Είναι σελίδα από το αδημοσίευτο ακόμη έργο μας: “Ιστορίες μιας Ζωής”, και μας θυμίζει, τα παρακάτω:
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΑΞΙΔΙΩΤΗ… ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ…
Τον Αύγουστο του 1964 ύστερ’ από οικογενειακό συμβούλιο αποφασίστηκε να πάρω το δρόμο για την Ελβετία όπου διαμένουν τ’ αδέλφια μου Πολύκαρπος και Ευτυχία και μετά την εκεί εγκατάστασή των και το στήσιμο των νοικοκυριών τους, μέλος της οικογένειας δεν τους επισκέφτηκε να δει με τα μάθια του πώς περνούνε στα ξένα.
Η διαδρομή Καμπανού – Χανιά – Σούδα – Πειραιάς, έγινε χωρίς κανένα πρόβλημα. Στη συνέχεια στο τραίνο της Ευρώπης μου φάνηκεν ατέλειωτος ο χρόνος της διαδρομής.
Δεν ξεχνώ τις απέραντες φυτείες καλαμποκιού ως στην Λουμπιάνα, τα δάση της Αυστρίας (και πολλά ακόμα, όπως ένας συγκρότημα δέκα πολυκατοικιών, κοντά στο σταθμό του Βελιγραδίου (Beograd έγραφεν η πινακίδα).
Στο “κουπέ” του τραίνου ήμουν σε παράθυρο, και απέναντί μου μια κυρία με γυαλάκια, όλη την ώρα μελετούσεν απ’ ένα χοντρό βιβλίο κι ήταν σαν απορροφημένη τελειωτικά.
Κάποια στιγμή που κοίταζα προς τα έξω ψάλλοντας, αποτείνεται σ’ εμένα με ελληνικά χαρακτηριστικής προφοράς ξένου καθηγητή: «Εχετε σπουδές κύριε;».
– «Μάλιστα, σπούδασα σε Παιδαγωγική Ακαδημία, μετά το Λύκειο και υπηρετώ στην Πρωτοβάθμια Εκπ/ση τώρα και δώδεκα χρόνια στην πατρίδα μου (Ελλάδα)».
– «Κι από που είστε;».
– «Από την Κρήτη», λέω εγώ, καμαρώνοντας!
– «Μπραβίσιμα! – Τότε θα μου θυμήσετε σε ποιο στοιχείο της Ιλιάδας περιγράφεται η αναχώρηση του Ιδομενέα για την Τροία;…».
Κόκκαλο… ο δάσκαλος.
– «Δυστυχώς αυτή την στιγμή μου διαφεύγει», δικαιολογούμαι εγώ και ξανακατευθύνω τη ματιά μου έξω στη φύση. Ποιος μου ‘πε εμένα να ψάλλω έστω και σιγανά, για να καταλάβει η κυρία… καθηγήτρια, πως είμαι Ελληνας γνώστης της γλώσσας και της Γραμματείας της και μάλιστα… εκπ/κός! Και το ‘χα πει και με καμάρι!…
Φτάνω κάποτε στο σταθμό της Ζυρίχης. Με περίμενεν ο αδελφός μου Πολύκαρπος. Πάμε στο διαμέρισμα που διέμεναν. Ηταν κι η Μέλπω η γυναίκα του, Σελινιώτισσα την καταγωγή. Την κορούλα τους, μωρό τότε, την είχαν στο βρεφονηπιοτροφείο, νομίζω την έπαιρναν σπίτι τ’ απόγευμα κι’ ως αύριο πρωί, που πήγαιναν στις δουλειές τους.
Ελεύθερο χρόνο είχαν μόνον τ’ απογεύματα, που τα εκμεταλλευόμασταν για να μου δείξουνε όσο πιο πολλά αξιοθέατα γίνεται, τις λίγες μέρες που θα μείνω!
Τις ώρες που ήμουν μόνος στην αναμονή ως να γυρίσουν, περπατούσα την Πανοφστράσσε, έφτανα στο Σταθμό, πήγαινα δίπλα στο Ζωολογικό κήπο και σε άλλα Μουσεία που ήταν θυμάμαι πολλά.
