Συμπληρώνονται σε λίγες ημέρες 195 χρόνια από την ηρωική έξοδο του Μεσολογγίου. Για ένα ολόκληρο χρόνο κράτησε η τελευταία πολιορκία του Μεσολογγίου (Απρίλιος 1825 – Απρίλιος 1826).
O Κιουταχής, παρά την στενή και σκληρή πολιορκία, απέτυχε. Απογοητευμένος ο Σουλτάνος ζήτησε από τον Ιμπραήμ να πάει στο Μεσολόγγι και να αναλάβει δράση. Στις 12 Δεκεμβρίου του 1825 ο Ιμπραήμ φθάνει στο Μεσολόγγι και καυχιέται ότι σε λίγες ημέρες θα πάρει «το φράχτη». Γρήγορα απογοητεύεται και στις 16 Φεβρουαρίου 1826 οι δυο πασάδες (Κιουταχής και Ιμπραήμ) και οι δύο στρατοί από ξηρά και από θάλασσα πολιορκούν το Μεσολόγγι.
Στις 28 Φεβρουαρίου 1826 πέφτει ο Ντολμάς, το μικρό νησάκι δυτικά της πόλεως και σκοτώνεται ο Λιακατάς και οι τριακόσιοι μαχητές του.
Την 1η Μαρτίου πέφτει το Αιτωλικό. Καμία ελπίδα ανεφοδιασμού από τον ελληνικό στόλο δεν υπήρχε. Ο Μιαούλης δήλωσε πλήρη αδυναμία. Πέθαιναν κάθε ημέρα από την πείνα 150 άνθρωποι και έμεινα άταφοι, γιατί οι σκελετωμένοι ζωντανοί ήταν αδύναμοι για να τους θάψουν. Τη θλιβερή αυτή κατάσταση των Ελεύθερων Πολιορκημένων απέδωσε κάλλιον παντός άλλου ο Διονύσιος Σολωμός, ο οποίος και εάν ακόμη δεν είχε γράψει κανένα άλλο ποίημα, με αυτό θα έπρεπε να ανακηρυχθεί εθνικός ποιητής:
«Άκρα του τάφου στον κάμπο βασιλεύει.
Λαλεί πουλί, παίρνει σπειρί, κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε, στα μάτια η μάνα μνέει.
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα, και κλαίει:
“Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω γω στο χέρι;
Οπού συ μούγινες βαρύ, κι ο Αγαρηνός το ξέρει”».
Αποφασίστηκε η μεγάλη Έξοδος για τη νύχτα του Σαββάτου του Λαζάρου προς την Κυριακή των Βαΐων (10 προς 11 Απριλίου 1826). Στον Άγιο Συμεών θα γινόταν η συνάντηση όσων τυχόν θα επιζούσαν. Η Έξοδος υπήρξε θλιβερή ως προς τα αποτελέσματά της. Από τους 3.000 άνδρες, σώθηκαν μόνον 1.300. Από τις 5.000 γυναίκες σώθηκαν 13 και 3-4 παιδιά. Οι υπόλοιποι βρήκαν τραγικό θάνατο από τα βόλια των Τούρκων και κυρίως από τα γιαταγάνια τους ή αιχμαλωτίστηκαν.
Οι Τούρκοι μέτρησαν 5.000 νεκρούς. Η Μεγάλη Τάπια είχε ανατιναχθεί από τον παπα-Διαμάντη, ο Καψάλης έβαλε φωτιά στην πυρίτιδα και στον ανεμόμυλο ο Επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ. Τις σφαγές περιγράφει ένα δημοτικό τραγούδι:
«Τ’ έχεις καημένε κόρακα, και σκούζεις και φωνάζεις;
Μην είν’ τ’ αυγά σου μελανά και τα πουλιά σου μαύρα;
Δεν είν’ τ’ αυγά μου μελανά, ουδέ τα πουλιά μου μαύρα.
Εγώ, πουλί μ’, διψώ για αίματα, εγώ διψώ για λέσια.
Έβγα ψηλά στο Κόζιακα, ψηλά στο Κορφοβούνι,
κι αγνάντεψε τη Λεβαδειά, το δόλιο Μεσολόγγι,
να ιδείς κορμιά ταπίστωμα, παλ’κάρια ξαπλωμένα».
(Περάνθης, 539).
Άλλο ένα τραγούδι (Πετρόπουλος, 231, Σοφ. Δημητρακόπουλος, σελ. 222) μιλάει για τις Μεσολογγίτισες, που γέμισαν τα σκλαβοπάζαρα και τα χαρέμια των Τούρκων:
«Πατήσανε τ’ Αντελικό, πήραν το Μεσολόγγι.
Πήραν μανάδες με παιδιά και πεθερές με νύφες,
πήραν μια αρχοντοπεθερά με δώδεκα νυφάδες,
πήραν την Κωσταντίναινα τριών μερών λεχώνα!
Δεν ηύρε πέτρα να σταθεί, λιθάρι ν’ ακουμπήσει,
να λυσοδέσει το παιδί, να το χορτάσει γάλα.
Αν είστε Τούρκ’ αφήστε με, χίλια φλωριά σας δίνω,
να λυσοδέσω το παιδί, να το χορτάσω γάλα.
Πέτρα μ’ σ’ αφήνω το παιδί, σ’ το κάνω τελεσίμι,
κι αν ίσως και μεταδιαβώ, να στήσω μοναστήρι».
(Αντελικό = Αιτωλικό, στο κάνω τελεσίμι = στο εμπιστεύομαι).
Η λέξη Μεσολόγγι πρέπει να λέγεται απλά, έτσι χωρίς κανένα επίθετο. Είναι η λέξη την οποία εκστομίζει η Ελλάδα με υπερηφάνεια και ισότητα προς τις σκιές των προπατόρων και θα εκστομίζει προς τις επερχόμενες γενεές των Ελλήνων, αλλά και όλων των λαών της γης, όσο ανατέλλει ο ήλιος και όσο υπάρχει ιστορία. Εκεί, στη μάνδρα εκείνη, εν μέσω των ηλιοκαών μαχητών, πίσω από τους προμαχώνες, γεννήθηκε και προστέθηκε νέα εύκλεια. Εκεί, η μαχόμενη Ελλάδα συνήψε αρραβώνα με την ενθουσιώδη Ευρώπη, εκεί, όπου ο εθνικός αγώνας ήρθη στο ύπατο σημείο μεγαλουργίας και υψώθη όσον υψώθησαν τα συντρίμμια της πόλεως. Η αντίσταση του Μεσολογγίου υπήρξε το προπύργιο της Ελλάδας. Και αφού έπεσε, αν πτώση λέγεται ο όλεθρος της πόλης και των κατοίκων, έγινε ατέρμων ικεσία ενώπιον των δυνατών της γης και έκλινε την πλάστιγγα υπέρ της Ελλάδας. Ο Λουδοβίκος έψαλε και πάλι τον πένθιμο ύμνο και ο Κάρολος Ι’ εσπόγγισε πικρά δάκρυα ενώπιον των κλικών του και ίσως εκείνη τη στιγμή να εγεννάτο η Ελλάδα κατά διάνοιαν. Κάθε ελεύθερος άνθρωπος του Κόσμου είναι Δημότης του Μεσολογγίου. Όπου η θυσία καθαγιάζει την παρουσία μας στη ζωή, εκεί, πανάχραντο και ιερό, σαλεύει το Μεσολόγγι. Όπου η Αρετή υψώνεται, εγκαλώπισμα και δικαίωση της εποποιίας των ανθρώπων, εκεί υπάρχει το Μεσολόγγι. Όπου η παιδεία θεμελιώνει το ελεύθερο φρόνημα των πολιτών, εκεί απλώνεται, βάθρο και κρηπίδωμα, το Μεσολόγγι. Όπου απροσμέτρητη η Αγάπη πλάθει τις μήτρες της Ιστορίας, εκεί παραστέκει το Μεσολόγγι. Όπου ο άνθρωπος ανεβαίνει τα σκαλοπάτια του Θεού, εκεί ορθώνει το ανάστημά του το Μεσολόγγι. Όπου οι Λαοί αναζητούν την πορεία του Μέλλοντος, από γενιά σε γενιά, με ακατάλυτο προγονικό δεσμό, εκεί προπορεύεται το Μεσολόγγι. Το Μεσολόγγι είναι για όλους τους λαούς της γης πράξη ελευθερίας και κανόνας αρετής: «Άνδρες Πόλις, ου τείχη, ου νήες ανδρών κεναί», έλεγαν οι ευκλεείς πρόγονοί μας.
Το 1929 όλοι οι βουλευτές της Αιτωλοακαρνανίας επισκέφθηκαν τον Πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο και του υπέβαλαν κοινό αίτημα μεταφοράς της έδρας του Νομού από το Μεσολόγγι στο πολυπληθές Αγρίνιο. Αφού τους άκουσε ο Βενιζέλος, τους είπε: «Κύριε, εξέλθετε του γραφείου μου. Όσον εις το Μεσολόγγιον καπνίζει μία έστω καλύβη, θα είναι η πρωτεύουσα του Νομού». Ο μεγάλος ηγέτης συλλαμβάνει το καλό του λαού του με την καρδιά και το πραγματώνει με τον νου.