Τετάρτη, 17 Ιουλίου, 2024

Μη μόναν όψιν…

Όπως ένα σπίτι χτίζεται από πολλές πέτρες με την καθεμιά να μπαίνει στη σωστή θέση της για να είναι στέρεο και αρραγές,  όμοια και η ζωή, για να προχωρά δυνατή και αλύγιστη, απαρτίζεται απ’ όλα όσα έζησες άλλοτε και ζεις κάθε στιγμή με το καθένα να έχει το δικό του μερίδιο, τη (μονα)δική του θέση στην καρδιά και στο νου σου…
Από μακριά, του ψωμιού το ασήμαντο ψίχουλο  εφάνη στα μάτια του μυρμηγκολαού σαν ολάκερο καρβέλι. Και τρέξανε οι μύρμηγκες να το καταβροχθίσουν, μοιράζοντάς το σε μερίδια, ανάλογα με του καθενός το ανάστημα. Το υλικό και όχι το ηθικό…  Δίχως, όμως, κανείς τους να σκεφτεί πως ίσως και μικρό δηλητήριο να κρύβεται πίσω από το μεγάλο χαμόγελο του αρτοποιού και των λοιπών αυτοαποκαλούμενων ανθρώπων!
Σκέψεις πηγαινοέρχονταν στο νου μου, καθώς ο Κάρολος με κοιτά κατάματα και χαμογελά όλος πίκρα…
Το πρωί, ξυπνώντας, γεμάτος κέφι, είχα ξεκινήσει να διαβάζω  το “Μανιφέστο”, μα σαν ήλθε το απόγεμα, παρά τα σύγνεφα που συνάχτηκαν με βιάση και ετοίμαζαν βροχή, ο έξω κόσμος με προ(σ)καλούσε να ιδώ πώς η γλώσσα των κρατούντων πλανεύτρα, από τα χρόνια του Κλέωνος και του Αλκιβιάδου, την ψυχή του λαού διαστρέφει και αλλού στρέφει!
Αντί τα τριαντάφυλλα τα ευωδιαστά με λατρεία ν’  αγαπά, την Ιστορία με δίψα να μαθαίνει, την Οικονομία μ’ εγκράτεια να διαχειρίζεται, το Δίκαιο να προασπίζει με πάθος, με τη Μουσική να γαληνεύει, και στον έρωτα και στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια πρωτιά να δώσει και τον ιδρώτα των γειτόνων και  των προπατόρων να τιμά, όλα σε παζάρι, όσο – όσο, και σε δημοπρατήριο την ωθούν να τα ξεπουλήσει, κυνηγώντας το εύκολο, έκνομο και εφήμερο κέρδος…
Και απέμεινα, εκεί, στο παραθύρι, να ψάχνω σαν παιδί πίσω από τις πολυκατοικίες της πολύβουης μεγαλούπολης, εκείνες που τους τριανταφυλλόκηπους άσπλαχνα κατάπιαν, την καθαρή, ολογάλανη και ζωοδότρα θάλασσα του καλοκαιριού, μα και να κοιτώ στον με τον ήλιο κρυφτό να παίζει με τα σύννεφα ουρανό του Φλεβάρη και ν’ αγαλλιάζω που όλα δείχνουν πως έρχεται ξανά μια ακόμη νεροποντή που τιμωρεί κι αυτή όπως οι προηγούμενες αδελφές της εν τη γενέσει τους τα σχέδια των καλοκαιρινών εμπρηστών οικοπεδοφάγων!
Και τα γέλια του Ιουστινιανού, που ίσως μαζύ μου έβλεπε τους ανθρώπους να τρέχουν, σαν παπιά οι πολλοί και σαν κύκνοι άλλοι, στη βροχή εκείνου του απογέματος, ακούγονταν στα αφτιά μου πιο βροντερά από του Καρόλου τα λόγια: “Νίψον ανομήματα μη μόναν όψιν!”

 

στους γονείς μου,
Ηρακλή και Σωτηρία


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα