Ο χρόνος τρέχει πάρα πολύ γρήγορα και αφήνει πίσω του αναμνήσεις, πότε όμορφες και πότε άσχημες.
Εκεί όμως που φαίνεται να έχει κυρίαρχο λόγο είναι η ανθρώπινη ζωή. Του προσθέτει χρόνια -πολλά ή λίγα- του θυμίζει όμως και τα περασμένα, τα εύκολα ή δύσκολα χρόνια. Θυμάται τις Μεγάλες Εβδομάδες της γερμανικής Κατοχής. Τα Πάθη και η Ανάσταση χωρίς καμία νυχτερινή Λειτουργία.
Ο Επιτάφιος στολίστηκε λιτά από τις κυρίες και δεσποινίδες της Ενορίας του Αγίου Ιωάννη. Όταν άρχισε να νυχτώνει, έγινε η περιφορά του τρεις φορές γύρω από την Εκκλησία, ενώ οι ψάλτες έψελναν τα Εγκώμια. Ήρθε η ώρα της Ανάστασης. Το Χριστός Ανέστη, ακούγεται μόλις άρχισε να νυχτώνει. Ευχές και καλή Λευτεριά και επιστροφή στο σπίτι.
Λίγα χρόνια αργότερα, οι κατακτητές έχουν φύγει. Τα Χανιά είναι ελεύθερα. Ιερείς στην Εκκλησία του Αγίου Ιωάννη είναι δύο αδέρφια από τον Γαλατά. Ο παπά Πέτρος και ο αρχιμανδρίτης Τιμόθεος, μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Κρήτης.
Μεγάλη Παρασκευή. Οι καμπάνες άρχισαν να ηχούν πένθιμα από το πρωί. Ο Επιτάφιος στολίστηκε από τις κυρίες και δεσποινίδες της Ενορίας με φυσικά λουλούδια. Τιμητική φρουρά από τέσσερις προσκόπους, ένα σε κάθε γωνία, με τους κοντούς “υπό μάλης”. Τέσσερις μαυροφορεμένες κοπέλες – οι μυροφόρες, μυρώνουν τον Επιτάφιο και τους προσκυνητές. Οι πιστοί περνούν από το παγκάρι της Εκκλησίας για να διαλέξουν το κερί που θ’ ανάψουν. Στο παγκάρι υπάρχουν κεριά των 5, 10, 20 και 50 δραχμών. Διάλεγε το κερί που ήθελε και το άναβε στο μανουάλι που ήταν στο πλάι του Επιτάφιου. Τότε ακόμη δεν είχε καθιερωθεί το ένα και μοναδικό κεράκι χωρίς την αναγραφή τιμής.
Ο Πρωτοψάλτης της Εκκλησίας είχε δημιουργήσει χορωδία από κορίτσια και αγόρια που έψελναν τα Εγκώμια. Η Δημοκρατία Σκαρ., σαγήνευσε θρησκευτικά τους πιστούς όταν με την υπέροχη φωνή της απέδωσε μόνη της τον θρήνο της Θεοτόκου το «Ο γλυκύ μου Έαρ, γλυκύτατό μου τέκνο που έδυ σου το κάλλος…»
Ήρθε η ώρα της περιφοράς.
Τον Επιτάφιο συνοδεύουν δεξιά και αριστερά πρόσκοποι της 6ης ομάδας προσκόπων, με τους κοντούς “υπό μάλης”.
Η 6η ομάδα Προσκόπων έχει έδρα της την συνοικία του Αγίου Ιωάννη. Για πρώτη φορά ο Επιτάφιος θα πήγαινε μέχρι το Σανατόριο (φθισιατρείο), που ήταν εκεί που είναι σήμερα το Πρεβαντόριο. Γύριζε πίσω και από την Κ. Μάνου μέσω Δικαστηρίων, έφτανε στο Δεσποτικό, έπρεπε να στρίψει την Αντωνίου Γιάνναρη. Έξω από το Δεσποτικό έγινε συνάντηση με τον Επιτάφιο των Αγίων Αναργύρων. Οι νέοι του Αγίου Ιωάννη έκλεισαν το δρόμο και πέρασε πρώτα ο Επιτάφιος της εκκλησίας των. Μέσω Ηγουμένου Γαβριήλ ο Επιτάφιος έστριψε στην Εκκλησία του Αγίου Ιωάννη.
Μεγάλο Σάββατο. Η Ανάσταση. Οι ιερείς έχουν στήσει εξέδρα μπροστά από την είσοδο της Εκκλησίας και στις 12.00 ακριβώς ακούστηκε το ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ. Χαρμόσυνα χτυπούν οι καμπάνες.
Βαρελότα ρίχνονται λίγο μακριά από την εκκλησία με δυνατό κρότο. Δεν υπήρχαν τότε βεγγαλικά. Τα βαρελότα ήταν μικρά ή μεγάλα τενεκεδάκια γεμάτα μπαρούτι. Οι νεαροί έβγαζαν το μπαρούτι από οβίδες αντιαεροπορικών κανονιών -αγγλικών και γερμανικών- που ήταν στημένα σε διάφορες περιοχές των Χανίων. Τα βαρελότα ήταν σχεδόν ακίνδυνα. Όταν τα έφτιαχναν σε μια γωνιά του Στρατοπέδου του Αγ. Ιωάννη ένα είχε πάρει φωτιά. Αποτέλεσμα, λίγα εγκαύματα στο χέρι του μικρότερου της παρέας.
Η ΑΡΠΑΓΗ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ
Σε ένα καπετανοχώρι, οι νεαροί είχαν παράδοση στο κάψιμο του Ιούδα. Έφτιαχναν τον μεγαλύτερο και άναβαν την πιο μεγάλη φωτιά. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘40, μάζεψαν μπόλικα ξύλα κι έστησαν ένα ωραίο ικρίωμα για να κρεμάσουν τον Ιούδα. Δεν έβρισκαν όμως εύκολα κουρέλια, για να ντύσουν τον Ιούδα.
Αποφάσισαν, αντί να φτιάξουν Ιούδα να τον αρπάξουν από διπλανό χωριό, που πάντα έφτιαχναν ένα μεγάλο Ιούδα.
Ξεκίνησαν 10 νεαροί να πάνε για την αρπαγή. Πίσω τους όμως ακολουθούσαν και μερικά παλικάρια του χωριού, πάνοπλα. Μεγάλο Σάββατο, το πρωί, έφτασαν στο μέρος που είχαν στήσει οι νεαροί του χωριού.
Πήγαν να ξεκρεμάσουν τον Ιούδα. Οι νεαροί του χωριού ήταν και πολλοί, πήγαν να επιτεθούν με άγριες διαθέσεις στους εισβολείς.
Τότε ένας πυροβολισμός και ένα “αναπαϋμένο” τους ακινητοποίησαν. Οι εισβολείς πήραν τον Ιούδα και γεμάτοι χαρά γύρισαν στο χωριό τους, το καπετανοχώρι, και το κρέμασαν στο ικρίωμα για να τον κάψουν το βράδυ.