Βρέθηκα στα Χανιά στο απόγειο της κρίσης πριν από 4,5 χρόνια, τον Ιανουάριο του 2012, προερχόμενος από τον γειτονικό νομό του Ρεθύμνου. Ορκίστηκα Σχολικός Σύμβουλος στα μέσα του καυτού εκείνου μήνα. Μου έμελε να γίνω συνταξιούχος από την πρώτη τρέχοντος μηνός, από τον νομό από τον οποίο και είχα ξεκινήσει την καριέρα μου, στο μονοθέσιο Σχολείο του Μελιδονίου Αποκορώνου με τα εννέα τότε μαθητούδια μου.
Το 2012 που ήρθα στα Χανιά ήταν η χρονιά με τις δίδυμες εκλογές και τους αλλεπάλληλους προπηλακισμούς. Μέσα στους προπηλακιζόμενους ήταν ασφαλώς και τα σχολεία και οι εκπαιδευτικοί μας, εκπαιδευτικοί οι οποίοι στην πλειοψηφία τους φοβούνταν ότι ανά πάσα στιγμή κάποιος «δυσαρεστημένος» γονέας θα τους έκανε καταγγελία για χίλιους λόγους, ότι θα ακολουθούσε διοικητική εξέταση και ότι θα έχαναν τη δουλειά τους μέχρι τουλάχιστον να τελεσιδικούσε η υπόθεση. Αντιμετώπισα εν τω γενέσθαι εύκολες και δύσκολες καταστάσεις και συχνά χρειάστηκε να αρθρογραφήσω για να τους υπερασπιστώ. Για παράδειγμα λίγους μήνες μετά την ορκωμοσία μου χρειάστηκε να δημοσιεύσω ένα μεγάλο άρθρο με τον τίτλο “Μην πυροβολείτε το σχολείο και τον δάσκαλο”, στο οποίο κατέληγα: «Συμμερίζομαι την πίκρα και την αγανάκτηση της ευρύτερης κοινωνίας και ειδικότερα των γονέων των μαθητών μας για τη μείωση του εισοδήματός τους. Είμαι κι εγώ ένας από αυτούς, έχω παιδί στο σχολείο και έχω χάσει το ένα τρίτο των απολαβών μου μέσα σ’ ένα χρόνο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι επιτρέπω στον εαυτό μου να ξεσπά επί δικαίων και αδίκων… Πυροβολώντας τη δασκάλα του παιδιού μας δεν είναι τόσο ότι της κάνουμε ζημιά, όσο κι αν την στεναχωρήσουμε. Κατηγορώντας την στο παιδί μας κάνουμε το λάθος που κάνουν οι χωρισμένοι γονείς, κατηγορώντας ο ένας τον άλλο στα παιδιά τους. Η οργή δεν τους αφήνει να δουν ότι τελικά ο θιγόμενος δεν είναι ο/η τέως σύζυγος, αλλά τα ίδια τους τα παιδιά, των οποίων και υπονομεύουν τη συναισθηματική σταθερότητα και μέλλον».
Την ίδια αντίληψη προσπάθησα να περάσω και στους 21 διευθυντές και προϊσταμένους των σχολείων της 2ης Περιφέρειας την οποία υπηρέτησα επί 4,5 χρόνια. Εν μέσω παροξυσμού της κρίσης, οικονομικής και κοινωνικής, προσπάθησα να τους δώσω να καταλάβουν ότι στο χέρι μας ήταν να κρατήσουμε τα σχολεία ανοιχτά και μάλιστα όχι απλώς ανοιχτά αλλά και ψηλά στη συνείδηση της κοινωνίας. Hταν καταπτοημένοι οι περισσότεροι από την τότε κατάσταση, φοβούμενοι ακόμα και να εκφράσουν τη γνώμη τους για καυτά εκπαιδευτικά θέματα. Θυμάμαι, αξέχαστα, την ερώτηση από συναδέλφους, όταν είχα επισκεφθεί το σχολείο τους, αν δηλαδή θα εξέφραζα γνώμη για την επιχειρούμενη τότε αξιολόγησή μας των εκπαιδευτικών, στον δημόσιο διάλογο για το θέμα που είχε ανοίξει το Υπουργείο Παιδείας. Hταν τότε που οι συνδικαλιστές του κλάδου μας προπαγάνδιζαν την άρνηση συμμετοχής, με το αιτιολογικό ότι η διαδικασία δεν εξασφάλιζε την ανωνυμία μας. Hταν τότε που δήλωσα ότι δεν θα συμμετείχα, όμως για τον ακριβώς αντίθετο από τον προβαλλόμενο από αυτούς λόγο, επειδή δηλαδή απαιτούσα να αντιμετωπίζομαι, τόσο εγώ όσο και οι συνάδελφοί μου, ως υπεύθυνοι πολίτες, στους οποίους η κοινωνία είχε εμπιστευτεί τα παιδιά της, και όχι ως ανώνυμοι δασκαλίσκοι, που φοβούνται ακόμη και να εκφράσουν την γνώμη τους.
