Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Memories

» Ποιητική συλλογή του Δημήτρη Νικορέτζου
Παραστρατήσαμε φίλοι μου, παραπήρανε αέρα τα μυαλά μας, τον κόσμο όλο πως εξουσιάζουμε πιστέψαμε, παραβλέψαμε το μεγάλο θηρίο, τον σκώληκα, αθάνατοι, λέει, θα γινόμασταν και σφυρίζαμε αλαζονικά.
Kι ο Θεός έβλεπε από ψηλά, κούναγε το κεφάλι, λυπότανε το ανθρώπινο το γένος. Κι απάντεχε. Απάντεχε μπας και ξαναβρούνε τον ίσιο το δρόμο οι Χριστιανοί. Μα τίποτα το καλύτερο. Προς το χειρότερο διαβαίναμε. Και τον βλαστημούσαμε. Τον περιπαίζαμε.
Και τότεσου πια, ο μεγάλος και πάνσοφος Πατέρας, με βαριά καρδιά, αποφάσισε να μας τραβήξει το αυτί με αγάπη μπας και ξαναβρούμε το δρόμο τον σωστό.
Κι έστειλε ετούτο το μικρούτσικο, το βλαβερό και θανατηφόρο μικροοργανισμό που τόνε λένε κορονοϊό (που λένε δεν είναι μικροοργανισμός αλλά μόριο πρωτεΐνης ή κάτι τέτοιο, πού να καταλάβω) και σπέρνει την φρικτή αρρώστια covid-19.
Αγώνας στον αγώνα να τον σταματήσουμε, που όμως, δύσκολα πράματα, δεν είναι εύκολο. Κλειστήκαμε στα σπίτια μας, χάνουμε τη δουλειά μας, χάνουμε λεφτά, μα, Θε μου, δώσε να σωθούνε τα πλάσματά Σου τα αγαπημένα.
Σε τούτο το πέλαος που διαβαίνουμε με σκισμένα πανιά, μια αναλαμπή πρόβαλε στο παναθύρι μου, φως ξεχύθηκε, γιόμισε η κάμαρη, το σπίτι ολάκερο γιόμισε, φεγγοβόλησε.
Ο ταχυδρόμος ήτονε που είχε βροντήξει την πόρτα κι ένα φάκελο μου προσχέρωσε. Το άνοιξα κι ένα ανθισμένο περιβόλι πρόβαλε, με τα απαλά χρώματα τα ταιριαστά και τη γνώση ορθάνοιχτη στο γραφείο απάνω ακουμπισμένα. Κι απόμεινε το φως ολούθε. Και στην ψυχή μου όρμηξε.
Ένα ποίημα. Μια συλλογή από ποιήματα ξεπρόβαλαν κι εκεί μέσα, ένα πρόσχαρο, φιλικό πρόσωπο, μου ‘φερε τις θύμησες σαν το αντάμωσα στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο, ναι, 10 του Οκτώβρη το 2012. Kι αργότερα στη Βατούσα απ’ όπου κι οι δυο καταγόμαστε. Θυμάμαι, γιομάτες ήτονε καρέκλες και διαδρόμοι αλατζαδιαστό ασκέρι ανήσυχο κι ομιλητικό σε διαπασών χαμηλόβαθμη, χαμόγελα, ματιές περίεργες παράξενες και γκριμάτσες εκφραστικές. Ένα σμάρι υπόκωφα βουερό, πολύχρωμο, με κεφάλια ασπρισμένα τα πιότερα που φανερώνανε σύναξη σπάνιας βαρύτητας. Κι εκεί, ίσαμε δέκα μέτρα μπροστά μου, τον ξεχώρισα. Πρόσωπο Αυγουστιάτικη πανσέληνος, χαμογελαστός, φιλικός κι ομιλητικός. Τον θυμήθηκα. Ναι ήταν ο Δημήτρης ο Νικορέτζος.
Το όνομα αυτό τα λέει όλα για όσους καλή σχέση με την ποίηση έχουν.

Χάζευα, λοιπόν, το βιβλίο που μου ‘φερε ο ταχυδρόμος, μια ζάλη με κατέλαβε και «τι δουλειά όμορφη κι αυτή!» μονολόγησα θαμάζοντας.
Κι η ζάλη γίνηκε πυρετός και φως σαν το άνοιξα και διάβασα τον πρόλογό του. ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ. Η επικεφαλίδα ετούτη φωτοβόλησε στο μυαλό μου ένα άλλο μεγάλο όνομα, του Νομπελίστα Έρνεστ Χέμινγουεϊ και το Αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του «Αποχαιρετισμός στα όπλα»: «….Σε μια στιγμή βγήκα έξω κι εγκατέλειψα την κλινική. Και γύρισα στο ξενοδοχείο κάτω από τη βροχή» έτσι τελειώνει ο Χέμινγουεϊ.
