«Τώρα, που ξεστόμισες την τρομερή λέξη “τετέλεσται”, μοναχογιέ μου, δεν μπορώ πια να κλάψω, δεν μπορώ πια να κραυγάσω, δεν μπορώ πια, να σε κοιτάξω στα μάτια δεν μπορώ πια, ν’ απλώσω τα χέρια μου να σ’ αγκαλιάσω…
Ηταν τόσοι πολλοί οι θάνατοι που έζησα σήμερα, που δεν ξέρω πότε στέρεψαν τα μάτια μου απ’ το τελευταίο τους δάκρυ.
Ήταν τόσο μεγάλο το δάσος των καρφιών που μπήχτηκαν στην καρδιά μου, που δεν ξέρω με ποιο απ’ όλα καρφώθηκε η τελευταία μου κραυγή.
Ήταν τόσο πηχτό το σκοτάδι που σκέπασε τη γη, που δεν ξέρω σε ποιο σημείο του χάθηκε η τελευταία μου ματιά. Ηταν τόσα πολλά τα χέρια που σηκώθηκαν εναντίον σου, που δεν ξέρω σε ποιο απ’ όλα ξώμεινε η τελευταία άπνοη κίνησή μου, πριν να φτάσει ως εσένα, ακριβογιέ μου!
Κάποτε ο Ιωάννης, ο μαθητής που τον ονόμασες γιο μου, και κάποιοι άλλοι, θα γράψουν όλα, όσα έγιναν τη σημερινή μέρα, αυτή τη φοβερή Παρασκευή!
Για τον ιδρώτα που αυλάκωνε το πρόσωπό σου τις ώρες της αγωνίας στη Γεσθημανή…
Για το προδοτικό φιλί του Ιούδα στο μάγουλό σου.
Για το κόψιμο του δεξιού αυτιού του Μάλχου, από τον Πέτρο.
Για τα τραβολογήματα από τον Αννα στον Καϊάφα.
Για τις μαστιγώσεις, τα φτυσίματα και τις κοροϊδίες για το πλύσιμο των χεριών του Πιλάτου.
Για τις οργισμένες κραυγές του άγνωμου όχλου! Για το αγκάθινο στεφάνι που σου έβαλαν στο κεφάλι. Για τους μαθητές σου που κρύφτηκαν τρομαγμένοι. Για τον Πέτρο που σ’ αρνήθηκε τρεις φορές, πριν από το λάλημα του αλέκτορα. Για το Σίμωνα από την Κυρρήνη που σήκωσε το σταυρό σου. Για τα καρφιά που σου τρύπησαν τα χέρια και τα πόδια. Για τους δυο ληστές που σταύρωσαν δίπλα σου.
…Για τη συγχώρεση που ζήτησες για λογαριασμό των ανθρώπων από το Μεγάλο Πατέρα. Για το ξίδι που σε πότισαν, όταν είπες πως διψάς.
Για το βαθύ σκοτάδι που σκέπασε τη γη απ’ τις δώδεκα το μεσημέρι.
Για την τρομερή εκείνη κραυγή απελπισίας “ηλί, ηλί, λαμά σαβαχθανί”, και που δεν κατάλαβε κανείς. Και τέλος για το “τετέλεσται” που πρόφεραν τα χείλη σου, μόλις τώρα, που ξεψυχήσεις.
…Κάποτε, λοιπόν, ο Ιωάννης και οι άλλοι θα γράψουν γι’ αυτή τη φοβερή Παρασκευή, γλυκέ μου…
…Κανένας όμως Ιωάννης ή άλλος μαθητής και κανένας ποτέ άνθρωπος δε θα μπορέσει να γράψει για μένα, για τη μάνα του Σταυρωμένου, που σήμερα ώρα τρεις κι ένα λεπτό της φοβερής Παρασκευής βρίσκεται μόνη ανάμεσα στους Ρωμαίους στρατιώτες, κάτω από το σταυρό του Μοναχογιού της, που μόλις έχει ξεψυχήσει. Για μια μάνα που δεν έχει πια δάκρυα, και που η καρδιά της έχει γίνει μόρια κόκκινης σκόνης κι έχει σκορπιστεί στους πέντε ανέμους. Για μια μάνα που ‘χει μείνει δίχως όλα τα δίχως…».
Είναι αποσπάσματα, το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου, από «Τα Γράμματα της Παναγίας» του Βαγγέλη Κακατσάκη. Το κείμενο απέδωσε η γράφουσα κατά την εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στην Αγία Μαρίνα Κολυμβαρίου. Είχαμε τη τιμή, εκτός από μένα να διαβάσουμε όλα τα γράμματα, με τις κυρίες Αριστέα Σποντιδάκη, Δέσποινα Τραχαλάκη, Βαρβάρα Γιακουμάκη, Σοφία Κοκολογιάννη και Κατερίνα Κολοκυθά, και να κοινωνήσουμε έτσι τον συγκλονιστικό, ωραίο λόγο του λογοτέχνη.
Χρόνια Πολλά