“Όταν ένα έθνος εκτιμάει κάτι περισσότερο από την ελευθερία, θα χάσει την ελευθερία του. Και η ειρωνεία: αν αυτό το κάτι είναι οι ανέσεις ή το χρήμα, θα τα χάσει κι αυτά”
(Somerset Maugham, 1874-1965, Βρετανός συγγραφέας)
ΕΧΟΥΝ γραφεί πολλά εξυμνητικά κείμενα για το ’40. Πανηγυρικοί λόγοι, δοξαστικά ποιήματα και μυθιστορήματα από λόγιους. Αλλά και μαντινάδες, αφηγήματα, εξιστορήσεις κι ανέκδοτα από λαϊκούς δημιουργούς.
ΕΧΟΥΝ λεχθεί από σημαίνοντα ιστορικά πρόσωπα της εποχής εκείνης κολακευτικά λόγια για τους Έλληνες και την πρωτοφανή, ανέλπιστη αντίστασή τους στον Άξονα.
ΕΧΟΥΝ σχεδιασθεί άπειρες γελοιογραφίες υμνητικές του ελληνικού θάρρους, απαξιωτικές του ιταλικού φρονήματος.
ΕΧΟΥΝ συντεθεί πάμπολλα τραγούδια και εμβατήρια, παιχθεί θεατρικά έργα και μονόλογοι για τον ανεπανάληπτο εκείνο αγώνα των Ελλήνων εναντίον των σιδερόφρακτων εισβολέων κατακτητών: των Ιταλών φασιστών και των Γερμανών ναζί.
…ΜΙΑ, όχι πολύ γνωστή, πτυχή εκείνου του έπους παραμένει ο αντίκτυπός του στους θεωρούμενους μεν περιθωριακούς αλλά πολύ αγαπημένους στο λαό συνθέτες. Τους ρεμπέτες (1). Στις αρχές του περασμένου αιώνα τα ρεμπέτικα αποτελούσαν άσματα των φτωχών συνοικιών των μεγάλων ελληνικών κέντρων. Στη δε διάρκεια του Πολέμου και την Κατοχή κυκλοφόρησαν πολλά υπέροχα αντιπολεμικά ρεμπέτικα. Μικρή επιλογή απ’ αυτά συναποτελεί το σημερινό σημείωμά μας.
ΣΕ ΚΑΘΕ πολεμικό μέτωπο του ‘40, μετρώντας τις ώρες και τις στιγμές που επιβιώνεις, αποκτάς ικανότητες υπεράνθρωπου όταν αναλογίζεσαι το τι υπερασπίζεσαι: σπίτι, πατρίδα, οικογένεια, ιστορία, Ελλάδα. Όπως τα τραγουδάει ο ρεμπέτης:
«Το σπίτι μου λησμόνησα/και κάθε μου σκοτούρα,
και σαν θεριό πολέμησα/επάνω στη Κλεισούρα.
Τους όλμους δεν φοβήθηκα/τα τάνκς και τα κανόνια, και μεσ’ στις μάχες ξέχασα/τους πάγους και τα χιόνια.
Με θάρρος αγωνίζομαι /γερά κι αντρειωμένα,
για μια Ελλάδα αθάνατη/ σαν το Εικοσιένα.
Θα μπω μπροστά περήφανος/ με γέλιο και μ’ ελπίδα,
και θα κρατήσω ελεύθερη / την ένδοξη Πατρίδα». (2)
ΚΑΙ να πως συνοψίζεται η έννοια Πατρίδα/Ιστορία:
«Πατρίς μου, κάθε σου γωνιά μιλάει για μια δόξα:
στις Θερμοπύλες τις παλιές, με δόρατα και τόξα.
Κι άλλη γωνιά στη Λιβαδειά, κι άλλη στο Μεσολόγγι,
στο Σούλι και στο Μέτσοβο, π’ αντιλαλούν οι λόγγοι.
Κι εκεί ψηλά στην Ήπειρο που ‘ναι καμαρωμένη,
οι ήρωες του Δώδεκα είναι εκεί θαμμένοι.
Κι άλλη μια φλόγα λαμπερή, π’ ανάβει το Σαράντα,
θυμίζει λεβεντόκορμα κι όμορφα παλικάρια.
Κι εμείς στο χέρι το σπαθί, σαν τα παλιά τα χρόνια,
το αίμα μας θα δώσουμε, Ελλάς, να ζεις αιώνια». (3)
ΕΚΕΙΝΟΣ ο πόλεμος υπήρξε ιστορικά ο μόνος σε παγκόσμιο κλίμακα τόσο απαξιωτικός για τον αντίπαλο. Μια περιφρόνηση που εκφράστηκε με χιούμορ και ειρωνία:
«Ο Μπενίτο κάθε βράδυ, στο Παλάτσο ξενυχτάει,
για να μάθ’ έχει μανία, κάτι από την Αλβανία.
