«Τρόπος έκφρασης, μοίρασμα, κι η ευαίσθητη ψυχή ενός καλού γραφιά κατατεθειμένη στο χαρτί. Και πάνω απ’ όλα προβληματισμός!
Για το πρόσκαιρο της ανθρώπινης ύπαρξης, για τον κοντινό κόσμο που μας περιβάλει, αλλά και για την περιπέτεια του πρωτόλειου εκείνου κόκκου ζωής που φτάνει μέχρι εμάς από τα πέρατα του σύμπαντος…
Ένας δημιουργός είναι ο κ. Γεωργουδάκης που με βαλμένες με τέχνη πάνω στο χαρτί λέξεις με το δικό τους βάρος, αξία κι ουσία η καθεμιά, μας κάνει κοινωνούς αυτού που βλέπει. Που με συνειρμούς και υπαινιγμούς, με υπερβάσεις και μεταλλάξεις μας ανοίγει στα εμπνευσμένα ποιήματά του καινούργιους δρόμους. Εκείνους του χειροπιαστού -ή και του άπιαστου- που μας οδηγούν σε λογής-λογής στοχαστικές σκέψεις, ενίοτε και σε μια απόλυτη ταύτιση στα κομμάτια που νοιώθεις πως γράφτηκαν για σένα…
Με τις κεραίες πάντα ψηλά ο ποιητής, για να συλλάβει στην πένα του κάθε ίχνος σε κινούμενη άμμο, κάθε πρόσκαιρη εικόνα κι εντύπωση που πάει να σβήσει, που ήδη έσβησε ή και που δεν θα σβήσει ποτέ…
Ήχοι, χρώματα, γεύσεις, μυρωδιές, συναίσθημα, ενσυναίσθηση, ορατά κι αόρατα του κόσμου ετούτου, τον απασχολούν σ’ όλο του το έργο.
Παρόντα σχεδόν παντού το αστικό τοπίο και η φύση με τα στοιχεία της, που ζωντανεύουν κι ενίοτε αποκτούν μεταφυσική διάσταση κι υπόσταση, ανάλογα με τη διάθεση και το συναίσθημα της στιγμής. Κοινοί κορμοί δένδρων, ο βράχος, αλλά και το κύμα, η βροχή, οι ουρανοί -όπως και το σπίτι το παλιό- θα τα δούμε μέσα απ’ τα μάτια του ποιητή να μεταλλάσσονται και να μας αποκαλύπτουν ένα άλλο, μεταφυσικό πρόσωπο…
Εδώ κι ο έρωτας!
Μέρος κι αυτός της γενικής σύντηξης λόγου και συναισθημάτων.
Και βέβαια ο νόστος για τον δικό του -αλλά και δικό μας- ξεχωριστό κόσμο: Νοσταλγία και θλίψη μαζί, γι’ αγαπημένα πρόσωπα, αξέχαστους χώρους, σχέσεις πολύτιμες του άλλοτε, για αισθήματα που αργά μα σταθερά μας εγκαταλείπουν…
Δεν λείπει και το ηρωικό στοιχείο, με πρώτο και κύριο ζητούμενο την ελευθερία, όπως κι οι αφιερώσεις σε πρόσωπα, των οποίων τις μικρές ιστορίες μας παρουσιάζει με την απαράμιλλη τέχνη του.
Μελετώντας τη ποίησή του δεν συλλαμβάνουμε μόνο το μάταιο των πραγμάτων ή τη φθορά που μοιραίως καταβάλει το καθετί γύρω μας, αλλά κι εκείνα τα διάσπαρτα στο έργο του -τα φαινομενικά μικρά κι ασήμαντα- που μιλούν για αισιοδοξία και συνέχεια. Όπως ένα πράσινο φυτό που ευδοκιμεί στην ξηρή άμμο επάνω στο οπισθόφυλλο του «Αμμογραφίες», μια πασχαλίτσα που εμφανίζεται απ’ το πουθενά, μια στιγμή ερωτική γεμάτη προσδοκίες, ένα ελπιδοφόρο φτερούγισμα ψυχής στο αερόστατο μέσα…»
Αυτά σκεφτόμουν καθώς μελετούσα τρείς απ’ τις Ποιητικές Συλλογές του αγαπητού μας κ. Γρήγορη Γεωργουδάκη, ενός γιατρού-δημιουργού που διάλεξε τον δύσκολο δρόμο, εκείνο της ποίησης, για να προσφέρει στον αναγνώστη.
Γέννημα-θρέμμα Χανιώτης ο κ. Γρηγόρης αποφοίτησε από το Β΄ Γυμνάσιο Αρρένων, σπούδασε ιατρική στη Ρώμη και πνευμονολογία στην Αθήνα.
Ασκεί το λειτούργημά του στην πόλη μας, ενώ παράλληλα γράφει!
Δημιουργεί από τα Γυμνασιακά του χρόνια, «σαν μια εσωτερική ανάγκη», μας λέει. «Βαλβίδα αποσυμπίεσης» η ποίηση γι’ αυτόν!
Ο γιατρός Κ. Χιωτάκης τον προέτρεψε να προχωρήσει σε έκδοση ποιημάτων, ο φιλόλογος Κώστας Μουτζούρης τον ενθάρρυνε να συνεχίσει. Και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, μια που βαθιά μέσα του το γονίδιο του πνευματικού ανθρώπου, του επίσης γιατρού-παιδιάτρου παππού, έδινε συνέχεια το «παρών»! Είναι και το παλιό, το πατρογονικό, το ψηλοτάβανο το σπίτι με το μυστήριο, τους ήχους, τις μυρωδιές και τα σημάδια της φθοράς στο καθετί, που επηρέασαν σημαντικά το έργο του…
Ώρα ωστόσο, ν’ αφήσουμε τον ίδιο τον ποιητή να μας μιλήσει!