«Δρομολογώντας, μετά από είκοσι συναπτά έτη σιωπής, στις ράγες της αμαξοστοιχίας του χρόνου, την ανά χείρας ποιητική συλλογή, θα ήθελα να καταθέσω –όπως το συνηθίζω πάντα, από τη θέση αυτή- τοις… εντευξομένοις τον, ούτως ειπείν, ποιητικό μου απόλογο, διατυπώνοντας σκέψεις, στοχασμούς αλλά και προβληματισμούς γύρω από τον σύγχρονο ποιητικό λόγο…» και έτσι αρχίζει ο Δημήτρης Νικορέτζος τον πρόλογό του.
Τον βαθυστόχαστο πρόλογό του. Μα δεν είναι αυτός πρόλογος. Είναι ένα μάθημα ποιητικό για αρχάριους μα και προχωρημένους.
Είναι μια ιστορία. Η συνοπτική ιστορία της ποίησης παγκοσμίως.
Είναι μια κριτική. Κριτική όχι μιας ποιητικής συλλογής, είναι μια περιληπτική κριτική της παγκόσμιας, θα έλεγα, ποίησης. Είναι ακόμα, μια αυτοκριτική του δικού του έργου, του τόσο σημαντικού. «… μολονότι η ποίηση είναι υποχρεωμένη ν’ ακολουθεί τα κελεύσματα των καιρών και να συντάσσεται σ’ αυτό το κυρίαρχο ¨διακρότημα¨, υπάρχουν ποιητές ―η περίπτωσή μου― που θέλουν την ποίησή τους γερά αγκυροβολημένη στην παράδοση που την έθρεψε. Έτσι η δική μου ποίηση είναι ―ή προσπαθεί να είναι― κάπου ανάμεσα, αν κιόλας αυτό δε θεωρηθεί λογοτεχνική ¨συνθηκολόγηση¨ στην … αντιδικία των δύο ¨σχολών¨ αλλά και στον προσωπικό μου αμφιρρέποντα δισταγμό…».
Ένας πρόλογος γραμμένος από έναν άνθρωπο με τεράστια, κρυστάλλινη μνήμη κι άπειρες, πολύπλευρες, πολυποίκιλες, εμβαθυντικές γνώσεις. Ένα κείμενο πλούσιο, πυκνό και δυσδιάκριτα απλό.
Ολάκερες σελίδες μπορεί να απλωθούνε για τούτον τον πρόλογο. Δεν υποκύπτω στον πειρασμό, μαγνήτης γήινος πανίσχυρος τα ποιήματά του στις κατοπινές σελίδες ξεχύθηκαν και ο νους μου με παρέσερνε στη μάστιγα του κορονοϊού, όταν στο δεύτερο κι όλας ποίημα ξαπόστασα ο οδοιπόρος της ζωής. «Ένα γράμμα στο Θεό» είναι ο τίτλος «Στον κόσμο αυτό τον αιματόβρεχτο// που σκιάζει γκρίζος ουρανός// γραφή θα στείλω στον πανάχραντο// σκουπίδι εγώ του μηδενός. …… Άναρχε συ μεγαλοδύναμε,// πέφτω στα πόδια σου, μ’ ακούς;// δώσε νερό στους αξεδίψαστους// ψωμί στης γης τους νηστικούς….».
Τόσο επίκαιρο, διαχρονικό που με φέρνει πίσω στις όμορφες εποχές με τη χόβολη στο τζάκι και τη γιαγιά με τα παραμύθια. Όλα χαμένα, αφανισμένα στην παγκοσμιοποίηση τη φριχτή. Απομείνανε τα όνειρα που μας χαδεύουν σαν το όνειρο του Δημήτρη Νικορέτζου στο τζάκι. «Σ’ ένα γράμμα παλιό κάποια στάμπα φιλιού// σε ταξίδι χαράς μακρινό μ’ έχει πάρει// σα βραχνή μουσική συντριμμένου βιολιού// που ‘ναι τώρα κουφάρι.// Ήσουν χάρμα! πιο φως κι απ’ το φως της αυγής// κι αν ο νους σε καλεί έχεις τώρα πετάξει// κι ας ζητώ στ’ ουρανού το περβάζι να βγεις// που ‘σουν όλη μετάξι.»
