Το τελευταίο διάστημα το εργαστήριο Φυτοπαθολογίας του Ινστιτούτου Ελιάς, Υποτροπικών Φυτών και Αμπέλου (ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ) στα Χανιά έγινε δέκτης αναφορών από καλλιεργητές για εκτεταμένη εμφάνιση μετασυλλεκτικών σήψεων σε καρπούς αβοκάντο.
Mάλιστα τα προβλήματα, σύμφωνα με τους καλλιεργητές, αφορούσαν περισσότερο την ποικιλία Lamb Hass. Μετά από συνεννόηση με τον Αγροτικό Συνεταιρισμό παραγωγών Βιολογικών Προϊόντων Χανίων έγινε προσπάθεια απομόνωσης και μοριακού χαρακτηρισμού των παθογόνων αιτίων αυτών των σήψεων. Απομονώνοντας και αλληλουχώντας τα γονίδια ITS (internal transcribed spacer) και GAPDH (glyceraldehyde-3-phosphate dehydrogenase) των απομονώσεων μυκήτων βρέθηκε ότι αυτοί ανήκουν στα είδη Colletotrichum gloeosporioides, Neofusicoccum luteum και Fusarium sp.
ΑΝΘΡΑΚΩΣΗ
Οι μύκητες του είδους Colletotrichum gloeosporioides, του πρώτου μύκητα που απομονώθηκε και ταυτοποιήθηκε μοριακά, θεωρούνται παθογόνο αίτιο της ανθράκωσης μια συνηθισμένης μετασυλλεκτικής ασθένειας του αβοκάντο. Θεωρείται ενδημική στις περισσότερες περιοχές παραγωγής του αβοκάντο και από τις πιο σημαντικές ασθένειες, ιδιαίτερα στις χώρες με υψηλή βροχόπτωση. Τα ώριμα αβοκάντο σήπονται και υπάρχουν μεγάλες απώλειες κυρίως κατά την φάση της εμπορίας. Στην Νότια Αφρική έχει αναφερθεί ότι το 80% των υπερώριμων καρπών παρουσιάζουν συμπτώματα ανθράκωσης. Ανάλογα υψηλά ποσοστά προσβολής έχουν αναφερθεί και σε άλλες χώρες, τόσο σε ώριμους όσο και ανώριμους καρπούς, καθιστώντας αναγκαία την προσπάθεια για συνεχή έλεγχο της ασθένειας. Παρόλα αυτά στην Ελλάδα, μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον δεν παρατηρούνταν σοβαρά προβλήματα από την ανθράκωση λόγω κυρίως του ξηρού κλίματος που επικρατεί κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Σε άλλες χώρες έχει αναφερθεί ως παθογόνο αίτιο της ανθράκωσης στο αβοκάντο και άλλα είδη του γένους Colletotrichum (πχ C. acutatum ). Άλλοι ξενιστές του μύκητα C. gloeosporioides είναι τα εσπεριδοειδή η ελιά και διάφορα άλλα τροπικά και υποτροπικά φυτά όπως το μάνγκο, η παπάγια κ.α. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι υπάρχει εξειδίκευση στον ξενιστή των διαφόρων στελεχών του μύκητα. Οι αποικίες του C. gloeosporioides έχουν χρώμα που ποικίλει από ανοικτό γκρι σε ερυθροκάστανο και σκούρο γκρι.
