θεριακλήδες του καφέ, και να σκαμπιλοπαίζουνε οι συντροφιές τσοι βροχεράδες και τσοι σκολάδες, απου τσοι ξαργιούσανε. Εκεια δα, βασιλεύει η γι εγκατάλειψη, κι η γι αμούχλα, αρογαλούδες αράχνες, κι οι σαμιαμίθοι, σεργιανίζουνε στο εσωτερικό ντωνε. Πάει χαθήκανε τα καλά κι όμορφα μιας περασμένης εποχής. Μα ‘τσα πρέπει κιόλας, αφού έτσα δεν είπε κι ένας τρανός και σπουδαίος “τα πάντα ρει”. Αλλο κείνο πως εμένα δε μ’ αφήνουνε οι παραξενιές μου ν’ αλλάξω στράτα, και να ξεχάσω τσ’ εμπειρίες μιας ζωής. Γι’ αυτό κι εφύτεψα στη καρδιά μου το φανταστικό καφενέ, που τονε βαστώ ζωντανό με τσ’ αναμνήσεις μου.
Κι από μια ντου γωνιά, κάθε φορά ο νους μου, μου συμπαραστέκεται, σεργιανίζω στα περασμένα με συντροφιά τη θύμησή μου, και ροζονάρω με τσ’ αθρώπους π’ αντάλλασσα χαιρετούρες κείνηνα την εποχή. Κι από τουτηνά τη γωνιά, όπως είπα και στην αρχή, καμαρώνω εδά τα χειμωνιάτικα πεσκέσια τση φετινής χρονιάς. Απου τουτηνέ τη χρονιά, μας συχνοεπισκέπτονται κύματα, κύματα με τα ονόματά ντωνε με δύναμη και ένταση κι όπου δε κάνουνε ζημιές, και δε φέρνουνε κιντύνους και καταστρόφες, με τσ’ ακραίες τωνε εμφανίσεις, γή για να ξεπεράσουνε τα εμπόδια απού η γι απληστία των αθρώπω, κι η γι άγνοιά ντωνε, πιθανό πως τα φυσικά φαινόμενα δεν αντισταίνουνται, παρά ακλουθούνε τσοι φυσικές διαδρομές απου καθορίζουνε τη πορεία ντωνε.
Τουτεσάς οι γι αλλεπάλληλες επισκέψεις του Ραφαήλ, τση Σοφίας, του Τηλέμαχου, και τσ’ Υπατίας κι εδά τελευταία τα αβάπτιστα παιδόγγονά ντωνε, γιατί δεν εκατάλαβα να ονοματίζουνε τα καιρικά φαινόμενα απου πήρανε σειρά, ήταν Ευλογία Θεού, τα χιόνια κι οι βροχές, απου επέσανε. Μα κι από τουτηνά τη γωνιά του καφενέ, προχωρώ στα ενδότερα του ενιαύσιου κύκλου ξεφυλλίζοντας τον ημεροδείχτη μου. Κι είναι αλήθεια, πως μ’ εντυπωσιάζει πολλές φορές η λιγοψυχιά, κι η βιασύνη του χρόνου, ν’ αφήνει τσι μέρες να περνούνε έτσα γρήγορα. Δεν επρολάβαμε να καλωσορίσομε το καινούριο χρόνο, κι ετοιμάζεται να ανοίξει η πόρτα του Τριωδίου. Εφτάξανε κιόλας οι γι αποκράδες “απου κουζουλαίνονται κι οι γράδες”, κατά που λέει κι ο πάνσοφος λαός μας. Η πια ξεκάθαρη κι αυθεντική σοφία. Που είναι θεμελιωμένη και στερεωμένη από τσ’ εμπειρίες και τα συμπεράσματα του λαού.
Και δεν είναι μόνο τα συμπεράσματα κι οι παροιμίες απου μας άφηκε παρακαταθήκη η σοφία ντου. Παρά είναι κι η παραδοσιακή ζωή, απου μαζί με την Ιερά παράδοση, απου αντάμα συμπορπατούνε στσ’ εκδηλώσεις τση ζωής, στσοι κοινωνικές και θρησκευτικές κι είναι άρρηκτα ενωμένες, όπως οι ψυχές με τα σώματα των αθρώπω. Αυτές, λοιπός, οι παραδόσεις εθεμελιώσανε εορτές και πανηγύρια, χαρές και γλέντια, λουτρουγιές και σπερνούς και κατανυχτικές ακολουθίες, για να θρέφουνται τα σώματα και ν’ αγαλιάζουνε οι ψυχές. Κι ο βιος των αθρώπω, να μη μένει ανεόρταστος, μα κι οι ψυχές νηστικές.
Κι έτσα οι κοινωνίες πορεύονται με αρμονία, ευπρέπεια και σύνεση στη ζωή, εδά και πολλούς αιώνες. Και ναι μεν, ο άθρωπος πορεύεται στη στράτα τση ζωής, με ελευθέρα βούληση, επειδή όμως στη στράτα ντου απαντήχνει και πολλά πονηρά παράστρατα π’ οδηγούνε σε κακοτοπιές κι υπερβολές, που οι γι αδυναμίες του με χρηματοδότη την ευμάρεια, τονε παρασέρνουνε, γιατί τα λάθη τα κάνουνε οι γι αθρώποι, γι’ αυτό κι ο Απόστολος Παύλος δασκαλεύει: «Πάντα μοι έξεστιν, αλλ’ ου πάντα συμφέρει». Για κείνο και τηρούνται οι παραδόσεις κι η Ιερά Παράδοση με τη Θεοπνευστία των Αγίων Πατέρων, εφύτεψε τουτεσάς τσοι μεγάλες εορτές, στου κύκλου τα γυρίσματα, απου έχουνε γενεί σταθμοί στη ζωή των αθρώπω, και μαζί με τσοι χαρούμενες εκδηλώσεις, και τσοι χαρές, δασκαλεύουνε τα θεία μηνύματα, από τσοι Παραβολές του Χριστού, όπως τη σύνεση και τη περίσκεψη.