Το ίδιο έγινε και αργότερα, όταν κληθήκαμε να αξιολογήσουμε τους διευθυντές των σχολικών μονάδων. Σεμνύνομαι ότι υπήρξα ένας από τους ελάχιστους -δύο- Συμβούλους στην Κρήτη που είχαμε το θάρρος να διακηρύξουμε ότι εκείνη η αξιολόγηση δεν μπορούσε να έχει μέλλον, για τέσσερις τουλάχιστον λόγους. Τελικά δικαιωθήκαμε και σήμερα θα μπορούσα να καταθέσω δεκατέσσερις, με την εμπειρία της εφαρμογής της. Oταν όμως, παρ’ όλη τη διαφωνία μου, κλήθηκα να αξιολογήσω την συντριπτική πλειοψηφία των διευθυντών που συμμετείχαν στη διαδικασία (υπήρξαν και οι σχετικές εξαιρέσεις), τότε δεν επέτρεψα στον εαυτό μου να πάρω μέρος και στον επιχειρούμενο ευτελισμό της κρίσης, με την αναγνώριση δήθεν βεβαιώσεων και πτυχίων από “μαγαζάκια” που είχαν στηθεί γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, για την παροχή δηλαδή ψευδώνυμων τίτλων.
Κι όμως σήμερα, δύο χρόνια από τότε, είμαι περήφανος για τα σχολεία και τους εκπαιδευτικούς που είχα την τιμή να καθοδηγώ παιδαγωγικά και επιστημονικά και που αποχαιρέτησα συνταξιοδοτούμενος. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία αποτελούν οάσεις γραμμάτων και πολιτισμού μέσα στις κοινωνίες στις οποίες λειτουργούν. Σκέφτομαι αίφνης τις έντυπες εκδόσεις αλλά και τις βραβεύσεις στις θετικές επιστήμες του 12ου Δημοτικού Σχολείου Χανίων. Σκέφτομαι την παιδαγωγική ατμόσφαιρα που επικρατεί στο 16ο Σχολείο, το μοναδικό διαπολιτισμικό της πόλης, και τα υψηλά επίπεδα στα οποία έχει ανεβάσει το πρόγραμμα Erasmus στο οποίο συμμετέχει. Κι ακόμα δεν ξεχνώ τη χαρά με την οποία η διευθύντρια του 17ου Σχολείου μου είχε αναγγείλει την ένταξη ενός ακόμα κοριτσιού Ρομά σ’ αυτό αλλά και τις ατελείωτες -ακόμη και βραδινές- συναντήσεις που είχαμε με τον σύλλογο διδασκόντων προκειμένου να μπορέσουμε να υποστηρίξουμε παιδαγωγικά μια εξαιρετικά δύσκολη περίπτωση μαθητή. Δεν ξεχνώ επίσης τις δυσκολίες που είχαμε σ’ ένα ακόμα Σχολείο, στο 18ο Χανίων, από τα παιδιά της εγκατάλειψης που φιλοξενούνταν σ’ ένα διπλανό ίδρυμα αλλά και τις όμορφες στιγμές που ζήσαμε στη συνέχεια, ιδιαίτερα με το ευρωπαϊκό πρόγραμμα στο οποίο το Σχολείο συμμετείχε. Και δεν θα λησμονήσω την ηρεμία που αισθανόμουν κάθε φορά που έκανα επίσκεψη και είχα παιδαγωγική συνεδρία στο Δημοτικό Σχολείο Τσικαλαριών, ένα σχολείο γειτονιάς, μικρού σχετικά μεγέθους, όσου όμως ακριβώς μεγέθους θα έπρεπε να είναι όλα τα αστικά σχολεία, και όχι «μικρές Γκράβες», στις οποίες τείνουν τα περισσότερα να εξελιχθούν.
Με τα ίδια συναισθήματα υπερηφάνειας αποχαιρετώ και τα Σουδιανά σχολεία: το 1ο Δημοτικό Σούδας για την πρωτοβουλία του να εντάξει στη γενική αγωγή παιδιά προερχόμενα από την ειδική, το 2ο Σχολείο για τα υψηλά επίπεδα λειτουργίας του σε μια όχι ευνοημένη οικονομικά γειτονιά και το Δημοτικό Σχολείο του Ναυστάθμου για το πλήθος των σχολικών και εξωσχολικών δραστηριοτήτων του και ιδιαίτερα για την καλλιτεχνική διάσταση την οποία δίνει στη γνώση που προσφέρει στους μαθητές. Δεν θα ξεχάσω επίσης ποτέ την παιδαγωγική αντιμετώπιση του προσωπικού του Δημοτικού Σχολείου Καλυβών σε ένα πολύ δύσκολο περιστατικό αλλά και το γεγονός ότι δέχτηκαν να μας το παρουσιάσουν σε σχετική ημερίδα, με τα λάθη και τα επιτεύγματα τής αντιμετώπισής του. Περήφανος θα είμαι και για το Σχολείο του Νιου Χωριού, για το σύνολο του προσωπικού του και ιδιαίτερα για τους τρεις διευθυντές με τους οποίους είχα τη χαρά να συνεργαστώ. Το ίδιο και για εκείνο του Βάμου, ένα εν τη πράξει διαπολιτισμικό σχολείο, που έχει την τύχη να εκπαιδεύει τη νεολαία όχι μόνο της κωμόπολης αλλά και 14 άλλων οικισμών της ευρύτερης περιοχής του Αποκορώνου.
