«Hμουν στο σχολείο μου στον Γαλατά και ακούγαμε τις καμπάνες να παίζουν. Παραξενεύτηκε ο δάσκαλος και είπε σε ένα παιδί να βγει και να πάει να ρωτήσει τι συμβαίνει. Γυρίζει μετά από λίγο το παιδί και λέει μας κήρυξαν οι Ιταλοί τον πόλεμο. Αντί να μας δώσει ο δάσκαλος λίγο κουράγιο μας λέει, τώρα θα φύγουν τα αδέλφια σας, θα φύγουν οι πατεράδες σας για τον πόλεμο» θυμάται η κα Βέρα Ταπεινάκη-Μιχαηλάκη, γεννηθείσα το 1929, που τον Οκτώβρη του 1940 ήταν 11 ετών!
Τρέχει η μαμά μου να ανοίξει, σηκωθήκαμε εμείς, ανοίγει η πόρτα και βλέπουμε ένα άνθρωπο ρακένδυτο, αξύριστο, με πληγές στα πόδια σε πολύ άσχημη κατάσταση. “Μανώλη ζεις!” ακούμε τη μάνα μας να λέει και καταλάβαμε ότι είναι ο μπαμπάς μας.
Μπορεί τα χρόνια να έχουν περάσει αλλά η μνήμη της κας Βέρας παραμένει ισχυρή. Λίγες ημέρες μετά παίρνει το χαρτί της επιστράτευσης και ο πατέρας της Μανώλης Ταπεινάκης. Αφήνει πίσω του μια γυναίκα και τέσσερα ανήλικα παιδιά. «Χωρίς περιουσία, χωρίς δουλειά πως να ζήσουμε; Στο “Καβούσι” επειδή υπήρχε μια βρύση είχε στρατοπεδεύσει ένας λόχος Κυπρίων που είχαν έλθει με τον Αγγλικό στρατό και πηγαίναμε εμείς παιδιά με τα καραβανάκια και μας έδιναν γάλα και ό,τι είχαν μαγειρέψει. Αυτά και χόρτα από τα χωράφια και ό,τι μπορούσε να μαζέψει η μάνα μου… Δυστυχία και φτώχεια» λέει η συνομιλήτρια μας.
Με τον πόλεμο στα βουνά της Αλβανίας να έχει φτάσει στην κορύφωση του, καταφτάνουν και οι ειδήσεις για τους πρώτους νεκρούς
«Ερχονταν οι ειδήσεις ότι σκοτώθηκε το τάδε παιδί τη μια μέρα, το τάδε την άλλη, σκοτώθηκε και ένα ξαδελφάκι μου Ταπεινάκη και αυτό από το Σταλό. Έπαιζε η καμπάνα και μαζεύονταν όλο το χωριό στο σπίτι του θύματος για να συλλυπηθεί και να στηρίξει την οικογένεια. Ο κόσμος τότε πενθούσε πολύ τους νεκρούς και είχε ανάγκη στήριξης» αναφέρει η κ. Ταπεινάκη.
Με την κατάρρευση του μετώπου οι φαντάροι της Κρήτης χρειάσθηκε να οπισθοχωρήσουν εκατοντάδες χιλιόμετρα με τα πόδια. «Ο πατέρας μου έφτασε σε ένα χωριό την Ελιά και μαζί με άλλους στρατιώτες ζήτησαν από ένα καϊκτσή να τους φέρει στην Κρήτη και αυτοί του έδωσαν τις χλαίνες, τα σακάκια τα στρατιωτικά. Τους έφερε στη Γραμβούσα και ένα ωραίο πρωί ακούμε το κτύπημα της πόρτας μας, κάτι ασυνήθιστο. Τρέχει η μαμά μου να ανοίξει, σηκωθήκαμε εμείς, ανοίγει η πόρτα και βλέπουμε ένα άνθρωπο ρακένδυτο, αξύριστο, με πληγές στα πόδια σε πολύ άσχημη κατάσταση. “Μανώλη ζεις!” ακούμε τη μάνα μας να λέει και καταλάβαμε ότι είναι ο μπαμπάς μας. Φανταστείτε πόσα χιλιόμετρα είχε διανύσει, πόσο είχε κινδυνεύσει από τους πολυβολισμούς και τους βομβαρδισμούς των αεροπλάνων…».