Και βάνουνε φρένο στσ’ υπερβολές, κι οχυρώνουνε τσ’ αδύναμους από τα παραστρατήματα. Γι’ αυτό σε κάμποσες μέρες θ’ ακούσομε τον αλαζόνα Φαρισαίο να λέει προσευχόμενος «ότι ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων ή και ως ούτως ο Τελώνης» (Λουκ. 18,12), ερήμη βέβαια τση συνειδήσεώς του. Ενώ πιο πέρα ο Τελώνης «ουκ ήθελεν ουδέ τους οφθαλμούς, εις τον ουρανόν επάραι» (Λουκ. 18,13), γιατί φυσικά προσεύχουντανε με ειλικρίνεια και προσπαθούσε ν’ απαλλαγεί από τσοι τύψεις τση συνείδησής του. Πόσο στ’ αλήθεια θαν’ εκαλυτερεύανε οι συνθήκες ζωής, στσοι κοινωνίες των αθρώπω, εάν ούλοι αποφεύγαμε την αλαζονεία κι αγνοούσαμε την υποκρισία, και με τον ειλικρινή αυτοέλεγχο θαν’ εγίνουντανε ανάλαφρες και θαν’ επεταρίζανε οι ψυχές μας ευχαριστημένες κι απαλλαγμένες από το βάρος των τύψεων.
Υστερα από μια εβδομάδα κι ανάμεσα σε χαρούμενες εκδηλώσεις κι οικογενειακές συντροφιές, όπως η παράδοση δασκαλεύει, θαν’ ακούσομε τη παραβολή του Ασώτου «που διεσκόρπισε την ουσίαν αυτού ζων ασώτως» (Λουκ. ΙΕ, 13). Ενα καινούριο φρενάρισμα για τσ’ υπερβόλες, τσ’ εκτροπές, παρεκτροπές, αφύσικες συμπεριφορές κι ασωτίες, για ν’ ακλουθήξει στη συνέχεια η Κυριακή τσ’ Αποκράς απου κορυφώνονται οι κοινωνικές εκδηλώσεις. Γροικώ και θωρώ τσοι καρναβαλίστικες υπερβολές κι αναστορούμαι τα λόγια τση συχωρεμένης τση λάλης μου: «παιδί μου σα τούτεσες τσοι μέρες η γη κρέμεται από μια μπαμπακερή κλωστή από τα όσα γίνονται» και λέω με το νου μου: Αν έζιε τουτουσές τσοι καιρούς η μακαρίτισσα, θα εθώριε πόσο μεγάλης αντοχής ήτανε η μπαμπακερή κλωστή, που μου λεγε. Στσ’ Εκκλησιές ψάλλεται τη Κυριακή τσ’ Αποκράς, ο ύμνος που λέει: «Ω ποια ώρα τότε και ημέρα φοβερά…» γιατί τουτηνά την Κυριακή αναφέρεται στην ημέρα τση κρίσης. Κι επειδή πριν καταδικαστεί η ψυχή μας στον αιώνιο θάνατο, καταδικάζεται το σώμα μας στην επίγειο ζωή από ένα πλήθος ταλαιπωρίες, κακουχίες, έντονες κι ακατάπαυστες κρίσεις τση συνειδήσεως. Γι’ αυτό κι ο ταπεινός κι ασπούδαχτος νους μου, με οδηγεί στη σκέψη να ψάλλω εγώ εδά «Ω ποια ώρα τότε και ημέρα φοβερά», απου ο κάθε συνάθρωπός μας μπλέξει στα δίχτυα τσ’ ασωτίας, γιατί χάνει απόκεια και πέρα και από την επίγειο ζωή και την ουράνιο βασιλεία. Γι’ αυτό κι η σοφία των πατέρω εκαθιέρωσε τούτεσας τσ’ εορτές για να συμβουλεύουνε και να στηρίζουνε τσ’ αδύναμους από τσ’ ασωτίες και τα παραστρατίσματα.
Πολλά τα έτη σας Αναγνώστριες και Αναγνώστες μου και Καλές Αποκράδες
Το Γεροντάκι
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Μαδάρα = Βουνό
Γροικώ = Ακούω
Από παέ = Από εδώ
Σκαμπιλοπαίζουνε = Να παίζουνε σκαμπίλι, παιχνίδι της τράπουλας
Τραβαγιάρω = Θορυβώ, κουβεδιάζω, κάνω φασαρία
Ξαργώ = Αργώ, δεν εργάζομαι για κάποιο λόγο
Αρογαλού = Εντομο που πλέκει την αράχνη
Σαμιάμιθος = Το σαμιαμίθι
Βαστώ = Κρατώ
Ροζονάρω = Κουβεδιάζω
Πεσκέσια = Δώρα
Λιγοψυχώ = Βιάζομαι
Κουζουλαίνονται = Τρελαίνονται
Αναστορούμαι = Θυμούμαι
Λάλη = Γιαγιά
Αμούχλα = Μούχλα