Πιο πέρα, από τις Βρύσες, οι οποίες μας είχαν επιφυλάξει κάποιες δυσκολίες, θα κρατήσω την τελική εικόνα της εύρυθμης λειτουργίας, σ’ ένα πρότυπο κτηριακό περιβάλλον, αλλά και την ανεκπλήρωτη επιθυμία μου να λειτουργήσει ως εργαστηριακός χώρος φυσικών η ειδικά κατασκευασμένη για τον σκοπό αυτό αίθουσα. Παραδίπλα, από το Σχολείο της Γεωργιούπολης θα κρατήσω στη μνήμη μου τη βοήθεια που του προσφέρει ο εξαιρετικός Σύλλογος Γονέων αλλά και την πολύ πρόσφατη επιτυχία της ίδρυσης Τμήματος Ένταξης σ’ αυτό. Την ίδια χαρά ζήσαμε πρόσφατα και με το Δημοτικό Σχολείο Κουρνά, το οποίο λειτουργεί τα τελευταία χρόνια ως ένα άλλο “Σχολείο Φουρφουρά”, με τις καινοτομίες που προωθεί. Εκεί κοντά, το Σχολείο του Εμπρόσνερου θα εξακολουθήσει να δίνει μάχες για την επιβίωσή του ως διθέσιο, όπως άλλωστε και το σφακιανό αντίστοιχό του της Χώρας Σφακίων, ως μονοθέσιο εκείνο. Η σκέψη μου θα πηγαίνει συχνά και στο Δημοτικό Σχολείο Φρε με τον ολοένα ελαττούμενο αριθμό των μαθητών του αλλά και στο απομονωμένο της Ασή Γωνιάς, το οποίο η τοπική κοινωνία έχει τοποθετήσει ψηλά στη συνείδησή της. Τέλος δεν θα ξεχάσω τις προσπάθειες που κατέβαλαν οι εκπαιδευτικοί μας στο Σχολείο του Ασκύφου, ιδιαίτερα τα τελευταία δύο χρόνια, για τις οποίες και δεν δίστασα να τους αποστείλω έντυπες εύφημες μνείες. Το ίδιο είχα κάνει την προηγούμενη χρονιά και για το Σχολείο του Βουβά, το οποίο έχουν αναδείξει σε καμάρι τους τα νοτιοανατολικά Σφακιά. Και, τέλος, θα θυμάμαι πάντα με νοσταλγία τις δασκάλες μας της απομονωμένης Ανώπολης, οι οποίες, όχι μόνο δεν θεώρησαν ως “εξορία” την τοποθέτησή τους ψηλά στα Λευκά Ορη αλλά αντίθετα διέθεταν και τον ελεύθερό τους χρόνο για την πρόοδο των μαθητών τους.
Δεν θα ξεχάσω, τέλος, πολλούς συναδέλφους και φορείς των Χανίων, η άψογη συνεργασία με τους οποίους έλυσε πολλά προβλήματα και πρόλαβε άλλα τόσα: τους Σχολικούς Συμβούλους, τους Διευθυντές Εκπαίδευσης, το ΚΕΔΔΥ, το Κέντρο Πρόληψης, αλλά και πολιτιστικούς φορείς, όπως την “Πυξίδα της Πόλης” και το Ιδρυμα Ελ. Βενιζέλος. Οφειλόμενες είναι, τέλος, οι ευχαριστίες μου και σε τέσσερις εκλεκτούς ανθρώπους, οι οποίοι ελάμπρυναν τον κλάδο των δασκάλων και με στήριξαν στη θητεία μου στα αγαπημένα μου σήμερα Χανιά: στον Σταμάτη Αποστολάκη, στον Βαγγέλη Κακατσάκη, στον Τάσο Κόλλια και στον Βασίλη Χαρωνίτη. Θέλω να πιστεύω ότι, όπως μου το δίδαξαν εκείνοι, έτσι κι εγώ, το μαθητούδι τους, έφυγα από την ενεργό υπηρεσία πάνω απ’ όλα «με την ανθρωπιά μου».
*δρ Παιδαγωγικής – πρώην Σχολικός Σύμβουλος, strharis@yahoo.gr