Ανηφόριζα, δύσβατο το γιδοστράτι, σκέτο χαλίκι λάσπη κι ασπαλάθους, εδώ στο απρόσιτο ακρωτήρι του Αγιά Φωτειάς και ξεπρόβαλε αλανιάρικο το Θρασάκι μαζί κι η Φωτούλα να φτεροκοπούν ωσάν τις άσπρες πεταλουδίτσες, να παραμερίζουν αγριάγκαθα και σκίνα, να σκαρφαλώνουν στα βράχια, να γελάνε χαρούμενα να αστειεύονται και να σκορπάνε γύρα, ζωογόνα, ελπιδοφόρα τα βέλη ξενοιασιάς κι ελπίδας. Προσδοκία για μια ζωή όμορφη, ευτυχισμένη.
Τα χεράκια τους ασπρουδερά και μαργωμένα από το κρύο, αλλατζαδιαστά με το βρεγμένο κοκκινόχωμα πασπαλισμένα, το ένα σα φτέρουγα ελεύτερο και το άλλο σφιχτά να βαστά ένα ματσάκι αυτά τα αγνά, αμόλυντα, ωσάν τις ψυχές τους, λογιώ-λογιώ χρώματα κι αρώματα απ’ το παρθένο βουνό μαζωμένα, λουλούδια. Να σε μαγεύουν.
Άξαφνα, ίδια απαίδευτα, νιόβγαλτα κατσικάκια, παίξανε μια, βρεθήκαν την άλλη μεριά του, πράσινες λειχήνες πλουμισμένου βράχου, ορμήξανε, προυμυτήσανε, χώσανε τα παγωμένα χεράκια ανάμεσα δυο χαράκια, μπήξανε ως το λασπωμένο χώμα τα δαχτυλάκια τους, ξεριζώσανε λίγες ανεμώνες, μπλάβες, ροζ και θαλασσιές, τις αναμίξανε στο μικρό ματσάκι, γιόμισε η φουχτίτσα τους.
– Είναι για το μπαμπά μου. Γιορτάζει σήμερα, είπε το Θρασάκι και περήφανο τέντωσε το ζερβί του χεράκι με τα λουλουδάκια, και τις ριζούλες απ’ τις ανεμώνες να κρέμονται.
Αναμετρήθηκε κι η Φωτούλα, τέντωσε κι αυτή τ’ αδύναμο μπρατσάκι της, φανήκανε λίγες γρατζουνιές, ίδια σιρίτια με κόκκινη κλωστή τραβηγμένα, κοίταξε το φίλο της, κι υστερνά εμένα.
– Κι εγώ για το πατέρα του, το θείο Λευτέρη τα μαζώνω. Θα του πούμε χρόνια πολλά και θα μας γεμίσει φιλιά και σοκολάτες!
Τα ξάνοιξα αναψοκοκκινισμένα από το κρύο ως ήτανε και τα χνώτα τους να κρουσταλλώνουν στον αγέρα, ζήλεψα τα άγουρα νιάτα τους, πάσκισα να θυμηθώ αν ποτέ ήμουν κι εγώ οκτάχρονος, δεν εύρηκα άκρα, κατάπια τη πίκρα μου, τα ρώτηξα.
– Πώς βρεθήκατε εδώ στη κορφή του βουνού. Είναι επικίνδυνο, μόνα σας.
Πετάχτηκε όλο τσαχπινιά η μικρή, μου σφάλιξε το στόμα.
– Κάθε Κυριακή και σκόλη ερχόμαστε θείε. Μας αρέσει.
– Ναι αλλά, μόνα; Ξαναρώτησα.
Περιπαιχτικά ξαναμίλησε η τσαπερδόνα.
– Καλέ, τι μόνα. Με τους πατεράδες μας ερχόμαστε. Αυτοί πάνε στα ζώα κι εμείς μαζεύουμε λουλούδια, παίζουμε, κανακεύουμε τα αρνάκια, σκοτώνουμε και καμιά τσίχλα με τη σφεντόνα.
– O πατέρας της, ο θείο Γιώργης, είναι φίλος και συμμισάτορας με το δικό μου. Κι εδά είναι στα βοσκοτόπια. Την άλλη μπάντα της κορφής. Με τις αίγες, είπε ο μικρός κι έσκυψε να μυρίσει μια σπαλαθιά κίτρινη απ’ τα λουλούδια.
Τρύπωσαν στη μύτη του άρωμα και τσίτες, τινάχτηκε προς τα πίσω, μουρμούριζε μια αθώα βρισιά, σφούγγιξε με την πάνω μεριά του δεξού χεριού τα ρουθούνια του, γίνηκε σα κλόουν, γέλασε η Φωτούλα, θύμωσε αυτός, μα δε μίλησε.
Ξανάσκυψε και βάλθηκε να χώσει το χουφτάκι του ανάμεσα τα αγκάθια να μαζώξει τους ανθούς, δυσκολεύτηκε, μα επέμενε, κι άξαφνα τιναχτήκαμε κι οι τρεις από τον τρόμο μας, σαν ακούστηκε πιστολιά λίγα μέτρα παραπέρα.
Γυρνάμε προς τη κορφή, ένας άντρας με τα στιβάνια πετάχτηκε στον αγέρα κι ευτύς σωριάστηκε ανάμεσα τα χαράκια.
Τράβηξε το χεράκι του το Θρασάκι, χαρακιές απομείνανε των αγκαθιών το σούρσιμο και το αίμα να αφήνει στάμπες στο λασπωμένο χώμα.
– Ο πατέρας μουου! Έμπηξε σπαραχτική φωνή η Φωτούλα.
Πετάξανε τα λουλούδια, χιμήξαμε κι οι τρεις, ξεσκιστήκαμε ανάμεσα αγκαθωτούς θάμνους και ξερόκλαδα, άλλος έπεφτε κι άλλος σουρνότανε, φτάξαμε καμιά φορά. Ξεπνεμένος, ασπρισμένος κι άγριος, κείτονταν ανάσκελα απάνω σε λουλουδιασμένα αγκάθια και ξεραμένα βάτα. Με τα μάτια ανοιχτά. Να θωρεί τον ουρανό. Και το αίμα να μπογιαντίζει φύλλα κι ανθούς στους ασπαλάθους.
Καρσί, στου Κυνηγόσπηλιου το έμπα, να τρέχει αγριεμένος και ξαρμάτωτος πρόβαλε ο Λευτέρης. Ο στυγερός κι άναντρος φονιάς. Που σκότωσε, μαθεύτηκε, το φίλο του, για μιας πιθαμής βοσκοτόπι.
Κι απομείνανε ορφανά και τα δυο· με ματωμένα ψυχής και κορμιού τα κομμάτια.
Για πάντα.
Βγήκε ο Λευτέρης από τη φυλακή, χρόνια πολλά μετά.
Ο Γιώργης δε ξαναγύρισε από τον άλλο κόσμο.
Το Θρασάκι με τη Φωτούλα μεγαλώσανε φιλιωμένα, κάμανε απογόνους κι ακόμα παίρνουν το γιδοστράτι και παγαίνουν καρσί, στο Κυνηγόσπηλιο, να ρίξουν κάμποσους ανθούς από τους ασπαλάθους ανάμεσα τα χαράκια και λένε στα παιδάκια τους, το Λευτεράκι και το Γιωργάκη, πως εκεί έπεσε από τη φοράδα του ο παππούς και σκοτώθηκε.
Ποτέ δεν τους είπανε την αλήθεια.
Μη μολύνουν του βουνού τα αγριολούλουδα με των αθρώπων τα καμώματα.