Τώρα, πώς να το πεις; Μία σε δύο ή δύο σε μία ή τι. Οι αδελφές Γκαμάλ ήταν ολόιδιες… Να πεις, ακόμα, όπως συνήθως λένε: «Hταν σαν δυο σταγόνες νερό», ίδια ηλικία, ίδιο ύψος και, από επιλογή, το ίδιο χτένισμα. Επιπλέον, ίσως να ζύγιζαν γύρω στα εξήντα κιλά -ας πάμε στο παρόν-: δηλαδή, από απόσταση: ποια είναι ποια; Η μία είναι η άλλη και η άλλη το αρνείται μερικές φορές, βέβαια πάντα στα κρυφά, γιατί είναι πολύ εκνευριστικό να έχει σωσία, σχεδόν σχεδόν μια κολλιτσίδα, αλλά το φταίξιμο είναι δικό τους που, με το πέρασμα των χρόνων, προσπαθούν να μιμηθούν η μια την άλλη ολοένα και περισσότερο.
Τα τικ τους, οι κινήσεις τους, οι μορφασμοί τους, όλα ίδια, σαν να είναι αντικριστοί καθρέφτες. Δεν βαριούνται; Οχι, καθόλου δεν βαριούνται οι αδελφές Γκαμάλ· και όχι μόνο δεν βαριούνται αλλά η ομοιότητα αυτή τούς δίνει νόημα στη ζωή. Βέβαια, όπως μπορεί εύκολα, και χωρίς πολλή πολλή σκέψη, να υποθέσει κανείς, οι δύο αδελφές έχουν κάτι ελάχιστο που της ξεχωρίζει στα μάτια ενός έμπειρου παρατηρητή, κάτι ελάχιστο όπως μια μικρή ελιά, η οποία όμως εύκολα κρύβεται κάτω από στρώσεις ρούχων, και μένει μακριά από τα ξένα βλέμματα όσο το επιθυμεί η μία ή η άλλη. Ομως ναι, σωστά, ένας εραστής θα μπορούσε να ανακαλύψει αυτό το σημάδι.
Μα για μια στιγμή; Μοιράζονται μέχρι και εραστή; Ω, ναι! Οι αδελφές Γκαμάλ μοιράζονται τα πάντα. Μια ιστορία λαϊκή, που εύκολα θα μπορούσε να είναι σενάριο σε μεξικανική σαπουνόπερα, αποφασίζει να διηγηθεί ο Ντανιέλ Σάδα, αμετάφραστος μέχρι πρότινος στα ελληνικά, στη νουβέλα του.
Μία από τις δύο, την ιστορία δύο δίδυμων αδελφών, ολόιδιων, που λειτουργούν ως μονάδα, με ό,τι συνεπάγεται αυτό, όμως, όταν κάνει την εμφάνισή του ο έρωτας, ο δεσμός τους θα κλονιστεί. Και δεν μπορεί παρά να θαυμάσει κανείς, όσο και αν η ιστορία ως ιστορία τον αφήνει εκτός και ασυγκίνητο, δεν μπορεί παρά να θαυμάσει την τεχνική του Σάδα, την παιχνιδιάρικη διάθεση με την οποία προσεγγίζει το θέμα του, φλερτάροντας με το κλισέ και τη φαρσοκωμωδία, τηρώντας όμως ξεκάθαρα όρια αμιγώς λογοτεχνικά, με ευδιάκριτη διάθεση για πειραματισμό στη φόρμα, και πόσο μάλλον σε μια τέτοια φόρμα με τέτοια συστατικά.
Γιατί υπάρχουν, και είναι καλό να τα γνωρίζει κανείς, κάποια λογοτεχνικά -και όχι μόνο- έργα, που μπορεί να μην είναι του γούστου του, αλλά διαθέτουν μια δεδομένη ποιότητα, μια διαφο- ρετική προσέγγιση αισθητική και όχι μόνο, έργα που κάνουν τον αναγνώστη να διαβαίνει δρόμους άγνωστους και ας μην επιστρέψει ποτέ ξανά εκεί. Τέτοια ήταν η περίπτωση του Σάδα για μένα.