Οι θηλυκοί χιμπαντζήδες στο Εθνικό Πάρκο Kibale της Ουγκάντας ζουν αρκετά χρόνια μετά το τέλος της αναπαραγωγικής τους ηλικίας και πιθανότατα περνούν εμμηνόπαυση όπως και οι γυναίκες, σύμφωνα με νέα μελέτη. Μέχρι τώρα, οι άνθρωποι ήταν ένα από τα τρία μόνο ζωικά είδη που ήταν γνωστό ότι περνούν εμμηνόπαυση – μαζί με τις όρκες (Orcinus orca) και τις φάλαινες του είδους Globicephala macrorhynchus. Οι άνθρωποι θεωρούνταν ότι ήταν τα μόνα πρωτεύοντα θηλαστικά που δεν παραμένουν γόνιμα για όλη τους τη ζωή.
«Το πώς εξελίχθηκε αυτό το στοιχείο στον άνθρωπο είναι ένας συναρπαστικός αλλά και δύσκολος γρίφος», δήλωσε ο επικεφαλής της μελέτης Μπράιαν Γουντ, αναπληρωτής καθηγητής και εξελικτικός ανθρωπολόγος στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Λος Άντζελες.
Αυτό συμβαίνει επειδή η αδυναμία αναπαραγωγής μετά από μια ηλικία δεν έχει κανένα προφανές εξελικτικό πλεονέκτημα. Προηγούμενες μελέτες έχουν υποστηρίξει πως οι μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη φροντίδα των εγγονιών τους και στην ενίσχυση των πιθανοτήτων επιβίωσής τους, συμβάλλοντας στη διασφάλιση της μεταβίβασης των γονιδίων τους – μια ιδέα γνωστή ως «υπόθεση της γιαγιάς».
Για να διαπιστώσουν αν η εμμηνόπαυση εμφανίζεται και σε άλλα πρωτεύοντα θηλαστικά, οι συγγραφείς της νέας μελέτης που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Science» διερεύνησαν τη γονιμότητα μερικών από τους πλησιέστερους εν ζωή συγγενείς μας – τους χιμπατζήδες του υποείδους Pan troglodytes schweinfurthii.
Ο Γούντ και οι συνάδελφοί του μελέτησαν δημογραφικά και γονιμοποιητικά δεδομένα που συλλέχθηκαν μεταξύ 1995 και 2016 στο Εθνικό Πάρκο Kibale της Ουγκάντα, όπου ζει η κοινότητα άγριων χιμπατζήδων Ngogo. Οι ερευνητές ανέλυσαν τα αρχεία για 185 θηλυκούς χιμπατζήδες και διαπίστωσαν μείωση της γονιμότητας από την ηλικία των 30 ετών και την απουσία κυήσεων μετά την ηλικία των 50 ετών, παρά το γεγονός ότι αρκετά θηλυκά ζούσαν πολύ περισσότερο από τα 50 έτη.
Η μελέτη έδειξε πως οι θηλυκοί χιμπατζήδες Ngogo περνούν το 1/5 της ενήλικης ζωής τους σε κατάσταση εμμηνόπαυσης. Τα δείγματα ούρων που ελήφθησαν από 66 θηλυκούς χιμπατζήδες σε διαφορετικές αναπαραγωγικές φάσεις (ηλικίας 14 έως 67 ετών) αποκάλυψαν ορμονικές αλλαγές καθώς γερνούσαν – παρόμοιες με αυτές που παρατηρούνται στις γυναίκες που περνούν εμμηνόπαυση.
Ωστόσο, οι θηλυκοί χιμπατζήδες δεν μένουν με την αρχική τους φυλή για να αναπαραχθούν και αντίθετα διασκορπίζονται σε άλλες ομάδες, αφήνοντας πίσω τους τις γηράσκουσες μητέρες τους. Επομένως, η «υπόθεση της γιαγιάς» δεν επιβεβαιώνεται στην περίπτωση των χιμπατζήδων.
«Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι υπό ορισμένες οικολογικές συνθήκες, η εμμηνόπαυση και η επιβίωση μετά την αναπαραγωγική περίοδο μπορεί να προκύψει μέσα σε ένα κοινωνικό σύστημα που διαφέρει αρκετά από το δικό μας και δεν περιλαμβάνει καμία υποστήριξη από τις γιαγιάδες και τους παππούδες», δήλωσε ο ερευνητής.
Σύμφωνα με την ΕΡΤ, το νέο εύρημα εγείρει ερωτήματα σχετικά με την προέλευση της εμμηνόπαυσης στο είδος μας. Σύμφωνα με τη μελέτη, οι χιμπατζήδες και οι άνθρωποι μπορεί να έχουν κληρονομήσει γονίδια που συνδέονται με την εμμηνόπαυση από έναν κοινό μας πρόγονο. Εναλλακτικά, το χαρακτηριστικό μπορεί να έχει εξελιχθεί ανεξάρτητα σε κάθε είδος. Αν ισχύει αυτό, η νέα μελέτη παρέχει «μια στέρεη βάση για να εξεταστεί ο ρόλος που έπαιξε η βελτίωση της διατροφής και η μείωση του κινδύνου θήρευσης» στην εξέλιξη της εμμηνόπαυσης στον άνθρωπο, δήλωσε ο Γούντ.
Οι χιμπατζήδες στο Εθνικό Πάρκο Kibale έχουν μια καλή ποιότητα ζωής. Οι κυνηγοί εξολόθρευσαν τους μοναδικούς θηρευτές τους, τις λεοπαρδάλεις, τη δεκαετία του 1960, και πλέον κανείς δεν σκοτώνει τους χιμπατζήδες. Επιπλέον, τρώνε άφθονα φρούτα και περισσότερο κρέας από ό,τι οι γειτονικές κοινότητες χιμπατζήδων.
Αυτή η καλή ποιότητα ζωής μπορεί να εξηγήσει γιατί οι θηλυκοί χιμπατζήδες εκεί ζουν πολύ μετά το τέλος της αναπαραγωγικής τους ηλικίας. Δεν είναι σαφές αν τα στοιχεία εμμηνόπαυσης που εντοπίστηκαν στους χιμπατζήδες προκύπτουν αποκλειστικά από τις «ασυνήθιστα ευνοϊκές οικολογικές συνθήκες» ή αν τα ζώα αυτά εξελίχθηκαν έτσι. Οι πρόσφατες περιβαλλοντικές αλλαγές και οι επιδημίες ασθενειών που μειώνουν τη διάρκεια ζωής τους μπορεί, μέχρι τώρα, να έχουν «σβήσει» τα στοιχεία μιας εξελικτικής ιστορίας που περιλαμβάνει την εμμηνόπαυση, σύμφωνα με τη μελέτη.