Σε μια εποχή που όλα γύρω καταρρέουν, αυτός τα έχει όλα ακόμα!
Οικογένεια, σπίτι, δουλειά, διασυνδέσεις, πλήθος παροχές και μύρια ενδιαφέροντα…
Κι όμως… κατιτί τον χαλά!
Κάτι αδιευκρίνιστο τον ωθεί να φύγει!
Σαν να μην τον χωρά πια ο τόπος…
Νοιώθει να μισεί τα πάντα κι όλους, κι ο νους του ολημερίς στο φευγιό είναι…
Μετανάστης ψυχής!
Λαθρομετανάστης στον τόπο του…
Κοιτά μόνο τα δικά του κι ούτε βλέμμα δε ρίχνει παραπέρα στους άτυχους εκείνους, που χωρίς πατρίδα, σπίτι, δουλειά, χωρίς στον ήλιο μοίρα βουλιάζουν στα βαθιά νερά και στο δάκρυ απελπισίας.
«Γιατί μ’ έσωσες;» είπε όλο πόνο η μάνα στον διασώστη που την έβγαζε στη στεριά, ενώ το παιδί της πνιγόταν στα δυο μέτρα…
Δεν το είδες στα κανάλια και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που βούιξαν;
Δεν το άκουσες άραγε, πουθενά;
Ή ξέρεις, αλλά δεν σ’ αγγίζει τίποτα;
Δες φτωχέ μου άνθρωπε -που όλο πασχίζεις να δραπετεύσεις απ’ τον ίδιο σου τον… δύστυχο εαυτό- και λίγο παραπέρα!
Δες πόσο ευνοημένος είσαι!
Ηρέμησε πια…
Κι αν μπορείς άπλωσε και μια χείρα βοηθείας!
Αυτό θα είν’ η σωτηρία σου! Το πιο καλό το φάρμακο…