Σε συγκομισμένους καρπούς το αρχικό σύμπτωμα είναι η εμφάνιση κηλίδων μικρής διαμέτρου (1-2 mm) ανοικτού καφέ χρώματος σε οποιαδήποτε σημείο της επιφάνειας τους. Οι κηλίδες εμφανίζονται μία ή δύο ημέρες μετά την κοπή σε καρπούς που κατά την συλλογή τους μπορεί να μην είχαν κανένα εμφανές σημάδι. Κατά το μαλάκωμα του καρπού, ο παθογόνος μύκητας αναπτύσσεται και οι κηλίδες γίνονται σκουρότερες και βυθισμένες. Στη ποικιλία Hass (και Lamp Hass) είναι σχετικά δύσκολο να ανιχνευτούν οι κηλίδες στους καρπούς εξαιτίας του σκούρου χρωματισμού της επιδερμίδας τους. Πολλές φορές, ιδιαίτερα σε υπερώριμους καρπούς, οι κηλίδες καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειας τους και η προσβολή προχωρά στο εσωτερικό προκαλώντας υγρή και γρήγορα εξελισσόμενη σήψη, ενώ ταυτόχρονα επηρεάζεται και η γεύση τους. Σε συνθήκες υψηλής υγρασίας, οι κηλίδες εμφανίζονται διάστικτες με καρποφορίες του μύκητα χρώματος ερυθροκάστανου ή ροζ. Οι κηλίδες που οφείλονται στο μύκητα C. acutatum αναπτύσσονται πιο αργά και έχουν μεγαλύτερη τάση να σχηματίζουν καρποφορίες σε σχέση με τον C. gloeosporioides. Επίσης οι καρποφορίες του C. acutatum είναι περισσότερο πορτοκαλόχροες από αυτές του C. gloeosporioides. Συμπτώματα ανθράκωσης μπορεί να παρατηρηθούν σε καρπούς αβοκάντο και πριν τη συλλογή, ιδιαίτερα εάν αυτοί τραυματιστούν και υπάρχει υψηλή συγκέντρωση παθογόνου. Σε συνθήκες υψηλής υγρασίας και συγκέντρωσης του παθογόνου, συμπτώματα της ασθένειας μπορεί να παρουσιαστούν και σε άλλα μέρη του δένδρου. Στα φύλλα, μπορεί να αναπτυχθούν καφέ νεκρωτικές κηλίδες ενώ μπορεί να παρατηρηθεί φυλλόπτωση. Οι νεκρωτικές κηλίδες σχηματίζονται στο κέντρο ή στα περιθώρια των φύλλων. Συνήθως μετά την υγρή περίοδο του έτους τα δένδρα ανακάμπτουν. Στους βλαστούς οι κηλίδες είναι καφέ ή ερυθροκάστανου χρώματος με άσπρες εκκρίσεις ενώ μπορεί να παρατηρηθούν μαράνσεις και νεκρώσεις. Στις ταξιανθίες, αν και οι προσβολές από τον C. gloeosporioides είναι σπάνιες, εμφανίζονται σκουρόχρωμες κηλίδες και σε ορισμένες περιπτώσεις άνθη και νεοσχηματιζόμενοι καρποί αποπίπτουν.
Σε γενικές γραμμές προκειμένου να ξεκινήσουν οι προσβολές από τον C. gloeosporioides απαιτείται υψηλή υγρασία (πάνω από 80%) και σχετικά υψηλή θερμοκρασία (18 έως 26 oC). Για το λόγο αυτό σε περιοχές με ξηρό καλοκαίρι η ανθράκωση δεν προκαλεί σοβαρά προβλήματα. Ακέρβουλα και/ή ασκώματα αναπτύσσονται συνήθως πάνω σε αποσυντιθέμενους φυτικούς ιστούς (όπως καρποί, φύλλα κ.α.) και θεωρείται ότι παίζουν κάποιο ρόλο στην επιδημιολογία της ασθένειας. Ο μύκητας μεταφέρεται από το έδαφος και τα προσβεβλημένα φυτικά όργανα προς τα υγιή με την βοήθεια κονιδίων. Η μετάδοση μπορεί να γίνει με την βροχή ή με τον αέρα, αν και συνήθως η πρωινή δροσιά είναι αρκετή για την διασπορά των κονιδίων. Στους καρπούς, η μόλυνση μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε στάδιο της ανάπτυξης τους. Στη συνέχεια, τα κονίδια σχηματίζουν βλαστικό σωλήνα με πλάκα συγκρατήσεως (apressorium) από όπου εκπτύσσεται μια δομή που αγκιστρώνεται στην εξωτερική κηρώδη στοιβάδα του καρπού. Η βλάστηση των κονιδίων γίνεται μέσα σε 7 ώρες, εφόσον οι καρποί είναι βρεγμένοι. Στους άωρους καρπούς η ανάπτυξη του μύκητα σταματά σε αυτό το στάδιο, εξαιτίας της ύπαρξης ουσιών με αντιμυκητιακή δράση (πχ επικατεχίνη). Η λανθάνουσα αυτή μόλυνση εξελίσσεται περεταίρω μετά την ωρίμανση του καρπού όπου τα επίπεδα των αντιμυκητιακών ενώσεων μειώνονται. Οι υφές του C. gloeosporioides αναπτύσσονται στο εσωτερικό του καρπού έως ότου το μεγαλύτερο του μέρος υποστεί σήψη.
Αντιμετώπιση της ανθράκωσης
Ο έλεγχος της ανθράκωσης μπορεί να γίνει με συνδυασμό καλλιεργητικών τεχνικών, προσυλλεκτικών και μετασυλλεκτικών χειρισμών με χημικούς και βιολογικούς παράγοντες καθώς με την αποθήκευση των καρπών σε κατάλληλες συνθήκες.,
Καλλιεργητικές τεχνικές
Όπως συμβαίνει με όλες τις ασθένειες, θα πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα για την ελαχιστοποίηση της ποσότητας του μολύσματος στον αγρό. Αυτό σημαίνει ότι όπου υπάρχει πρόβλημα με την ασθένεια, θα πρέπει να απομακρύνονται από τη φυτεία οι προσβεβλημένοι φυτικοί ιστοί όπως μουμιοποιημένοι καρποί και νεκρωμένοι κλάδοι. Ο έλεγχος του πληθυσμού των εντόμων, που δημιουργούν πληγές στους καρπούς, μπορεί επίσης να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της ασθένειας.