ZΩΝΤΑΣ ΤΗ ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΓΑΛΑΤΑ
Μένοντας μόνιμα στο Γαλατά η κα Βέρα έζησε από κοντά τη μάχη της Κρήτης και ιδιαίτερα την πιο σκληρή σύγκρουση αυτή για την κατάληψη του χωριού της. «Βομβάρδιζαν για μέρες οι Γερμανοί και την 20η Μαΐου μιλιούνια τα αεροπλάνα στον ουρανό. Οι άνδρες του χωριού και ο πατέρας μου πρώτος, κινητοποιήθηκαν, για πότε μάζεψαν όπλα, για πότε βρήκαν μετερίζια. Μέσα στις αρκαλότρυπες εχώνονταν και ξάμωναν τους Γερμανούς που έπεφταν από ψηλά. Η περιοχή από το Γαλατά μέχρι το Καλαμάκι λέγονταν “Μανδηλαρά” και ήταν γεμάτη αμπέλια. Πόσες χιλιάδες είχαν πέσει με τα αλεξίπτωτα αλλά οι δικοί μας στο καθήκον. Και μόνο οι άνδρες; Οι γυναίκες όλες τους μετέφεραν πυρομαχικά και τρόφιμα. Εμείς τα παιδιά παίρναμε το φαγητό από τις μανάδες και τις 8 ημέρες των μαχών, παξιμάδια, ελιές, τυρί και τα αφήναμε σε συγκεκριμένο σημείο, στις “ Φιλίπαινας την χονδροελιά”. Μέσα στην κουφάλα αφήναμε τα κατσαρολικά με το φαγητό και φεύγαμε και έρχονταν μετά οι άνδρες και έτρωγαν για να μην φανερώσουν τα σημεία όπου κρύβονταν» σημειώνει.
Η οικογένεια της κας Βέρας δεν βγήκε αλώβητη από τον σκληρό πόλεμο. Ο μόλις 7 ετών αδελφός της Γιάννης σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια βομβαρδισμού και ενώ ήταν στο καταφύγιο του χωριού, ενώ πολύ σοβαρά τραυματίσθηκε από βλήμα η αδελφή της Δέσποινα στο πρόσωπο. Η ίδια όμως και η μεγάλη της αδελφή Άννα έμειναν στην ιστορία καθώς λίγους μήνες μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους ναζί πήγαιναν καθημερινά στο στρατόπεδο αιχμαλώτων των Αγ. Αποστόλων και έδιναν κρυφά στους συμμάχους που κρατούνταν εκεί ό,τι φαγητό έβρισκαν στους εγκαταλελειμμένους καταυλισμούς.
«Βλέπαμε τα απελπισμένα πρόσωπα τους γιατί το φαγητό που τους έδιναν ήταν λιγοστό. Κουνούσαν τα χέρια τους ζητώντας βοήθεια. Ο πατέρας μας ήταν αυτός που μας προέτρεψε να βοηθήσουμε γιατί ως παιδιά δεν κινούσαμε υποψίες. Ο πατέρας μας μάζευε παξιμάδια, γάλα, ψωμί, ελιές αλλά και σαπούνια και οδοντόκρεμες από τους εγκαταλελειμμένους καταυλισμούς των Αγγλων. Τα βάζαμε σε πανιά και τα δέναμε σε καλάμια με την βοήθεια των οποίων τα περνούσαμε πάνω από τα συρματοπλέγματα μέσα στο στρατόπεδο» σημειώνει η κα Βέρα. Αυτό συνέβαινε για πολύ καιρό μέχρι που μια μέρα ένας Γερμανός σκοπός της αντιλήφθηκε. Η Βέρα πρόλαβε να κρυφτεί όχι όμως και η Αννα! «Αρχισε να με κτυπάει με το κοντάκι του όπλου και να με γυρίζει γύρω-γύρω. Βλέποντας τον Γερμανό να με κτυπάει οι αιχμάλωτοι αντέδρασαν. Αρχισαν να να τον αποδοκιμάζουν να φωνάζουν “ου, ου, ου”. Τότε ο Γερμανός με αφήνει και πιάνει μια μεγάλη πέτρα και την πετάει προς το μέρος τους. Πρόλαβα να φύγω» είχε πει στα “Χ.Ν.” παλαιότερα η Αννα Ταπεινάκη-Λουπασάκη.
Αρκετοί από αυτούς τους αιχμαλώτους και πολλοί άλλοι που προσπαθώντας να αποδράσουν για τη Μέση Ανατολή πέρασαν από το σπίτι των Ταπεινάκηδων, τους δόθηκαν ρούχα και φαγητό και οδηγήθηκαν προς το βουνό, πέρασαν ξανά μετά τον πόλεμο. Τελευταίος ο Αλφ Σμίθαρντ, που τις συνάντησε τον Μάιο του 2004 63 χρόνια μετά. Πάντα όλα αυτά τα χρόνια αναζητούσε τα δύο κοριτσάκια που με κίνδυνο της ζωή τους, τους έφερναν φαγητό στην αιχμαλωσία…