Στο ζωολογικό κήπο είχα κι ένα επεισόδιο που κόντεψε να μου στοιχίσει πολύ ακριβά. Αγόρασα ένα λαγουδάκι από το περίπτερο, για ένα σαρκοφάγο ζώο άγριο και του τον πέταξα! Πήρα και σπόρους για τις στρουθοκαμήλους που έφταναν ως το συρματόπλεγμα κι αποκρεμάζονταν να φτάσουν τις φούκτες μας, μα εγώ έκανα τ’ αστεία μου, μόλις πλησίαζαν τραβούσα την παλάμη μου κι αυτές έμεναν ρέστες. Μια του φίλου, δύο του φίλου, την τρίτη στρίβοντας πίσω για να τους ξεφύγω, τρώγω μια με τη χοντρή και δυνατή μύτη μιας στρουθοκαμήλου στο σβέρκο ασφαλώς μ’ εκδικούνταν, που έχασα τον κόσμο από τον πόνο. Αργησα να συνέλθω και να φύγω τρεχάτος σπίτι για τις πρώτες βοήθειες…
Ωραία, μαγευτικά, ήταν και δεν το ξεχνώ, μέσα στα βαγόνια τα εναέρια που κλείδωναν απ’ έξω και μας έκαναν περιήγηση πάνω απ’ τη λίμνη της Ζυρίχης για αρκετή ώρα, με μικρό εισιτήριο.
Θαυμάσια ήταν επίσης και όταν με πήγαν στο Σαν Γκάλεν στην εκκλησία και στις βρύσσες απ’ έξω, της Μαρίας Λίχτε (Μαύρης Παναγίας) μιας πολύ εντυπωσιακής εκκλησίας καθολικής.
Αξέχαστα ήταν στο Πετσαλλότσενεορφ με τα τόσα σχολεία κι από τα τόσα κράτη. Μπήκα στην τάξη “ΑΡΓΟΝΑΥΤΕΣ” αγοριών απ’ την Ελλάδα και “ΚΥΨΕΛΗ” κοριτσιών απ’ την πατρίδα μας. Θαύμασα τάξη και επίπεδο. Τους έφευγε ένας δάσκαλος. Μου είπαν να μείνω εκεί, υπό δύο όρους: πρώτον, να μάθω μέσα σ’ έξι μήνες τη γλώσσα και δεύτερο, να παντρευτώ!..
Τον υπόλοπο χρόνο μας στο σχολείο, χωριό Pestalozzi, παρακολουθήσαμε την σύσκεψη των εκπ/κών όλων των σχολείων-χωρών που ξεκινάει καθε Δευτέρα στις 10, το μπάνιο, έξω σε πισίνα, ενός γαϊδουρακιού χρονιάρικου, από μαθητές, τα παιχνίδια και τα τραγούδια των παιδιών του Θιβέτ, που είναι μας είπαν με υψηλό δείχτη νοημοσύνης.
Φεύγοντας σταθήκαμε στο βιβλιοπωλείο τους. Πήρα την καρφίτσα του σχολείου Pestalozzi, είναι ένας κατακόκκινος “βοσκός” και δύο τρία βιβλία. Το περιοδικό τους πολύγλωσσο που το λένε “Φιλία” με ελληνικές σελίδες σε κάθε τεύχος αρκετές και μια περιεκτική βιογραφία του μεγάλου παιδαγωγού Pestalozzi.
Την επόμενη μέρα ήμουν ελεύθερος όλο το πρωινό, μα δεν ήξερα πού να παω. Είχα δει πού εργάζεται ο αδελφός μου ο Πολύκαρπος. Στο Μασσίνε-φάμπρικ, που ήταν κοντά σε κόμβο του σιδηροδρομικού σταθμού της πόλης.
Μπήκα στο λεωφορείο από την Πανοφστράσσε, ήταν λεωφορείο διπλό “φυσαρμόνικα” και μου ‘κανε εντύπωση, γιατί δεν είχα ξαναδεί και κατέβηκα μπροστά στην πρόσοψη του εργοστασίου που εργάζονταν ο Πόλις. Είχα όμως πολύ χρόνο στη διάθεσή μου και δεν ήξερα τι να τον κάνω. Ηταν κι ένα περίπτερο εκεί στη στάση. Ζήτησα μπίκ, για να γράψω κάτι. Μου δώσανε μολύβι. Σημειωματάριο είχα.
Υστερα, σαν είδα πως κάποιος περνούσε απέναντι τις σιδηροδρομικές γραμμές τόλμησα κι εγώ, αλλά εξαγριωμένος ένας υπάλληλος των τραίνων, έρχεται με αρπάζει από τον ώμο και μου λέει στα γερμανικά όπως μου εξήγησε ο αδελφός μου στις 3 μ.μ. που σκόλασε και που εγώ κι ως τότε θυμόμουν τις αγριοφωνάρες του φύλακα των συρμών: «-Βλάκα – μου φώναζε- έχεις μυαλό κότας! Αυτό το ξέρεις πως απαγορεύεται η διέλευση των σιδηροδρομικών γραμμών; Κινδυνεύσεις να σε λυώσουν τα τραίνα»… Κι ήταν δέκα οι γραμμές εκεί… Εγώ το είχα αποτολμήσει, γιατί έβλεπα αυτόν που κάθε τόσο πέρναγε, ανασήκωνε μια πινακίδα στρογγυλή -μ’ ένα νούμερο- κι έτρεχε πάλι απέναντι…
Ας είναι, πάει κι αυτό!
