Φίλος στο τηλέφωνο: «Με ξέχασες». Χρόνος αόριστος. Τι κι αν η παρατήρησή του είναι αληθινή αφού μου διαφεύγει το πότε. Με μπερδεύει το ρήμα “ξεχνώ”. Δεν είμαι σίγουρος αν συνδυάζεται περισσότερο με μια καινούργια αρχή ή ένα τέλος. Γεμίζω την παύση μου με χαμόγελο. Το χαμόγελο δεν φαίνεται στο τηλέφωνο. Ποτίζει όμως τις λέξεις καθώς γεννιούνται στο μυαλό και δραπετεύουν από το στόμα.
«Σεπτέμβρης λοιπόν», παρατηρώ. Ποτέ Σεπτέμβριος. Αν είναι Σεπτέμβριος τότε τα πράγματα γίνονται πιο σοβαρά. Ή τουλάχιστον έτσι ακούγονται. Μετατρέπω τους μήνες σε μέρες. Ολόκληρη η χρονιά, μόνο δώδεκα μέρες. Χθες ήταν Αύγουστος, αύριο Οκτώβριος. Ποτέ Οκτώβρης. Αυτός ο μήνας έχει μεγαλύτερο δικαίωμα στη σοβαρότητα. Έχω κι εγώ το δικαίωμα να μεταχειρίζομαι τον χρόνο κατά πως θέλω. «Σε τρεις μέρες Χριστούγεννα» του λέω καθώς βλέπω πέρα μακριά την πόλη να στολίζεται για την επερχόμενη νύχτα.
Γελάει ο φίλος στο τηλέφωνο. Τον βάζω σε ανοιχτή ακρόαση. Να πάρει θέση το γέλιο του στο σαλόνι. Να νιώσει οικεία η χαρά του. Την ώρα που το τζάμι σκοτεινιάζει όσο πρέπει για να καδράρω το πρόσωπό μου. «Τι κάνεις;» ρωτάει. Συνθέτω απ’ την αρχή τα χαρακτηριστικά μου. Αφού σε αλλαγές χαρακτήρα αποτυγχάνω οικτρά, ας διαφοροποιήσω λίγο το βλέμμα. Ας σταματήσω τις γραμμές στο μέτωπο, στις άκρες των χειλιών. Παίρνω την αναγκαία απόσταση από το τζάμι. Ωραίο βράδυ πάνω του. Καμία σχέση με κείνα τα δειλά βράδια στα μέσα καλοκαιριού. Το φως παραδίδεται στον ορίζοντα, τα βουνά χάνουν τα όρια, η θάλασσα μια σκοτεινή συνέχεια ακτής.
Ξεπερνώ την ερώτησή του με ένα «καλά». Ισορροπημένη λέξη. Δύο σύμφωνα, δύο φωνήεντα. Τα λες και ξεμπερδεύεις. Τελειοποιώ και το πρόσωπό μου στο τζάμι κι αποφασίζω να μπω στα βαθιά. Γιαυτό άλλωστε είναι οι φίλοι. Αυτοί που μαζί τους μοιράζεσαι άφοβα τη μεγαλύτερη ανοησία κι απενεχοποιημένα την ελάχιστη διάθεση για ανάλυση θεωριών. Ωραίο πράγμα η θεωρία ζωής. Μέσα απ’ το μεγαλείο της, αναγνωρίζεις την μικρότητα των πράξεων. Διακρίνεις το καθημερινό κενό, καταφέρνεις να ψηλαφίσεις τις ρωγμές στην αέναη διασπορά τους γύρω σου και μέσα σου. Ζυγίζεις εκ νέου το ασήμαντο που επιλέγεις άθελά σου να διογκώνεται, σε κεντρική θέση στο στέρνο.
Παύση ο φίλος στο τηλέφωνο. Που σημαίνει συμφωνία ή τουλάχιστον διάθεση να δώσει τόπο και χρόνο στις σκέψεις μου. Ανταλλάσσουμε θεωρίες. Αυτό στην πραγματικότητα κάνουμε με τους άλλους ανθρώπους. Κι όταν αυτοί δεν έχουν καμία δική τους θεωρία, μένουν κοντά μας ή λίγο μακρύτερα, απλά κορμιά με ορισμένο όγκο. Όταν διαθέτουν θεωρία και επιλέγουν να την μοιραστούν, τότε γίνονται φίλοι. Χωρίς να έχει και τόση σημασία το πέρασμα από την θεωρία στην πράξη.
«Όταν οι μήνες μετατρέπονται σε μέρες, αποφεύγεις τα μεταίχμια». Καλύτερα ακραία τα πράγματα. Που τα βαφτίζεις με το όνομα “ξεκάθαρα” και μπορείς να αναμετρηθείς μαζί τους. Χίλιες φορές ζέστη ανυπόφορη που να στεγνώνουν τα μάτια, παρά βροχή το πρωί και το βράδυ αεράκι άβολο, κάπου εκεί μεταξύ λαιμού και ώμου. Προτιμότερο κρύο, να βλέπεις την ανάσα σου, παρά συνύπαρξη φωτός και σύννεφου, όπου κανένα από τα δύο δεν μπορεί να πείσει για την δύναμή του. Ημίμετρα και μεταίχμια, άφησέ τα για τους πολιτικούς. Που ονομάζουν το κενό “ανάκαμψη”. Τι πάει να πει ανάκαμψη; Κάτι σαν ανάρρωση ακούγεται. Ανάρρωση για την οποία ο γιατρός αγνοεί τον χρόνο που θα χρειαστεί μέχρι να σταθείς στα πόδια σου. Αν έχεις πόδια μέχρι τότε.
«Ούτε σε μένα ταιριάζουν τα μεταίχμια» συμφωνεί ο φίλος. «Ο σουρεαλισμός του να συναντάς κάποιον με μαγιό και να σου εύχεται “καλό χειμώνα”».
Παύση εγώ. Δική μου σειρά να συμφωνήσω άηχα. Που καθώς σκέφτομαι εκείνο το “καλό χειμώνα” παίρνω την απόφαση, πως τον πρώτο που θα μου το ευχηθεί, θα τον φιλοδωρήσω με το πιο καλοκαιρινό μου φιλί. Δίχως καμία άλλη εξήγηση. Έτσι. Μόνο και μόνο για να θρυμματίσω την σύμβαση. Την όποια σύμβαση έμαθαν να αποκαλούν ευγένεια όλοι αυτοί που σπούδασαν μικροαστισμό και ημιμάθεια.
«Καληνύχτα», λέει ο φίλος. Κι είναι πολύ μακριά. Κοιτάζω απ’ το παράθυρο και το γνωρίζω. Θα είναι μια καλή νύχτα.