Ο Γάλλος ζωγράφος Augoust Vincson, στον πίνακά του “Après le massacre de Samothrace” δηλαδή “Mετά τη σφαγή της Σαμοθράκης”, “αφηγείται” την τραγικότητα μιας στιγμής.
Παραδίνει στην αιωνιότητα μια στιγμή, που συμπυκνώνει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της ζωής ενός ανθρώπου! Την απόγνωση του ανθρώπου μπρος την ζωή του που καταστράφηκε: Η γης καμένη. Κατάμαυρη. Πάνω μακριά, αρρωστημένος, κατακίτρινος ο ουρανός. Σάβανο θαρρείς. Καπνοί και γλώσσες φωτιάς, ξεχύνονται από το κουφάρι ενός σπιτιού, αδηφάγες, προκλητικές. Ακούγεται μονότονο, ανατριχιαστικό, το τριζοβόλημά τους! Λες και προσπαθεί να καλύψει την εκκωφαντική σιωπή που κατακλύζει τα πάντα.
Στις αναλαμπές της φωτιάς, ξεχωρίζει η θεόρατη κορμοστασιά ενός νησιώτη. Κάθεται δίπλα στα χαλάσματα, βουβός, ασάλευτος, πετρωμένος. Το λυμένο κεφαλομάντηλο, το σκυμμένο κεφάλι, οι κυρτωμένοι ώμοι, τα τεράστια άπραγα χέρια του, στάζουν απόγνωση, σκληρή μοναξιά, αυτοεγκατάλειψη.
Το σφραγισμένο στόμα του, εκφράζει την αντάρα της ψυχής του.
Οι χαλαρές γροθιές του, δηλώνουν την ανημπόρια του. Στα γόνατά του ανύποπτο, κοιμάται ένα μωρό. Μα δεν έχει δύναμη, να το αγκαλιάσει! Δεν έχει αντοχή να χαϊδέψει το ξεγυμνωμένο κορμί της γυναίκας του, που κείτεται άψυχο στο χώμα! Βυθισμένος στον ανείπωτο πόνο του, δεν έχει μάτια για να δει το μωρό και την γυναίκα του. Ούτε τον συμπολεμιστή του, που είναι πεσμένος λίγο πιο πέρα, μπρούμυτα, και σφίγγει ακόμα στο δεξί του χέρι ένα γιαταγάνι, βλέπει!… Κάτω από τα χαμηλωμένα μάτια του περνοδιαβαίνει το φάντασμα της ζωής που είχε κι έχασε…
Η φωτιά που συνεχίζει να καίει, τονίζει με τις αναλαμπές της την τραγικότητα της στιγμής. Κοιτάζω με δέος τον μπρούμυτο πολεμιστή, το μωρό που ανύποπτο κοιμάται και χαμογελά, το σμιλεμένο κορμί, το ωραίο πρόσωπο, τα μακριά, μαύρα μαλλιά της γυναίκας, που κυλούν χείμαρρος στη γη, κι αγγίζουν τα ξυπόλητα πόδια του πετρωμένου νησιώτη, την μια λυμένη γροθιά του, που ασυναίσθητα, ακουμπά απαλά, τρυφερά πάνω της…
Κοιτάζω τον πίνακα, κι ο νους, γοργοφτέρουγο πουλί, με παίρνει στα φτερά του και με πάει στο μικρό, αγαπημένο μου νησί. Και σταματώ στο έμπα του χωριού μου. Στον Φκα, τη μικρή ρεματιά, όπου, οι Τούρκοι κατέσφαξαν εφτακόσιους άντρες, την πρωτοσταυρινιά του 1821.
Πρωτοσταυρινιά ονομάζουμε οι ντόπιοι την πρώτη του Σεπτέμβρη. Και το όνομα της μικρής ρεματιάς, Φκας, είναι παραφθορά της λέξης “εφτακόσιους”. Εκεί στέκομαι. Και γονατίζει ευλαβικά η καρδιά μου. Κι η ψυχή μου προσκυνά το χώμα της…
Θυμάμαι πως έπαιζα συχνά εκεί, όταν ήμουν παιδί. Χωρίς να γνωρίζω τίποτα για το χυμένο αίμα. Άκουγα συχνά τους μεγάλους να λένε για κάποιον που ήταν ευκολόπιστος, «Αυτός είναι από τους εφτακόσιους του Φκα!». Μα δεν γνώριζα την ιστορία των εφτακοσίων!
Και στο Σχολειό δεν έμαθα τίποτα γι’ αυτούς!
Τίποτα για την συμμετοχή του νησιού μου στην επανάσταση του ’21! Τίποτα για το ολοκαύτωμά του!
Κι όμως! Τον Αύγουστο του ’21, όταν έφτασε στο νησί το μήνυμα της εθνεγερσίας, αρκετοί κάτοικοί του, μυημένοι στην Φιλική Εταιρεία, έπεισαν και τους άλλους να επαναστατήσουν. Κι αφού μήνυσαν στην Πύλη πως είναι Έλληνες, πως προτιμούν τον θάνατο από την σκλαβιά, πως αντί για φόρους έχουν μπαρούτι και μολύβι, συγκέντρωσαν τα λιγοστά όπλα τους κι άρχισαν να εξασκούνται στην σκοποβολή, υπό την καθοδήγηση ενός Σαμιώτη…
Η… απάντηση των Τούρκων δεν άργησε. Την πρώτη του Σεπτέμβρη, 2.000 άντρες του τουρκικού στόλου, υπό τις διαταγές του Μπέη Καρά Αλή, αποβιβάστηκαν στο νησί. Οι λιγοστοί άντρες του νησιού, με τον ελάχιστο εξοπλισμό τους, αντιστάθηκαν. Αλλά… Άλλοι σκοτώθηκαν, κι άλλοι, όταν σώθηκε «το μπαρούτι και το μολύβι» κατέφυγαν στα βουνά για να σωθούν. Οι Τούρκοι τους μήνυσαν πως αν παραδίδονταν δεν θα τους έβλαφταν. Εφτακόσιοι απ’ αυτούς, παραδόθηκαν, πιστεύοντας τις ψεύτικες υποσχέσεις τους. Οι Τούρκοι τους οδήγησαν στη μικρή ρεματιά και τους έσφαξαν! Κι ο τόπος γέμισε κεφάλια. Και το χώμα ποτίστηκε με το αίμα τους…
Αφιονισμένοι από το αίμα οι Τούρκοι, συνέχισαν, επί οκτώ εβδομάδες να καταστρέφουν το νησί. Λεηλατούσαν, έκαιγαν, έσφαζαν! Έσφαξαν όλα τα μωρά κάτω των δύο χρονών και τις γυναίκες πάνω από τα σαράντα! Κι έσυραν αλυσοδεμένους, πάνω από 1500 γυναικόπαιδα και νέους άντρες, στα σκλαβοπάζαρα… Λίγες οικογένειες γλύτωσαν από την μαζική σφαγή. Κι επιβίωσαν μέσα σε άθλιες συνθήκες τα επόμενα χρόνια…