Την άλλη μέρα ήρθε η αδελφή μου Ευτυχούλα κι ο Γιώργος ο άνδρας της. Είναι από την Καλαμάτα καταγωγή κανονικό μπόι, λεβέντης, καπνίζει όμως. Η αδελφή μου έχει μακριά μαλλιά κι είναι όπως πάντα χαριτωμένη κι όμορφη!
Μετά τις βόλτες μας στη Ζυρίχη, φύγαμε για το Truns που μένουν εκείνοι. Ενα χωριό μαγεία. Με μεγάλο σχολικό συγκρότημα με πλούσια δάση, πλαγιές καταπράσινες και νερά πολλά!
Θυμάμαι μιαν εκκλησία, που ζήτησαν ν’ ανεβούμε και στη διαδρομή, ανηφόρα ήταν, κάθε τόσο και μια σκηνή του Πάθους του Κυρίου ως τη Σταύρωση. Ηταν θαυμάσια!
Σε μια πλαγιά έκαναν σκοποβολή. Μου είπαν ότι εδώ τα πολεμικά όπλα που είδαμε να κρατούν οι άντρες, τα έχουν όλο το χρόνο σπίτι τους σαν να είναι στρατιώτες, και κάνουν κάθε καλοκαίρι μια εβδομάδα εξάσκηση στη σκοποβολή, σε επίθεση κατάληψης υψώματος, κ.λπ. τέτοια…
Κάναμε βόλτες στο Truns. Πήγαμε σε μπυραρίες σε καφενεία. Είδαμε λαγούς να τρέχουν σε χωράφια, πολύ κοντά μας και νερά, νερά, πολλά, εκεί ψηλά στα ύψη των βουνών ακόμη τα χιόνια να λυώσουν κι είναι Αύγουστος.
Το όνειρο στο Truns πάει στο τέλος του. Φύγαμε για Ζυρίχη κι απ’ εκεί εγώ στο τραίνο “Σεμπλόν Οριαν” έγραφε για την επιστροφή.
Από τις συμβουλές του Πόλυ, για την επιστροφή, συνέχεια θυμόμουν το «Πρόσεχε, δεν πίνουμε νερό από σιδηροδρομικούς σταθμούς. Είναι βρώμικο!». Στο Βάρτσαχ όμως της Αυστρίας, η στάση ήταν δίωρη και με αλλαγή συρμού. Εγώ διψούσα πολύ. Βλέπω μια βρύση μεταλλική σ’ έναν τοίχο, κάπου στις αυλές του σταθμού. Είχε δύο σειρές η επιγραφή της. Βγάζω το λεξικάκι μου να διαβάσω: “Βάσερ Φερμπότεν” το βρήκα! “Απαγορεύεται… νερό” θέλει να πει… μα η δεύτερη σειρά τι διάολο να ‘γραφε; Δεν μπορούσα να εντοπίσω τις λέξεις στο λεξικό. Ηταν τύποι λέξεων. Τι ήταν;
Βλέπω τον έναν, ανοίγει πίνει νερό! Βλέπω τον επόμενο, τα ίδια…
Σκέπτομαι: – “Είναι βλάκες, θ’ αρρωστήσουν! Εγώ ξέρω τι μου ‘πεν ο αδελφός μου κατά τις τρεις το απόγευμα, θα ξεκινούσαμε σε μισή ακόμα ώρα, δεν άντεχα.
Πάω κοντά στον κρουνό και μονολογώ φωναχτά στα ελληνικά: «- Τι άραγε γράφει τέλος πάντων η πινακίδα;».
«-Γράφει: “Απαγορεύεται να χύνεται χάμω νερό” μου απαντά ένας συνταξιδιώτης! Και συνεχίζει «Από που είσαι πατριώτη;»
– «Από την Κρήτη».
– «Κι εγώ από Κόρινθο μεριά, και πάω διακοπές! Πιες άφοβα νερό!»… Η ανακούφισή μου δεν περιγράφεται. Και ήπια και γέμισα το μπουκάλι που είχα στην τσάντα μου. Αυτά παθαίνει όποιος δεν ξέρει ξένη γλώσσα… και συνέχισεν το ταξίδι της επιστροφής χωρίς άλλα απρόοπτα ως την Κρήτη και τον Καμπανό. Αξέχαστα χρόνια.
Η συνάντησή μου με τα αδέλφια μου και βέβαια το Πεσταλότσι.