Το τηλέφωνο στο χέρι, όλη νύχτα στο καρτέρι,
πες μου φίλε Καβαλλέρο, το τι γίνεται να ξέρω.
Άκου Ντούτσε μου τα νέα, φίνα, σοβαρά κι ωραία,
ένα μπρος και δύο πίσω, πώς να σου τ’ ομολογήσω.
Τι χαμπέρια να σου στείλω, που μας ρήμαξαν στο ξύλο,
μας τσακώνουνε αράδα και μας στέλνουν στην Ελλάδα.
Κένταυροι και Βερσαλιέροι, όλος ο ντουνιάς το ξέρει,
πως κι οι τρομεροί μας “Λύκοι”, κάθε μέρα και μια νίκη.
Τους τσακώνουνε κοπάδια, οι τσολιάδες τα λιοντάρια,
και τους πάνε στην Αθήνα, κι έτσι τη περνούνε φίνα». (4)
ΟΜΩΣ, των πολέμων και των κρίσεων τα “νεκρικά σκοτάδια” κάποτε περνούν. Η ελευθερία, το “φως στο τούνελ”, η νέα ζωή έρχονται με εμβατήρια αισιοδοξίας και “χρυσές αυγούλες”:
«Αιώνες πέρασαν με νεκρικά σκοτάδια,
Φτάνει, σταθείτε, δειλοί,
ο λαός να χαρεί την αυγούλα τη χρυσή
π’ ανατέλει σ’ όλους λεύτερη ζωή.
Σκλάβοι, δεσμώτες, αδέλφια,
σκελετωμένα κορμιά,
ζωή καινούργια, τραγούδια, χαρά,
δώσατε, ‘σεις, λευτεριά. (…) (5)
ΜΙΑ ΕΙΝΑΙ η αλήθεια: Κανείς δεν περνάει στον άλλο “αλυσίδες” σκλαβιάς (ή μνημόνια), αν δεν του προσφερθεί η ευκαιρία να τις περάσει! Και ένα είναι βέβαιο: η ελευθερία μπορεί να ζει στις καρδιές μας ακέραιη, όμως ακρωτηριάζεται από δικές μας αδυναμίες κι αστοχίες. Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν επανακτάται με ευχολόγια, νόμους, Συντάγματα. Παρά μόνο με αίμα κι αγώνες… (25/10/14).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
-(1) Ρεμπέτες (ρεμπέτικο): Λέξη ξενικής προέλευσης (πιθανόν τουρκική). Άγνωστης ή ακαθόριστης ετυμολογίας. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922) έγινε μίξη των ρεμπέτικων τραγουδιών με αυτά που ήλθαν από τη Μ. Ασία και το Βόσπορο, μάλιστα με έντονη την εμφάνιση του “αμανετζίδικου” λαϊκού τραγουδιού. Τότε εμφανίζονται και τα περίφημα “Καφέ Αμάν” (και στα Χανιά) όπου το ρεμπέτικο τραγούδι άρχισε ν’ ανθεί. Το 1936 (δικτατορία Μεταξά) τα ρεμπέτικα απαγορεύτηκαν θεωρούμενα ως τουρκοειδή τραγούδια! Αξιοσημείωτο δε είναι ότι, ένα χρόνο πριν (1935), τα “αμανετζίδικα” είχαν απαγορευτεί στην Τουρκία, ως ελληνικά κατάλοιπα!
-(2) “Με θάρρος αγωνίζομαι” [Μπ. Βασιλειάδη -Β. Μαυροφρύδη] (Στ. Κερομύτης – Ι. Γεωργακοπούλου) (1941).
-(3) ”Ελλάς να ζεις αιώνια” (Μπαγιαντέρας, 1941–42). Η αναφορά σε Θερμοπύλες, σε αγώνες του ’21, του 1912 και του 1940, δείχνει ότι η Αντίσταση εναντίον των Γερμανών πήγαζε από μια βαθιά ιστορική παράδοση αγώνων ελευθερίας.
-(4) ”Άκου Ντούτσε μου τα νέα” (Ο Μπενίτο κάθε βράδυ) [Π. Τούντα] (Στελλάκης Περπινιάδης) (1941).
-(5)”Αιώνες πέρασαν” [Β. Τσιτσάνη] (Απόσπασμα από το “Εμβατήριο του 1944”).