Μια αλήθεια πέρα από θρησκοληψίες. Πέρα και πάνω από εγωιστικούς μικροϋπολογισμούς.
Ο Θεόδωρος της ιστορίας ήταν πάντα αντικείμενο σχολιασμού. Μα δεν έδινε ποτέ σημασία στα οποιαδήποτε σχόλια, όσο καυστικά κι απαξιωτικά κι αν ήταν. Έλεγε, στον εαυτό του τα έλεγε. Με απαξιώνετε; είστε ήδη πιο κάτω από μένα. Όχι με δόση υπερηφάνειας και κομπασμού: Ήταν πολύ ταπεινός και χαμηλών τόνων. Δεν τα ‘παιρνε τοις μετρητοίς τα σχόλια που κάποιοι καλοθελητές του μεταφέρανε. Εεε καλά μωρέ… σιγά… τέτοιοι είναι, τέτοια λένε. Τόσα ξέρουν, τόσα λένε.
Δεν τον απασχολούσε η γνώμη των πολλών, παρά μόνο της αγαπημένης του που την είχε πολύ ψηλά. Ήταν αυτή που τον είχε αποδεχτεί πλήρως. Είχε αποδεχτεί τον ιδιόμορφο τρόπο ζωής του: Ήταν μποέμ τύπος· Ήταν πετυχημένος επιχειρηματίας και αρκετά ευκατάστατος. Ζούσε μοναχικά και κοινωνικά. Ήταν του γλεντιού και της απομόνωσης.
Η αγαπημένη του εκτός απ’ τις ώρες που ήταν μαζί, ελάχιστες κι αυτές αλλά γεμάτες, τις υπόλοιπες μέρες και ώρες δεν ήξερε που ήταν και ποτέ δεν τον ρώτησε. Εξαφανιζόταν συχνά. Οι υποψίες και ο έλεγχος δεν άρεσαν καθόλου στον Θεόδωρο. Τις ανησυχίες και τις υποψίες η Αλκυόνη τις κρατούσε για τον εαυτό της. Την αγαπούσε πολύ, όχι με λόγια αλλά με έργα. Τη θαύμαζε, την καμάρωνε και τη στήριζε στην εξέλιξη της. Δεν παίζανε ρόλους στη σχέση τους. Εγώ ο άνδρας- εσύ η γυναίκα. Ήταν δίπλα και σε απόσταση σαν τις κολώνες του ναού. Έτσι που να στηρίζουν ο ένας την εξέλιξη του αλλουνού. Χορεύανε και οι δύο μα και ο καθένας μόνος του στον δικό του τον ρυθμό. Πίνανε κρασί μα ο καθένας απ’ το δικό του το ποτήρι. Γέμιζε το ποτήρι της μα δεν ήθελε να πιει απ’ το δικό του. Ιδιότυπη σχέση. Δεν ήταν δεσμευτική αλλά αυτοδεσμεύτηκαν για προσφορά.
Όμως… γυναίκα η Αλκυόνη, πέρα από ένας ανώτερος άνθρωπος, άρχισε να αναρωτιέται. Μια μικρή δόση ζήλιας έκανε την εμφάνιση της. Μα πού πάει τόσες μέρες και νύχτες χωρίς να μου δίνει αναφορά; Όχι! Όχι αναφορά, απλά μια ενημέρωση. Τέλος πάντων τον αγαπώ γι αυτό που είναι, είναι ο εαυτός του. Τον επέλεξα, γιατί τον βρήκα μυστηριώδη. Μου αρκεί, γιατί μου φέρεται άψογα.
Μα θα μάθω. Ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον.
Μια μέρα που εκείνος έλειπε της αποκαλύφθηκαν όλα αναπάντεχα και οδυνηρά. Την ενημέρωσαν από την τροχαία. Τροχαίο. Ακαριαίος θάνατος. Τραγικό! Το είπαν και στις ειδήσεις. Εκείνη τη στιγμή πάγωσαν όλα. Οι σκέψεις, τα συναισθήματα, το κορμί της. Έμεινε ώρες να κοιτάει τη φωτογραφία του, ασάλευτη, ανέκφραστη.
Την επόμενη μέρα πλημμύρισε από συναισθήματα. Αφού ξέσπασε ο πόνος της απώλειας, πλημμύρισε από συναισθήματα αγάπης, περηφάνιας και ευγνωμοσύνης που ήρθε στη ζωή της αυτός ο υπέροχος μοναδικός ΑΝΘΡΩΠΟΣ.