Τι ευαισθησία ψυχικών χορδών εκπέμπεται! πόσος λυρισμός! Πόσοι από μας αλήθεια μπορούν να τον νιώσουν, να ποτιστούν της ψυχής και νου του το απόσταγμα;
Τούτη δω την μηδενιστική εποχή που ολίγοι σκυμμένοι μάχονται για το πνεύμα και την ουσία και οι πολλοί αλαζονικά κομψευόμενοι με ψευδεπίγραφες επιγραφές μας δείχνουν το τίποτα, ναι τούτον τον κύριο Τίποτα, μας τον φέρνει ο ποιητής για να μας συστηθεί .. «—Γεια σας! Να συστηθώ: ο κύριος… Τίποτα// που της κραιπάλης ήπια όλα τα ηδύποτα// σούργελο μ’ έχουν πει— όλοι το ξέρετε// μα να σε λεν τρελό δεν υποφέρεται. /// —Γεια σας! είμ’ ο γνωστός ο κύριος … Τίποτα// που ξέρω καθενός κρυφά κι ανείπωτα// παντού αστείος κλόουν, υποκλίνομαι// κι ίδιος με σας ανδρείκελο να γίνομαι…. …///—Το ξέρω, λέτε: «Κόφ’ το κύριε… Τίποτα» να μας μιλάς γι ανείπωτα κι ηδύποτα.// Πλήρως, νομίζω, φίλοι σας συστήθηκα// για να σας πω του κόσμου όλα τ’ ανήθικα»
Ετούτα ολόγυρα σαν θωρώ, μια απογοήτεψη με κατακλύζει «προς πού διαβαίνουμε» σκέφτομαι με λυγμούς, κι έρχεται ο ποιητής να με ταρακουνήσει. Βιάσου, να το φως… «Βιάσου! Κι είν’ η νύχτα ραντισμένη μ’ άστρα// που μ’ αχτίδες λούζει τον ξανθό γιαλό// το φεγγάρι να το, σ’ ώρα αναγελάστρα,// το θωρώ τ’ αψήλου και παραμιλώ. //// Βιάσου! Μην κιοτεύεις κι αν λυγάς ορθώσου// το κρυφό για να ‘βρεις φως που λαχταράς// όπου να ‘ναι πλέριο φτάνει στ’ όνειρό σου// μάγιο να σου φέρει τ’ άστρο της χαράς.»
Κι απρόσμενα, ξεχνιέμαι κι έρχεται στο νου μου και θρηνώ της μάνας το γλυκό το νανούρισμα, …τότε, μωρό σαν ήμουνα, αναλογίζεσαι φίλε αναγνώστη αυτό το νάνι- νάνι… αυτό που, ο ποιητής, ο Δημήτρης Νικορέτζος, αντιστρέφοντας τους ρόλους αφιερώνει στη νεκρή μάνα του τη Βατουσιανή, χρόνια πολλά φευγάτη. Είναι, ό,τι ωραιότερο και σπαραχτικότερο στην ποίηση έχω διαβάσει. Λάτε μαζί μου στη σελίδα 52 …Ποιο τραγούδι να γράψω για σένα, μαμά,// πάνε χρόνια που μ’ έχεις ξεχάσει// αχ και να ‘μουν παιδί στο πλευρό σου σιμά// των ματιών η βροχή να κοπάσει… //// Ποιο σκοπό στη γιορτή σου να πλέξω, μαμά,// δε ρωτάς το μικρό σου τι κάνει// τώρα που ‘ναι τ’ αστέρια του κόσμου χλωμά// ποια καρδιά θα μου πει νάνι, νάνι… //// Τώρα γέρος, στο στίχο σε ψάχνω, μαμά,// έτσι ωραία και νια ―για στοχάσου!―// η καρδιά φυλαχτό στο λαιμό σε κρεμά// και ζητά να κουρνιάσει κοντά σου. //// Στην αυλή μας χιονιάς, μανιασμένος χυμά// και πουλιά δε λαλούν παραδείσια// κι εσύ δίχως φωτιά, θα κρυώνεις, μαμά,// μοναχή στα ψηλά κυπαρίσσια… //// Να σε φέρω, βαρκάρης, δεν έχω κουπιά// φοβερό του βοριά το δρεπάνι,// το μικρό σου πουλί τ’ απαρνήθηκες πια,// νάνι, νάνι, μαμά: νάνι, νάνι…
Τι σοφές, καλοζυγιασμένες και μαστορικάτα αρμολογημένες ποιητικά λέξεις κι αλήθειες φίλοι μου!. Μόναχα ένας καταξιωμένος ποιητής σαν το Δημήτρη Νικορέτζο θα μπορούσε ένα τέτοιο οικοδόμημα να παραδώσει προικοδότημα αιώνιο στον άνθρωπο. Σε κάθε άνθρωπο. Σε σένα και σε μένα.
Για τούτο κι ευχαριστούμε σε, πολύτιμε φίλε πρωτολάτη. Μα μη βιάζεσαι. Σε θέλουμε κι άλλα διαμαντάκια να μας δωρίζεις χαρισματικέ ποιητή και λογοπλάστη Δημήτρη Νικορέτζο.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα