Λαγοκοιμάται στα ζεστά. Ανοίγει σε μια στιγμή τα μάτια και να ’το μπρος του το… φίδι -το ελικοειδές κλαρί απ’ την κρεβατίνα- ολοκόκκινο να συστρέφεται και ν’ αγωνιά, αδύναμο να ξεφύγει απ’ τη θανάσιμη αγκάλη του χαμού του!
Κάπως έτσι λιγοστεύει και το μεγάλο κομμάτι ξύλου, σα απόκρημνο, πύρινο ακρογιάλι που κατακρημνίζεται!
Χονδρός κορμός κάποτε, ελιάς, έχει αφεθεί στις φλόγες που αναβλύζουν γιγαντωμένες απ’ τις πολλές κουφάλες του κι αδίστακτα το κατατρώνε…
Μήπως όμως, βρίσκεται στα έγκατα της γης;
Εκεί που η λάβα και τα υπόγεια νερά άφησαν πάνω στο ρυτιδιασμένο βράχο σταλαγμίτες, σταλακτίτες, βαθιά αποτυπώματα απ’ το πέρασμά τους, μύριες ραβδώσεις κι ονειρικά τοπία; Κι ανάμεσά τους, ζωηρή, απαιτητική ύπαρξη, η φλόγα, συνεχίζει να παλαντζάρει, να αιωρείται πάνω στ’ απύθμενα βάραθρα, να στριμώχνεται σε πτυχές και τούνελ και ν’ αγωνίζεται να βρει διέξοδο…
Να κι εκείνο το ξερό, μακρύ κούτσουρο στην κορυφή!
Ιδιο δράκος…
Βγάζει τώρα πορφυρά, κυματιστά φτερά, μαυρίζει, ανυψώνεται, γίνεται στάχτη και… καπνός και φεύγει προς τα πάνω, αφήνοντας πίσω του έναν φανταστικό κόσμο που κινείται, πάλλεται και χάνεται…
Κόσμο, που στιγμές – στιγμές του φαίνεται κόλαση ή και παράδεισος!
Που τον απολαμβάνει με το βλέμμα!
Ακούει τις παραπονιάρικες φωνές του, τους αχνούς τριγμούς του, το αδιάκοπο σπινθήρισμά του…
Παθητικός αποδέκτης των αόρατων, επάλληλων κυμάτων, που έρχονται προς το μέρος του και να τον αγκαλιάζουν με θέρμη…
Κλείνει τα μάτια, αφαιρείται λίγο και τα ξανανοίγει.
Η εικόνα τώρα διαφορετική. Το ίδιο συγκλονιστική, ωστόσο!
Μπρος στο τζάκι, που ανάβει στο φουλ, ένα μεσημεράκι του Γενάρη…
Μεταξύ ύπνου και ξύπνιου!
Όλα… αληθινά και… ψεύτικα μαζί!