Η Ανάσταση του Χριστού είναι μια διαμορφωθείσα κοσμοϊστορική θεώρηση, η οποία συνεπικουρείται από διασταυρούμενες διηγήσεις για εμφανίσεις με σώμα πραγματικό. Δεν παρουσιάζεται για λίγο, αλλά παραμένει για αρκετό χρόνο, συνομιλεί, έχει σαρξ που ψηλαφείται, όπως έγινε απ’ τον Θωμά. Ηταν σώμα που είχε ανάγκη από φαγητό και ύπνο. Είπε στις Μυροφόρες να ειδοποιήσουν τους μαθητές ότι θα Τον συναντήσουν στη Γαλιλαία, περπάτησε απ’ την Ιερουσαλήμ προς τους Εμμαούς με μαθητές Του μεταξύ των οποίων και ο Κλεόπας και έμεινε, δείπνησε μαζί τους και κοιμήθηκε, όπου και εκείνοι διανυκτέρευσαν.
Η Ανάσταση στα τέσσερα κανονικά Ευαγγέλια δίδεται με τρόπο ξεχωριστό που χρειάζεται βαθύτερη ερμηνεία, εν αντιθέσει με τις μεταγενέστερες περιγραφές που επιδίδονται σε διηγήσεις. Τα Ευαγγέλια δεν προσπαθούν να αποδείξουν το φαινόμενο της Ανάστασης με τη μέθοδο της θεωρίας, αλλά επιλέγουν τις αφηγήσεις και τα περί κενού μνημείου από τις Μυροφόρες. Που αν παρατηρήσει κανείς κατά το Ευαγγέλιο του Ματθαίου ήσαν δύο, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία του Ιακώβ, του Μάρκου τρεις, γιατί προστίθεται η Σαλώμη, του Λουκά πάλι τρεις, αλλά αντί για τη Σαλώμη αναφέρεται η Ιωάννα, ενώ στα κατά Ιωάννου είναι μόνο η Μαρία η Μαγδαληνή.
Το κήρυγμα της Σταύρωσης και της Ανάστασης τοποθετείται σε άλλη διάσταση απ’ αυτήν της σημερινής διαμάχης μεταξύ της ιστορικότητος του φαινομένου και της μεταφορικής ερμηνείας του. Πενήντα χρόνια περίπου μετά τον θάνατο του Χριστού έχουμε το γραπτό μνημείο του Χριστιανισμού κατά τους Ευαγγελιστές και αργότερα απ’ τον Απόστολο Παύλο, που διαμόρφωσε το γενικό πλαίσιο και την ταυτότητα της θρησκείας με την ερμηνεία του.
Η ιερή μυσταγωγία των Παθών και της Αναστάσεως επιδρά στον εσωτερικό κόσμο των Χριστιανών και τους συγκινεί βαθύτατα. Το φαινόμενο της Ανάστασης κατάφερε να μείνει στην ανθρωπότητα αναλλοίωτο παρά τις αντίξοες περιστάσεις και τις προσπάθειες άρνησης της υπόστασής της. Συμπίπτει παραβολικά και με την ανάσταση της φύσεως, όπου ανανεώνεται, για να υπάρξει. Απεικονίζεται η νίκη της ζωής στον αγώνα εναντίον του θανάτου. Είναι μια συγκλονιστική στιγμή και η επιβεβαίωση των προσδοκιών μας για ένα καλύτερο μέλλον. Είναι οι ημέρες όπου το σκοτάδι αντικαθίσταται από το φως.
Οι εμφανίσεις του Χριστού μετά την Ανάσταση δείχνουν προς αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση, να καταλάβουν κυρίως οι μελλοντικοί κήρυκες της διδασκαλίας Του και οι πιστοί ότι πρέπει να αντιμετωπίσουν με τα μάτια του πνεύματος και της ψυχής το βαθύτερο νόημα της Ανάστασης.
Αυτός που στοχάζεται και γίνεται γέφυρα μεταξύ νεκρών και ζωντανών είναι ο Διονύσιος Σολωμός (1798-1857) στον “Λάμπρο”, όπου ο στοχασμός της Μαρίας “…Μέρα είναι αγάπης, Άδης ενικήθη/ καίονται τα σπλάχνα καίονται τα στοιχειά/ και η πυρκαϊά του κόσμου αναγαλλιάζει/ και κατ’ Αυτόν τη σπίθα της τινάζει/… Όταν η πύλη ακούστηκε να σπάη/ τι χλαλοή στον κάτου κόσμο εγίνη;/ χαίρεται μέσα η άβυσσο και ασπρίζει/ ο πειρασμός του λυτρωτή σφυρίζει…”.
Το αναστάσιμο μήνυμα προσφέρει το δίχως άλλο λύτρωση και αισιοδοξία σε όσους μπορούν και αποδέχονται το νόημα του πάθους και της Ανάστασης, η οποία έχει διπλή έννοια κατά τη μεταφορά όταν λέμε Χριστός Ανέστη!