Ο ουρανός σκοτείνιασε, φόρεσε σκούρα κρέπια,
τα σύννεφα σκεπάσανε τις φωτεινές αχτίνες
του ήλιου του ηλιάτορα, δεν έχ’ η Φύση κέφια
σαν έρχονται στη θύμηση σκηνές από εκείνες.
όπου ο Αναμάρτητος κρεμάστηκε’ πί ξύλου
Εκείνος που εκρέμασε τη Γη στα ύδατά της,
και όμως νοιώθει Σήμερα τα τραύματα του ήλου
και πρόσθεσε ακόμη έν στα τόσα κρίματά της…
Μα όμως τι παράξενο: Λύτρωσε η θυσία
τούτο, και άλλα κρίματα του ανθρωπίσιου είδους,
ο Λούσιφερ κι ο Αριμάν χαθήκαν στην ουσία
κ’ έμειν’ ο άνθρωπος αγνός απ’αμαρτίας ίχνους!
Τούτο το Μέγα Γεγονός η Γη αναστοράται,
και δίνει προσταγή ρητή ήλιος να μην προβάλλει,
να βγούνε μαύρα σύννεφα στις ουρανίσιες στράτες
να ρίξουν λίγα δάκρυα τη Μέρα τη Μεγάλη,
γιατί’ ναι Μέρα χωριστή, Παρασκευή Μεγάλη,
και δεν ταιριάζ’ ο ουρανός να βάλει τα καλά του
άρμα ηλίου λαμπερό σήμερα να προβάλλει,
ας περιμένει Ανάσταση, να είν’ όλα δικά του!