Πια δεν μπορούσαν να το κρατήσουν μυστικό. Έπρεπε να το ανακοινώσουν στην Αλκυόνη. Σύλλογοι, ιδρύματα, οικογένειες και μεμονωμένα άτομα που ευεργετήθηκαν απ’ τον Θεόδωρο. Όσο ζούσε και έκανε τις δωρεές και στήριζε φτωχές οικογένειες και τρωτά άτομα, ανήμπορα και αδικημένα, τους έλεγε μην τολμήσετε να το πείτε πουθενά. “Μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου”.
Είχε προνοήσει κι έκανε τη διαθήκη του. Όρισε μοναδική κληρονόμο της κινητής και ακίνητης περιουσίας του την Αλκυόνη, με τον όρο να συνεχίζει να στηρίζει όλους όσοι έχουν ανάγκη. Άξια συνεχιστής του κρυφού αλλά μεγαλειώδους έργου η Αλκυόνη. Ο Θεόδωρος έφυγε στα πενήντα οκτώ του. Λίγα χρόνια και γεμάτα αγάπη και προσφορά. Σαν να ζησε εκατό. Μέχρι και διακόσια μπορεί να νιώθεις ότι έζησες αν σκοτώσεις το ΕΓΩ και το ΕΣΥ και το κάνεις ΕΜΕΙΣ.
Στο σαρανταήμερο μνημόσυνο του εκφωνήθηκαν λόγοι- ύμνοι για την προσφορά του και την ταπεινότητα του. Η μεγάλη συγκίνηση δεν χωρούσε στην καρδιά της Αλκυόνης, ξεχείλισε κι έγινε δάκρυ. Έκλαιγε σιωπηλά. Άφηνε μόνο τα δάκρυα να κυλούν.
Ο Θεόδωρος δεν μετρούσε τον χρόνο του με αριθμούς. Τον δονούσαν οι κραδασμοί και οι εξάρσεις της ψυχής κάθε που έβλεπε παιδικά χαμόγελα, ήρεμους και παρηγορημένους υπερήλικες, αρρώστους να αναρρώνουν και νηστικούς να χορταίνουν. Έτσι, ζούσε διπλά τον χρόνο. Έφυγε απ’ το τραπέζι της ζωής χορτασμένος συνδαιτυμόνας. Δεν παντρεύτηκε, δεν έκανε παιδιά, γιατί θεωρούσε πως τα παιδιά όλου του κόσμου είναι δικά του παιδιά.
Μα θα μου πείτε αυτά συμβαίνουν μόνο στα παραμύθια. Κι εγώ ρωτώ. Υπάρχει κάτι αληθινότερο απ’ την αλήθεια; Ναι τα παραμύθια. Λένε πάντα την αλήθεια. Η αλήθεια που προσπαθούν να μας σερβίρουν είναι πάντα εικονική.
Αν μπορούσες να πνίξεις εκείνο το ΕΓΩ
στο ΕΣΥ μέσα να το σβήσεις θα ‘ταν στ’ αλήθεια μαγικό.
Μη φοβάσαι δεν θα χάσεις και δεν χάθηκε ποτέ κανείς
γιατί μπροστά σου θα προβάλει το υπέροχο ΕΜΕΙΣ.
Αυτό βρέθηκε γραμμένο σ’ ένα ημερολόγιο του καθώς κι ένα ποίημα αφιερωμένο στην αγαπημένη του:
Κινούμενη θάλασσα στην παραλία της ψυχής μου.
Δίπλα να είμαστε, το θέλω
να είμαστε κι οι δυο κοντά
όχι όμως ασφυκτικά
τους ανέμους του ουρανού να αναπνέω.
Να γελάμε να τραγουδάμε
να χορεύουμε κι οι δυο,
μα κι ο καθένας μόνος
στο δικό του το ρυθμό.
Κινούμενη θάλασσα εσύ
στην παραλία της ψυχής μουσείου
Γεμίζω το ποτήρι σου κρασί,
μα μην πίνεις από το δικό μου το ποτήρι…
Δίπλα και σε απόσταση να είμαστε
σαν τις κολόνες του ναού
έτσι που να στηρίζουμε ο ένας
την εξέλιξη του αλλουνού.
Θα μας ενώνει η αγάπη
κινούμενη θάλασσα σ’ όλα τα πλάτη
και σε πορείες μοναχικές
έξω και πάνω από τις κορυφογραμμές.
Αγάπη θα ‘χουμε χωρίς δεσμά
με αυτοδέσμευση για προσφορά
είναι απόφαση καρδιάς πνευματική
μυαλωμένη και λογική.
Όχι ξέφρενη χαρά περαστική
απ’ το δρόμο της ζωής μου
μα αγάπη σταθερή
κινούμενη θάλασσα στην παραλία της ψυχής μου.