Μέσα στίς πολεμικές ἰαχές τῶν καιρῶν μας, τό πέπλο τῆς ἀδικίας καί τοῦ θανάτου πού ἀπειλητικά ἀπλώνει τά δίκτυα του πάνω ἀπό τήν ἀνθρωπότητα ἡ ὁποία, ἀδύναμη καί ἀνύμπορη, ἀμήχανα παρακολουθεῖ τήν ἀνθρώπινη θηριωδία μιᾶς νέας παγκόσμιας ἀνθρωπιστικῆς κρίσης, θρηνώντας ὑποκριτικά τά… «κατορθώματά» της, καθώς οἱ ἰσχυροί τῆς γῆς ἀνακατεύουν, καί πάλι, τήν τράπουλα τοῦ κόσμου, ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, καλεί ὅλους μας νά συνοδοιπορήσουμε καί νά βιώσουμε τήν ὀμορφιά καί τό κάλλος τῆς χαρμολύπης τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Τῆς ὄμορφης αὐτῆς περιόδου, ἡ ὁποία μᾶς καλεῖ νά τήν ζήσουμε καί νά τήν χαροῦμε ὡς περίοδο ἔντονης προσευχῆς, περισυλλογῆς, μετάνοιας, αὐτοκριτικῆς, ὑπομονῆς, ἐγκράτειας, ταπείνωσης καί σιωπῆς. Ὡς μία εὐκαιρία, δηλαδή, νά κατανοήσουμε ὁ καθένας μας τό μέγεθος τῆς δικῆς του εὐθύνης γιά ὅ,τι συμβαίνει γύρω μας καί ἀνάμεσα μας· τήν οἰκογένειά μας, τίς συναναστροφές μας, τόν τόπο μας, τήν κοινωνία μας, τήν Πατρίδα μας, τόν κόσμο ὅλο. Γιά ὅ,τι μᾶς τρομάζει, μᾶς φοβίζει, μᾶς προκαλεῖ ἄγχος, ἀγωνία, ἀνασφάλεια, ἀπογοήτευση, ἀβεβαιότητα. Πολλοί μάλιστα ἀπό ἐμᾶς θεωροῦμε αἴτιο τοῦ κακοῦ τόν Θεό. Ποῦ εἶναι ὁ Θεός; Γιατί δέν ἀπαντᾶ στά αἰτήματά μας; Μᾶς ἐγκατέλειψε; ρωτοῦμε, καταλήγοντας σέ πλανεμένες ἑρμηνεῖες καί συμπεράσματα.
Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ ἀπαντᾶ σέ ὅλα αὐτά τά ὑπαρξιακά μας ἐρωτήματα: «Συχνά ὁ Θεός, λέει ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, δέν ἀπαντᾶ στίς προσευχές μας. Σιωπᾶ. Πολλοί ἐκλαμβάνουν τή σιωπή Του ὡς ἔνδειξη τοῦ ὅτι ὁ Θεός “δέν ὑπάρχει”, “πέθανε”. Ἄν ὅμως σκεφτόμαστε σέ ποιά θέση φέρνουμε τό Θεό μέ τά πάθη μας, τότε θά βλέπαμε ὅτι Αὐτός δέν ἔχει ἄλλη ἐπιλογή, παρά μόνο νά σιωπήσει. Ζητᾶμε ἀπό Αὐτόν νά μᾶς ὑποστηρίξει στίς ἀδικίες μας. Δέν μᾶς ἐνοχοποιεῖ φανερά. Μᾶς ἀφήνει νά πορευτοῦμε στούς πονηρούς δρόμους μας καί νά θερίσουμε τούς καρπούς τῶν προσωπικῶν μας ἁμαρτιῶν. Ἄν ὅμως στραφοῦμε πρός Αὐτόν μέ μετάνοια, τότε ἔρχεται γρήγορα, γρηγορότερα ἀπό ὅσο περιμέναμε. Γνωρίζοντας τίς ἀνάγκες μας, πολύ συχνά τίς προλαμβάνει. Μόλις προφέρουμε στήν προσευχή τά αἰτήματά μας, πού δικαιολογοῦνται μέ τήν πραγματικότητα τῆς ζωῆς μας μέσα στόν κόσμο, Αὐτός ἤδη τά ἔχει ἐκπληρώσει. Συνεπῶς, ἡ σιωπή τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπάντηση στίς ἀδικίες μας ἡ πιό εὔγλωττη, ἡ πιό εὐγενική. Διώξαμε ἀπό τή ζωή μας τό Θεό – Λόγο, τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Παραμελήσαμε τό λόγο αὐτό, καί νά! Θερίζουμε τίς συνέπειες τοῦ ἔργου μας», καταλήγει ὁ ἅγιος Σωφρόνιος.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ ζωή μας, δυστυχῶς, πάσχει ἀπό τήν ἀπουσία τοῦ Θεοῦ. Ἀπό περιφρόνηση, ἀπό προσβολές τοῦ ὀνόματός Του, ἀπό σκληρότητα ἀπένατί Του. Πάσχει ὅμως καί ἀπό μία πίστη ἐλλειπῆ, νοσηρή, κουτσουρεμένη. Ἀπό μία πίστη κομμένη καί ραμμένη στά μέτρα μας. Γίναμε ὅλοι αὐθεντίες καί ἐναντιωθήκαμε· ὑψώσαμε τό ἐγώ μας, στά κελεύσματα τῆς Ἐκκλησίας. Κρίναμε καί κατακρίναμε τίς ἀποφάσεις Της, ἀρνηθήκαμε τίς προτροπές Της· πιστέψαμε στόν ἑαυτό μας, παραδοθήκαμε στό θέλημά μας καί ὄχι στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Σάν νά θέλουμε νά ἐπιβάλλουμε στόν Θεό καί ὄχι νά ἀκούσουμε τί Ἐκεῖνος θέλει ἀπό ἐμᾶς. Συνεπῶς, ὅπως μᾶς ἐξηγεῖ καί ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, ἐάν νιώθουμε τήν ἀπουσία τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν ζωή μας, αἴτιοι εἴμαστε ἐμεῖς πού ἐπιλέξαμε – ἀποφασίσαμε νά Τόν διώξουμε, νά Τόν ἐξορίσουμε ἀπό τόν ὁρίζοντά της· πού Τόν θεωρήσαμε ἐμπόδιο στά σχέδια καί τούς προγαμματισμούς μας.
