[…] Μετά ένα μήνα πεζοπορία φθάσαμε εις την Κλεισούρα βράδυ. Σκοτίδι, δεν άκουγες παρά μόνο μουγκρητό. Aλλος το πόδι, άλλος χέρια. Μείναμε κείνο το βράδυ εκεί. Εγώ έστρωσα κλαδιά εις ένα ρυάκι που έτρεχε νερό και εκοιμήθηκα. Το άλλο βράδυ τραβήξαμε εις τα υψόμετρα Τρεμπεσίνα. Εκατασκηνώσαμεν εκεί και μάς τρέλαναν με τους βομβαρδισμούς. Δεν είχαμε τίποτα να φάμε. Εγώ τέσσερις μέρες δεν έβαλα τίποτα εις το στόμα μου παρά μόνο χιόνι. Συνάντησα κάποιον χωριανό λοχαγόν που έκανε διανομή γαλέτας, μα δε μου έδωσε.
Με πήγαινε αίμα. Eνα βράδυ κατά τις 11 μάς πήρε ένας ανθυπολοχαγός να πάμε εις το προκεχωρημένο φυλάκιο με υψόμετρο 2500 μ. Εβαδίζαμε εις τα σκοτεινά. Ο ανθυπολοχαγός ήτο πολύ δειλός και δεν επροχώρα. Εμπρός υπήρχε μεγάλη ανεμοθύελλα και χιόνι περίπου 3-4 μέτρα. Μετά μεγάλη ταλαιπωρία φθάσαμε. Βρήκαμε εκεί ένα ταγματάρχη μέσα σε ένα αντίσκηνο που σε 10 λεπτά έπρεπε να το ξεχιονίσει. Δυστυχώς δεν μπορέσαμε να κάνουμε τίποτε. Οι Ιταλοί ήταν από δίπλα, αλλά ήταν τόσο δυνατός ο αέρας που ήταν όλα αδύνατα. Εγυρίσαμε πίσω αλλά μες στα όλα. Εκαρφώναμε μες στο χιόνι. Δεν ημπορούσαμε να βαδίσομε. Μας είπε ο αξιωματικός να κόβομε το χιόνι, να κάνουμε σκαλοπάτια, αλλά αυτό χωρίς αποτέλεσμα. Εγώ έτυχε να μείνω τελευταίος. Είχα βουτήξει μέχρι τη μέση εις το χιόνι. Εφώναζα αλλά ποιός να με βοηθήσει; Στην απελπισία μου, εδίπλαρα το σώμα μου και καθώς ήταν κατήφορος κατόρθωσα να φτάσω παρακάτω. Με περίμενε ένας συνάδελφος και εγυρίσαμε πίσω.
Φύγαμε από εκεί πήγαμε εις ένα χωριό, Πορκοράνη. Πιο πάνω έμενε η Μεραρχία σε μια σπηλιά που εμείς πηγαίναμε την ημέρα. Την νύχτα μέναμε εις το χωριό, αλλά εκοιμόμαστε μες στις λάσπες. Εγώ έπαθα κρυοπαγήματα. Πήγα στον γιατρό και δεν μου έδωσε τίποτα. Εγώ δεν ημπορούσα να κινηθώ καθόλου […].
Εις το διπλανό χωριό βρήκα τον γιατρό που αυτός έδωσε ενδιαφέρο. Μου έδωσε φάρμακο, ειδικό σαπούνι κι έτσι κατόρθωσα να γίνω καλά. Μια μέρα ήλθον τα αεροπλάνα και εβομβάρδισαν το χωριό. Δεν υπήρχε κανείς παρά μόνο εγώ. Δεν έμεινε τίποτα, μαγειρεία, αποθήκες. Εγώ επρόλαβα, κρύφτηκα πίσω από έναν τοίχο. Δεν έπαθα σχεδόν τίποτα. Μετά λίγες μέρες πήγα και εγώ εις τη σπηλιά με δυο συναδέλφους αλλά εδιαφωνήσαμε από ποιά μεριά να πάμε. Εγώ πήγα από όπου ήθελα. Μόλις έφθασα εις την σπηλιά φέρνανε βαριά τραυματίες. Χέρια, πόδια… Μη φανταστείτε τις ψείρες που είχαμεν…
Και ας αφήσομεν τώρα όλα, ας πάμε εις τη οπιστοχώρηση. Ξαφνικά μαθαίνομε πως οπιστοχωρούμε. Εμείς με τον λόχο μας οπιστοχωρούμε κανονικά και συγκεντρωμένα, μέχρι από Γιάννενα κοντά. Είχαμε σταματήσει λίγο να ξεκουραστούμε, να μαγερέψουμε να φάμε. Ετοιμαζόμαστε να μαγερέψουμε αλλά εκείνη την ώρα ήλθαν δυο ιππείς και μας είπαν όσο μπορούμε να τρέχομε. Εκεί μας υποχρέωσαν και αφήσαμε τα όπλα. Περάσαμε από πολλά μέρη, Μεσολόγγι, Ναύπακτος. Περάσαμε εις τον Ψαθόπυργον. Εκεί συνάντησα και τον μακαρίτη αδελφό μου Μ. Μάς διέσπασαν εις την Πελοπόννησον. Εμάς, με άλλους, με τον αδελφό μου, μας πήγαν εις τα Κρέσταινα Ηλείας […]
Σημείωση: Κάποια αποσπάσματα απ’ τη “βιογραφία” του πατέρα μου Θεοκλή Αντ. Κακατσάκη (το μεγαλύτερο μέρος της αναφέρεται στον πόλεμο του 1940) πέρυσι, παραμονή της 28ης Οκτωβρίου. Κάποια αποσπάσματα από ένα άλλο γραφτό του για τον πόλεμο εκείνο (το έγραψε το 1975 σε ηλικία 66 ετών) εφέτος, προπαραμονή της Εθνικής μας επετείου. Δίχως καμιά “κορώνα” κι αυτό το γραφτό του. Το ίδιο λιτό ύφος, ο ίδιος μικροπερίοδος απαρτισμένος λόγος. Εντάξει, διόρθωσα τα ορθογραφικά λάθη κι έβαλα τις τελείες, όπου τις ήθελες, πατέρα!