Θα πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα για τον καλό αερισμό των δένδρων με επιλεκτικά κλαδέματα, ιδιαίτερα στις πυκνές φυτεύσεις. Με τον τρόπο αυτό μειώνεται η υγρασία στην κόμη που γενικά ευνοεί την ανάπτυξη ασθενειών. Σε φυτείες όπου υπάρχει πρόβλημα ανθράκωσης θα πρέπει να αφαιρούνται οι κατώτεροι κλάδοι (ποδιές) σε απόσταση έως 50 εκατοστά από την επιφάνεια του εδάφους προκειμένου να επιτευχθεί καλύτερος αερισμός της κόμης.
Χημική καταπολέμηση
Εφόσον στη φυτεία υπάρχει ιστορικό ανθράκωσης θα μπορούσε να γίνει προσυλλεκτική εφαρμογή χαλκούχων μυκητοκτόνων όπως οξυχλωριούχος χαλκός (0,25%) και υδροξείδιο του χαλκού . Μπορούν να εφαρμοστούν από μόνα τους ή σε συνδυασμό με άλλα μυκητοκτόνα όπως το thiophanate methyl (Neotopsin). Οι εφαρμογές αυτές είναι αποτελεσματικές όταν αρχίσουν κατά το στάδιο φουσκώματος των ανθοφόρων οφθαλμών και συνεχιστούν ανά 14 με 28 ημέρες καθ’ όλη τη διάρκεια ανάπτυξης των καρπών. Πρέπει να σημειωθεί ότι θα πρέπει να αποφεύγονται οι επεμβάσεις με χαλκούχα σκευάσματα την περίοδο της ανθοφορίας λόγω κινδύνου φυτοτοξικότητας. Μετασυλλεκτικά έχει χρησιμοποιηθεί το χημικό μυκητοκτόνο prochloraz το οποίο θεωρείται αποτελεσματικό για τους μύκητες του γένους Coletotrichum. Παρόλα αυτά η χρήση του μυκητοκτόνου αυτού σε μετασυλλεκτικούς χειρισμούς των καρπών είναι απαγορευμένη σε πολλές χώρες. Το μυκητοκτόνο pyraclostrobin έχει επίσης χρησιμοποιηθεί με επιτυχία στην αντιμετώπιση της ανθράκωσης. Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι τα παραπάνω μυκητοκτόνα εκτός του χαλκού δεν έχουν έγκριση για το αβοκάντο στην Ελλάδα και τυχόν χρήση τους είναι παράνομη.
Βιολογική καταπολέμηση
Κατά καιρούς έχουν γίνει αρκετές προσπάθειες αντιμετώπισης της ανθράκωσης του αβοκάντο με τη χρήση βιολογικών παραγόντων. Έχουν χρησιμοποιηθεί για εμβαπτίσεις καρπών και σε κηρούς επικάλυψης, στελέχη του βακτηρίου Bacillus subtilis αλλά και ζυμών με ενθαρρυντικά αποτελέσματα.
Συλλεκτικοί και μετασυλλεκτικοί χειρισμοί
Η συλλογή των καρπών θα πρέπει να πραγματοποιείται όταν ο καρπός έχει τουλάχιστον την ελάχιστη καθορισμένη ανά ποικιλία ελαιοπεριεκτικότητα, έτσι ώστε η ωρίμανσή του να γίνει γρήγορα και με ομαλό τρόπο. Όταν παρεμβάλλονται μεγάλα χρονικά διαστήματα μεταξύ της συλλογής και της τελικής κατανάλωσης αυξάνεται η πιθανότητα προσβολών από μύκητες στους καρπούς. Το χρονικό διάστημα μετά την συγκομιδή των καρπών έως την αποθήκευση τους σε χαμηλές θερμοκρασίες δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τις 6 ώρες. Η οδηγία αυτή γίνεται περισσότερο σημαντική όσο καθυστερεί η συγκομιδή αφού μειώνεται και το χρονικό διάστημα που απαιτείται για να μαλακώσουν οι καρποί. Οι συλλεγόμενοι καρποί θα πρέπει να προφυλάσσονται από άμεση έκθεση στον ήλιο και υπερθέρμανση της σάρκας τους. Επίσης θα πρέπει να αποφεύγεται η δημιουργία πληγών και τραυμάτων στους καρπούς που μπορεί να αποτελέσουν πύλες εισόδου του παθογόνου. Τα εργαλεία και δοχεία συλλογής των καρπών πρέπει να είναι καθαρά και αν είναι δυνατόν απολυμασμένα. Στην συχνότητα εμφάνισης τις ασθένειας θεωρείται ότι παίζει ρόλο και η θερμοκρασία στην οποία ωριμάζουν οι καρποί η οποία έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με την ποικιλία.
ΣΗΨΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΓΥΡΩ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΔΙΣΚΟ ΤΟΥ ΚΑΡΠΟΥ
Τα δύο άλλα στελέχη μυκήτων που απομονώθηκαν και χαρακτηρίστηκαν από εργαστήριο Φυτοπαθολογίας του Ινστιτούτου Ελιάς, Υποτροπικών Φυτών και Αμπέλου (ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ) ανήκουν, όπως αναφέραμε, στα είδη Neofusicoccum luteum και Fusarium sp Στελέχη των ειδών αυτών σχετίζονται με την ασθένεια που περιγράφεται με τον γενικό όρο «Σήψη στην περιοχή γύρω από το ποδίσκο του καρπού» (stem end rot). Η μετασυλλεκτική αυτή ασθένεια προκαλεί σημαντικές οικονομικές απώλειες στις περισσότερες χώρες παραγωγής του αβοκάντο. Δεν υπάρχει κοινό παθογόνο αίτιο σε όλες τις περιπτώσεις και κατά συνέπεια στη πραγματικότητα είναι μια ομάδα ασθενειών με τα ίδια όμως συμπτώματα. Πολλά είδη από διαφορετικά γένη ευθύνονται για την σήψη γύρω από τον ποδίσκο του καρπού. Αυτά ανήκουν κυρίως στα γένη Colletotrichum, Neofusicoccum, και Fusarium sp. Έχουν επίσης συσχετιστεί με την ασθένεια και τα παθογόνα Alternaria sp., Phomopsis perseae και Rhizopus stolonifer.
Το αρχικό σύμπτωμα της ασθένειας είναι μια σκούρα καφέ ή μαύρη σήψη στην περιοχή γύρω από τον ποδίσκο του καρπού. Καθώς ο καρπός μαλακώνει, η σήψη επεκτείνεται στον υπόλοιπο καρπό. Για κάποια παθογόνα, στην αρχή η υφή της σήψης μπορεί να είναι ξηρή και φελλώδης, στην συνέχεια όμως εξελίσσεται λόγω κυρίως δευτερογενών μολύνσεων σε μαλακή και υδαρή. Κάτω από συνθήκες υψηλής υγρασίας μπορεί να παρατηρηθεί ανάπτυξη μυκηλίου στην επιφάνεια του καρπού. Κάποια από τα παθογόνα μπορεί να προκαλέσουν μεταχρωματισμό των αγγείων του καρπού πριν τη σήψη. Οι μύκητες που συνδέονται με την σήψη γύρω από το ποδίσκο του αβοκάντο είναι συνήθως ενδοφυτικοί. Καρποφορίες (πυκνίδια και ασκοί) των μυκήτων αυτών μπορεί να σχηματίζονται και πάνω και στη νεκρή οργανική ύλη. Τα κονίδια και τα ασκοσπόρια διασπείρονται από τη βροχή ή τον αέρα και προσβάλουν τους καρπούς συνήθως από τα φακίδια τους. Επίσης κατά την συγκομιδή μπορεί να γίνει μόλυνση από το σημείο αποκοπής του καρπού. Σε κάθε περίπτωση η προσβολή εξελίσσεται σε σήψη κατά τη διάρκεια του μαλακώματος του καρπού.
Αντιμετώπιση της σήψης γύρω
από τον ποδίσκο
Θα πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα για την μείωση του μολυσματικού δυναμικού στο χώμα με την απομάκρυνση των νεκρωμένων φυτικών ιστών που μπορούν να αποτελέσουν υποστρώματα ανάπτυξης των παθογόνων. Η συγκομιδή των καρπών να γίνεται κάτω από συνθήκες χαμηλής υγρασίας και τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται να είναι απολυμασμένα.
Πριν τη συγκομιδή μπορεί να γίνει ψεκασμός των δένδρων με οξυχλωριούχο χαλκό και υδροξείδιο του χαλκού ή σε συνδυασμό με άλλα μυκητοκτόνα όπως prochloraz (δεν έχει σχετική έγκριση στην Ελλάδα). Έχει επίσης αναφερθεί η χρήση του βακτηρίου Bacillus subtilis στην καταπολέμηση της ασθένειας με ενθαρρυντικά αποτελέσματα.