Στις «ΣΚΙΕΣ ΚΙ ΑΣΤΡΑ» του 1999 στη σελίδα 14 εκφράζει την αγωνία του για όσα αγαπήσαμε και χάνουμε: «Η πόλη μη και θρυμματίζεται μέσα στο σύννεφο;/ έχει κάτι δρόμους, που δεν τους ξέρω πια/ κι αυτοί με κοιτάζουν αδιάφορα/ οι άνθρωποι της γειτονιάς ένας-ένας έφυγαν/ μένουν παιδιά άγνωστα…/ τα λιόφυτα σηκώνονται και φεύγουν/ -τα βλέπω ταξιδεύουν προς τα πάνω-/ παρασέρνουν τους γύρω λόφους/ τα βράχια, τα χαμομήλια, τα πεύκα/ μένει ένα σύννεφο σκόνης/ γύρω-γύρω/ χτίζει μια πόλη άγνωστη/ δεν ξέρω μήπως/ και μείνει μετέωρη/ αποκομμένη απ΄ τον τόπο –τη γη/ και πέσει και θρυμματιστεί στα χέρια κάποιου ξένου.»
Αναρωτιέται στην σελίδα 25, συγκρίνοντας το μικρό με το μεγάλο της παλλόμενης πλάσης ολόγυρά μας: «Τεράστιες διάπυρες μάζες/ -άραγε έχουν καρδιά;-/ ντυμένες με βυθούς, με σκοτάδια/ ντυμένες με φως και νερά/ χρώματα και έρωτα./ Που ταξιδεύουν;»
Στις «ΑΜΜΟΓΡΑΦΙΕΣ» του 2015 στη σελίδα 22 αναθυμάται χρόνους ηρωικούς. Αφιερωμένο κομμάτι στην Ειρήνη και στην Άννα: «Μεσόκοπες/ γνέθουν την αντρειοσύνη/ κλωνί χρυσό αιματόβρεχτο/ γελέκο για τα αγγόνια/ να το φορούν ν’ αντρειεύονται/ σαν περπατούν στο μέλλον.»
Στην 45 θα φιλοσοφήσει για το ατελεύτητο των πάντων: «Υπόνοιες φωτός, βαρύ φωτόνιο/ λόγια μικρά, χρώματα, χτίζουν/ απροσμέτρητα φωτονίων νέφη/ γαλαξίες, σύμπαντα/ γέννες και θάνατοι, ξανά και ξανά/ μια στάλα οι κόσμοι,/ άπειρα μυστικά κρατά/ το μικρότερο του κόσμου ίχνος.»
Στην 76 θα μιλήσει για την φθορά του άλλοτε ισχυρού κι ανίκητου, θα μας προειδοποιήσει επίσης για τα συνακόλουθά της: «Τείχη αρραγή/ ακέραια απόρθητα/ σπούσαν πάνω τους κύματα/ κι άνεμοι και θύελλες./ Τείχη αγέρωχα/ αγνάντευαν/ με φουσκωμένα στήθη./ Τώρα/ ρωγμές. Γήρας./ Ένα φύλλο πέφτει/ κι αναστάτωση μεγάλη/ λες σεισμός/ κτυπά συναγερμός ενώ βαθαίνουν, ανοίγουν/ νέες απειλές.»
Στις «ΥΠΟΣΤΑΣΕΙΣ» του 2017 στη σελίδα 6 θα μας θυμίσει εκείνα τα απαράδεκτα που δεν πρέπει επουδενί να ξεχνούμε: «Το χρώμα της σιωπής/ Είναι η σκούρα ώχρα/ Είναι οι πλάκες οι πέτρινες/ Είναι οι ξύλινες τράβες της καστανιάς./ Ο βουβός άνεμος του δάσους/ Το βουβό κύμα/ Οι πυρπολημένες πέτρες της Κανδάνου.»
Στην 8 θα θρηνήσει την κάθε είδους απώλεια: «Μ’ άφησες στην ερημιά/ Τριγύρω ο χορός των κυπαρισσιών/ Τα γυμνά μέλη τους είναι φόβος./ Τώρα η μέρα είναι από γυαλί/ Περπατάς στις άκριες/ Στις μύτες των ποδιών/ Από στιγμή σε στιγμή μη σπάσει/ Ο εύθραυστος κόσμος./ Η απουσία είναι χειμώνας.»
Στην 18 θα αναρωτηθεί ξανά: «Έφυγαν άραγε οι πρόγονοι απ’ το σπίτι;/ Τα αποτυπώματά τους/ Στα χερούλια/ Στο τραπέζι/ Στην βιβλιοθήκη, στο βιολί./ Η μορφή τους είναι υπαινιγμός/ Στις κινήσεις και στα λόγια των παιδιών/ Στις ομιλίες που έχουν ποτίσει τους τοίχους/ Αναδύονται σαν μουσική/ Σαν οσμή/ Σαν βογγητό νερού/ Σαν τραγούδι δάσους./ Σε κάθε γωνιά μια σκιά στέκει.»
Όντως!
Παντού γύρω μας όσα ζήσαμε, όσα νοιώσαμε, ό,τι ονειρευτήκαμε, ό,τι προσδοκήσαμε ή επιθυμήσαμε…
Εδώ κι ο ποιητής να υμνήσει και να μοιραστεί.
Να του ευχηθούμε καλή συνέχεια και στην επόμενη Συλλογή με το καλό!