Αυτή την περίοδο αναρωτιόσουν αν ήσουν στα όρια του φυσιολογικού φάλτσου ή ήσουν στην κατηγορία «βοήθεια σώστε με».
Να έφταιγε άραγε η άνοιξη με την ανθοφορία, τα μπουμπούκια που ξεπετάγονταν σε φύση, ψυχή και σώμα; Ή συνέβαινε το ανεπίτρεπτο για σένα και την ηλικία σου ,όπως έλεγες, βάζοντάς τα με τον εαυτό σου, να είσαι ξανά ερωτευμένη;
Όμως ήταν αλήθεια, η ίδια είχες ξανανιώσει, φαινόσουν στ’ αλήθεια νεότερη, μόνο που σχετικά μ’ αυτό υπήρχε και κάτι μάλλον αρνητικό. Μαζί με τα χρόνια που φαινομενικά έχανες, απώλεσες και μπόλικη από την αυτοπεποίθησή σου, ξαναγινόσουν έφηβη. Και έμοιαζες πια τόσο πολύ με την κόρη σου, κι ας ήσουν εσύ κάπου στα πενήντα κι αυτή μόλις δεκάξι.
Οι ψυχολογίες σας συγχέονταν, όπως όταν, εσύ είχες τη διάθεση να φορέσεις κάτι πιο νεανικό που θα σε κολάκευε, και διάλεγες απ’ της μικρής σου την γκαρνταρόμπα. Αμέσως όμως μετά, κοιτάζοντας τον αδυσώπητο κριτή καθρέπτη, έβλεπες το μάταιο, ανακαλύπτοντας τη φθορά του χρόνου, σε πρόσωπο, μπράτσα, μπούτια και στο επίμαχο πίσω μέρος, για το οποίο παλαιότερα αυτοθαυμαζόσουν.
Τότε σε εγκατέλειπε η υπομονή του Ιώβ για την οποία οι φίλες σου σε θαύμαζαν, και αυτομαστιγονώσουν. Λες και ο έρωτας τα βέλη του οποίου σε τρύπησαν, κάνει διάκριση σε ηλικίες, και σώνει και καλά είναι προνόμιο της φρεσκάδας και των νιάτων.
Κι έτσι με την διάθεση πότε στο ζενίθ και πότε στο ναδίρ, αναρωτιόσουν αν αντέχεις ακόμα μια δόση ευτυχίας.