Το σημείωμα αφιερώνεται σε μια Χανιώτισσα μάνα που αψήφησε το κλίμα τρομοκρατίας στο κέντρο της Αθήνας το Νοέμβρη του ’73.
Μια μάνα βγήκε στο δρόμο, σπάζοντας πρώτη, το τείχος της σιωπής στα Εξάρχεια. Βγήκε στο δρόμο για να μαζέψει τρόφιμα, φάρμακα κι ό,τι άλλο μπορούσε. Ανταποκρίθηκε αμέσως στις εκκλήσεις του ραδιοφωνικού σταθμού των φοιτητών, των ελεύθερων πολιορκημένων. «Είναι για τα παιδιά» έλεγε.
Γρήγορα μαθεύτηκε στη γειτονιά πως μια Κρητικιά μαζεύει τρόφιμα. Το θυρωρείο της πολυκατοικίας της γέμισε τσάντες. Τσάντες που έφερναν άνθρωποι απλοί, του λαού. Πρόσφεραν από το υστέρημα τους, χωρίς υστεροβουλία.
Κι η μάνα σαν άλλη Ηπειρώτισσα τις μετέφερε με κίνδυνο της ζωής της στη μαιευτική κλινική στο δρόμο πίσω από το Πολυτεχνείο.
Από την ταράτσα της κλινικής έβρισκαν τον δρόμο τους μέσα στον χώρο του Πολυτεχνείου.
Κάθε διαδρομή της, ένας Γολγοθάς. Σωματικός και ψυχικός.
Όσο έπεφτε το σκοτάδι οι δυσκολίες γίνονται ανυπέρβλητες.
Οι προφάσεις που έβρισκε για να περνά τα μπλόκα, δεν γινόταν πια πιστευτές. «Γεννάει η κόρη μου» τους έλεγε.
Αργότερα η νύχτα κι ο φόβος βάρυναν την ατμόσφαιρα και τις καρδιές. Κάθε πρόσβαση στο Πολυτεχνείο αποκλείστηκε.
Η μάνα δεν είχε άλλη επιλογή. Πήρε την ανηφοριά και γύρισε σπίτι της πίσω από την πλατεία Εξαρχείων.
Πόδια, καρδιά βαριά.
Έμεινε άγρυπνη, συντροφιά με την αγωνία και το φόβο. Αγωνιούσε η μάνα για τα παιδιά και για το γιο της, το φοιτητή, που ήταν κλεισμένος, πολιορκημένος στο Πολυτεχνείο.
Αργά τη νύχτα οι ηρωικοί κολασμένοι, βγήκαν άοπλοι από το Μεσολόγγι τους. Έτρεχαν σαν κυνηγημένα πουλιά να βρουν καταφύγιο. Ο φόβος κρατούσε πολλές πόρτες κλειστές στο κέντρο.
Η Κρητικιά μάνα τόλμησε κι άνοιξε την πόρτα του μικρού ισόγειου διαμερίσματος της.
Ήρθαν παιδιά νέα, αμούστακα, φοιτητές πληγωμένοι από σφαίρες Ελλήνων αδελφών τους.
Δεν τους γνώριζε. Όμως, ήταν όλοι φοιτητές με άγνωστο όνομα μα γνωστή ταυτότητα.
Ήταν όλοι συναγωνιστές του γιου της.
Φωτίστηκε το λιτό τριαράκι της με λεβεντιά κι αντίσταση. Τα περιποιήθηκε τα παιδιά όπως μπόρεσε.
Κι αυτά της συμπαραστάθηκαν στην αγωνία της.
Στην αγωνία μιας μάνας που έβλεπε το γιο της να απουσιάζει από το προσκλητήριο.
Κι άκουγε η χήρα μάνα για νέους που πέφτανε λαβωμένοι στους γύρω δρόμους και σε εισόδους πολυκατοικιών.
Λαβωμένοι από ελεύθερους σκοπευτές και πολυβόλα.
Λαβωμένοι από βόλια Ελληνικά.
Η αγωνία της κράτησε μέχρι το γλυκοχάραμα, όταν της τηλεφώνησε ο γιός της, 5ετής φοιτητής της Ιατρικής.
«Μάνα, είμαι καλά. Μόλις μπορέσω θα έλθω».
Είχε βρει κι αυτός καταφύγιο σε ένα διαμέρισμα, περνώντας με σχοινιά από ταράτσα σε ταράτσα, με άλλους δέκα.
Ανάσανε η μάνα, ξαστέρωσε η καρδιά της.
Καιρός πολύς πέρασε από τότε. Κι όμως εκεί στην εξώπορτα του φτωχικού διαμερίσματος στα Εξάρχεια κάτι έμεινε ανεξίτηλο.
Το σημάδι από το ματωμένο μπράτσο ενός φοιτητή που έγειρε πάνω της έκανε χρόνια να σβήσει.
Για να θυμόμαστε.
Και τη θυμούνται οι φοιτητές που κατέφυγαν κείνο το βράδυ στο φτωχικό της. Όπως θυμούνται κι όλες τις μανάδες που άνοιξαν την αγκαλιά τους και τους δέχτηκαν σαν δικά τους παιδιά στους γύρω δρόμους.
Ένας από τους κυνηγημένους φοιτητές εκείνης της βραδιάς την έψαξε και τη βρήκε.
Ήταν τέλη της δεκαετίας 1970. Τα παιδιά της είχαν τελειώσει τις σπουδές τους κι αυτή είχε επιστρέψει στο σπίτι της, στο Κουμ Καπί.
Όταν κτύπησε το κουδούνι της δεν αναγνώρισε το παλληκάρι που της χαμογελούσε. Ήταν ο νεαρός που τραυματίας τότε σημάδεψε με το αίμα του την πόρτα του διαμερίσματος της.
«Κυρία Ευαγγελία πήγα στην Ερεσού και δεν σε βρήκα»
Ευτυχώς, μια γειτόνισσα μου έδωσε τη διεύθυνση σου.
Ήρθα στα Χανιά να σου πω το ευχαριστώ της ζωής μου», της είπε δακρυσμένος.
Λάμψανε και βούρκωσαν τα γκρίζα μάτια της κας Ευαγγελίας. Μια αγκαλιά τον έκανε σαν να ήτανε παιδί της.
Πώς δεν τη χάσαμε τότε από τη συγκίνηση…
Αργότερα μας έδειχνε με καμάρι τα λουλούδια που της έφερε ένα από τα παιδιά της.
Επίλογος – Παρακαταθήκη
• Την επόμενη μέρα η ανάγκη να θυμόμαστε τους ανώνυμους αγωνιστές της 17ης Νοεμβρίου είναι επιτακτική.
• Γνωρίζουμε ότι λαοί που τιμούν την ιστορία τους έχουν αξιοπρέπεια και γενναιότητα να αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους σαν αυτόνομα άτομα.
• Η συλλογική μνήμη για την ιστορία μας δημιουργεί κρίκους ελπίδας, αυτογνωσίας και συμπόνιας. Όλα απαραίτητα για την πρόοδο μας.
Βραβεύτηκε -κι αναγνώστηκε- το 1979 στον Διαγωνισμό για το Πολυτεχνείο του Συλλόγου Φιλολόγων Χανίων. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στη στήλη στις 15 Νοεμβρίου 1999.