Ἰδού ἡ ἀξία, τό νόημα καί ἡ σημασία τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Ἔρχεται γιά νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τά δεινά καί τίς ὀδύνες τῆς ζωῆς. Νά μᾶς λυτρώσει καί ἐλαφρώσει ἀπό τά βάρη καί τίς ἀγωνίες μας. Καθώς, ὅπως θά πεῖ καί ὁ π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν, ἀποτελεῖ τήν προετοιμασία γιά τή δική μας “διάβαση”, τό δικό μας “Πάσχα”, τή νέα μας ἐν Χριστῷ ζωή. Ἄς δράξουμε, λοιπόν, τήν εὐκαιρία αὐτῆς τῆς περιόδου καί ἄς ἐργαστοῦμε ὁ καθένας μας στό ἐργαστῆρι τῆς ψυχῆς καί τῆς καρδιᾶς· αὐξάνοντας τόν πνευματικό ἀγῶνα, καλλιεργώντας τήν καρδιακή προσευχή, τήν εἰλικρινῆ μετάνοια, τήν τελωνική ταπείνωση, γιά νά δυναμώσουμε στήν ψυχή καί τό πνεῦμα. Γιά νά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό τούς ἰούς τῆς ἀπιστίας καί ὀλιγοπιστίας μας, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀκόμα πιό ἐπικίνδυνοι καί ἀπό τούς ἰούς τῶν σωματικῶν νόσων, καθώς δέν ἀρρωσταίνουν μόνον τό σῶμα, ἀλλά λαβώνουν καί τήν ψυχή.
Νά μήν λησμονοῦμε στίς προσευχές μας ἀλλά καί στήν φροντίδα καί μέριμνά μας, τούς ἐμπερίστατους καί ἀνήμπορους συνανθρώπους μας, τούς ἀδελφούς ἐκείνους πού ἔχουν ἀνάγκες. Ἰδιαιτέρως νά στέψουμε προσευχητικά πρός τόν ἀδελφό Οὐκρανικό λαό πού, τόσο σκληρά καί ἄδικα δοκιμάζεται· τούς Ἕλληνες πού ζοῦν ἐκεῖ καί πρός τούς οἰκείους τῶν ὁμογενεῖς μας, πού σκοτώθηκαν κατά τόν ἐν λόγῳ πόλεμο, ὡς καί πρός ὅλους τούς ἀδικημένους καί κατατρεγμένους.
Νά τούς στηρίζουμε στήν πίστη καί στίς δυσκολίες καί ἀνάγκες τους. Νά ἀνοίξουν διάπλατα οἱ καρδιές. Νά ἀντισταθοῦμε στό κακό. Νά μετέχουμε στήν πλούσια λατρευτική ζωή τῆς περιόδου. Στά Μεγάλα Ἀπόδειπνα, στίς Προηγιασμένες Θεῖες Λειτουργίες, στούς Χαιρετισμούς τῆς Παναγίας μας, στά Ἱερά Εὐχέλαια, στούς Κατανυκτικούς Ἑσπερινούς, στίς Θεῖες Λειτουργίες. Γιά νά ὠφεληθοῦμε πνευματικά· γιά νά βλέπουμε τά δικά μας λάθη χωρίς νά κατακρίνουμε τόν ἀδελφό μας. Γιά νά γίνει αὐτή ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή ἀπαρχή ἁγιασμοῦ, μετάνοιας, φωτισμοῦ, ἀνάτασης καί ἀνάστασης ἀπό τήν κάτω πρός τήν ἄνω Ἱερουσαλήμ.