Πόσο δύσκολο είναι να µεγαλώνει κανείς ένα παιδί! Από την πρώτη στιγµή που το αντικρίζεις σε κατακλύζουν µια σειρά συναισθηµάτων που µέχρι τότε σου ήταν άγνωστα.
Να είναι υγιές και ευτυχισµένο. Να ανατραφεί σωστά. Να µην του λείψει τίποτα. Να γίνει ένα σωστό µέλος της κοινωνία. Ξαφνικά γίνεται ο πιο σηµαντικός άνθρωπος της ζωής σου. Η αγάπη αυτή είναι η κινητήριος δύναµη να συνεχίσεις να προσπαθείς και να αποδέχεσαι το παιδί σου µε τα προτερήµατα και τα ελαττώµατά του.
Τι γίνεται όµως όταν δυσλεξία χτυπάει την πόρτα; Η ανατροφή του παιδιού γίνεται πιο περίπλοκη; Η µήπως όχι; Μπορώ να είµαι σωστός γονέας για το παιδί µου; Και τελικά τι είναι δυσλεξία; Αυτά και πολλά ακόµη τριγυρίζουν στο µυαλό των γονέων όταν µαθαίνουν ότι το παιδί τους έχει δυσλεξία.
Η δυσλεξία είναι η πιο γνωστή µαθησιακή δυσκολία κατά την οποία το παιδί εµφανίζει δυσκολίες στη γραφή και την ανάγνωση. Εκδηλώνεται στα πρώτα χρόνια φοίτησης του παιδιού στο δηµοτικό σχολείο, ενώ µπορεί να υπάρχουν ενδείξεις από την προσχολική ηλικία. Η δυσλεξία εντοπίζεται συνήθως σε αγόρια και η συµπτωµατολογία διαφέρει ανάλογα µε την ηλικία.
Στο σηµείο αυτό είναι σηµαντικό να αποµυθοποιηθεί ένας σύνηθες µύθος ο οποίος «πρευσβεύει» ότι η δυσλεξία επηρεάζει το νοητικό επίπεδο ενός παιδιού. Σύµφωνα µε επιστηµονικές έρευνες και τη διεθνή βιβλιογραφία, η νοητική ικανότητα ενός παιδιού δεν επηρεάζεται από τη δυσλεξία. Πολλοί καλλιτέχνες, εξάλλου, διανοούµενοι και επιστήµονες, έχουν έρθει αντιµέτωποι µε την πρόκληση της δυσλεξίας όπως ο Αϊνστάιν και ο Γκράχαµ Μπελ, παρόλο αυτά διέπρεψαν ο καθένας στο δικό του τοµέα.
Αναφορικά τώρα µε τη συµπεριφορά των γονέων προς το παιδί που έχει διαγνωσθεί µε δυσλεξία να τονίσουµε ότι η µη αποδοχή της πραγµατικότητας και οι υψηλές προσδοκίες µόνο µια σειρά από διαπληκτισµούς και δυσάρεστα συναισθήµατα µπορεί να επιφέρουν. Επιπρόσθετα η έγκαιρη διάγνωση, όπως έχει διαπιστωθεί, µπορεί να µετριάσει µια σειρά αρνητικών συνεπειών και να δώσει τις απαραίτητες κατευθυντήριες οδηγίες που χρειάζονται οι γονείς. Κανείς δεν είπε ότι είναι ένας εύκολος δρόµος. Όµως µε γνώµονα την κατανόηση, την αποδοχή, την υποµονή και το σεβασµό, οι γονείς δύναται να συµβάλλουν στην οµαλή ψυχοκοινωνική και συναισθηµατική ανάπτυξη του παιδιού µε απώτερο στόχο την ανάπτυξη ποικίλων προσωπικών και κοινωνικών δεξιοτήτων και την ώθηση σε δραστηριότητες από τις οποίες θα λαµβάνει ικανοποίηση. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι ο ρόλος των γονέων στην ανάπτυξη του παιδιού µε µαθησιακές δυσκολίες είναι καθοριστικός και πολύπλευρος.
Εν κατακλείδι αγαπώ το παιδί µου σηµαίνει ότι το αγκαλιάζω, το ακούω προσεχτικά, βελτιώνω την καθηµερινότητα τη δική του αλλά και της οικογένειάς µου. Γιατί αυτό που πραγµατικά µένει ως ανάµνηση στα παιδιά δεν είναι τίποτα άλλο από τις αγκαλιές και την πραγµατική γονική αγάπη. Μόνο έτσι το παιδί µου εξελίσσεται προσωπικά και επαγγελµατικά, δε φοβάται να αντιµετωπίσει τις δυσκολίες της ζωής και κοιτά το µέλλον µε αισιοδοξία.
*Η Iωάννα Σισµανίδου είναι κοινωνιολόγος – ειδική παιδαγωγός MSc εργαζόµενη στο Κέντρο Πρόληψης των Εξαρτήσεων
και Προαγωγής της Ψυχοκοινωνικής Υγείας Περιφερειακής
Ενότητας Χανίων, µέσω ΕΣΠΑ