Πολλά τα επικριτικά σχόλια που ακολούθησαν την ανακοίνωση των βάσεων εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Κυρίως για τους υποψήφιους που συγκέντρωσαν λιγότερα από 10.000 μόρια και βρήκαν μια θέση στα αμφιθέατρα ενός πανεπιστημίου. Ενδεικτικοί οι πηχυαίοι τίτλοι των εφημερίδων που έκαναν λόγο για «διασυρμό της ανώτατης εκπαίδευσης», για «βάσεις της ντροπής» κ.ά. Χαρακτηριστικά τα σχόλια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για τους «αγράμματους» που θα γίνουν φιλόλογοι και τους «αστοιχείωτους» που θα γίνουν μαθηματικοί.
Κι αναρωτιέμαι αν άραγε οι υποψήφιοι έγραφαν όλοι πάνω από τη βάση θα ήμασταν ικανοποιημένοι από τη νεολαία και το εκπαιδευτικό μας σύστημα; Θα συμπεραίναμε ότι οδεύουμε σε μια κοινωνία αρίστων; Ποιος μάς εγγυάται αλήθεια ότι ένας υποψήφιος που συγκεντρώνει υψηλή βαθμολογία θα γίνει καλός δάσκαλος, γιατρός ή πολιτικός μηχανικός; Και τι στην ουσία πιστοποιούν οι πανελλήνιες εξετάσεις που στον πυρήνα τους βασίζονται στην απομνημόνευση και την τυποποίηση της σκέψης; Μήπως, τελικά, όλη αυτή η συζήτηση για τη βάση του 10 που έτρεξε να ανοίξει η υπουργός Παιδείας είναι ένα ακόμα προπέτασμα καπνού για να κρύψουμε το πραγματικό πρόβλημα (και συγχρόνως να στρώσουμε το χαλί σε ιδιωτικά συμφέροντα που δραστηριοποιούνται στον χώρο της εκπαίδευσης);
Μήπως αντί για τη «βάση» θα έπρεπε να συζητάμε για το πώς θα κάνουμε τη μάθηση ελκυστική στα παιδιά; Πώς θα διώξουμε την πλήξη από το σχολείο και πώς αντί για να παράγουμε μαζικά «αποτυχημένους» μαθητές θα διαμορφώσουμε δημιουργικούς ανθρώπους και θα τους δώσουμε τα εφόδια για να κυνηγήσουν τα όνειρά τους; Δεν είναι οι μαθητές που έγραψαν κάτω από τη βάση. Είναι το σύστημα που μονίμως μένει μετεξεταστέο.