Δευτέρα, 18 Νοεμβρίου, 2024

Μια ασήμαντη γυναίκα

Το όνομα ερχότανε σε άκρα αντίθεση με το παρουσιαστικό ετούτης της γυναίκας.
Tετρασύλλαβο, μεγαλόσχημο, χορταστικό και κάπως φανταχτερό, με μια κάποια δυσκολία στην προφορά του, αφού ήτανε μπερδεψοδουλειά κείνα του τα γράμματα, το ένα δίπλα στ’ άλλο.
Κι όσο για το κορμί της… Χοντρουλό, ένας σβώλος και κοντοπίθαρο. Αμ, το πρόσωπο; Στρογγυλοφαωμένο, σάμπως παραφουσκωμένος κουραμπιές και τραχύ σαν γρομπαλιασμένος τηγανίτης. Κι εκεί απάνω, δυο μάτια, να το διαπερνάνε, όπως η σχισμή του κουμπαρά. Μα όταν εφόριε τα ματογυάλια, εγουρλώνανε χειρότερα από της γαρίδας. Τα μακριά της, αναιμικά κοτσίδια, ίσια, λιγοστά, λιγνά κι ολόμαυρα, τα ‘δενε ακριβώς στη μέση του μετώπου, ψηλά στη ρίζα και τα σκέπαζε το πένθιμο κεφαλομάντηλο που το ‘δενε τριγύρω, ταιριαστό με την υπόλοιπη ολόμαυρη ενδυμασία.
Η οικογένεια, από την ημέρα που γεννήθηκε, ιδίως ο πατέρας, στενοχωρήθηκε κι ανησύχησε συνάμα. Πρώτο απ’ όλα: η επιτυχία του άντρα είναι ν’ αποκτήσει γιο. Το θηλυκό είναι μπελαλίδικο. Μα ύστερα, ετούτο δω το μωρό, σάμπως να ‘τανε ατσούμπαλο και κακομούτσουνο. Σαν τη σουρομαδημένη κατσούλα και κατακόκκινο, λες κι είχε αντικρίσει τη φάτσα του στον καθρέφτη. Κι όσο πήγαινε, η ανησυχία του πάτερ – φαμίλια μεγάλωνε. Ποιός παλαβιάρης θα ‘παιρνε αργότερα, ετούτο το μισερό θηλυκό; Κι η μάνα του σώπαινε, κοιτάζοντας προς τα εκεί που κατοικεί ο Θεός κι έκανε το σταυρό της.
Κι όμως, η Σιρμαλένια παντρεύτηκε. Αποδείχτηκε νοικοκυρά, σβέλτη και καπάτσα, εργατική και γερή κράση, καλή σύζυγος και καλή μάνα. Το σπιτάκι της, εκεί δεξιά, ψηλά στο λόφο, ανατολικά, στο έβγα του χωριού, με το μεταλλικό, λαδοπράσινο λοφίο στην εμπασιά του, ήτονε μικρό, φυτρωμένο σε κακοτράχαλο τόπο, αμά σωστό αρχοντόσπιτο, ανέ το ‘βλεπες με άλλο μάτι.
Μέσα στις μολόχες, στους αγγελάμους, στ’ αγριόδεντρα, στις ελιές και στις φραγκοσυκιές.
Και τις νύχτες, μέσα εκεί και τριγύρω, σουλατσάρανε και ξετροχαλίζανε το λοφάκι τα ποντίκια, οι αρουραίοι, οι ζουρίδες, οι σκατζοχοίροι, γέμιζε ο τόπος σκλώπες και κακά πουλιά και τη μέρα, κοράκους και φίδια.
Ετούτηνά η γυναίκα, γεννήθηκε το λοιπόν στις αρχές του εικοστού αιώνα. Κι έπειτα γέννησε με τη σειρά της μόνον αγόρια, πάει να πει: “καλή σπορά” για τον άντρα της. Και κάποια στιγμή, πάει ο άντρας της, πέθανε. Από το κρασί; Την τσικουδιά; Κάποια αρρώστια; Άγνωστο.
Ξετύλιγε, όλο ξετύλιγε το κουβάρι της ζωής της γυναίκας. Τι είχε ζήσει, τι ζούσε και τι θα ζούσε από δω και πέρα… Βαλκανικούς πολέμους, Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο… Όμως ο Δεύτερος ήταν εκείνος ο πόλεμος που στοίχειωσε το βίο της, τον ύπνο και τα όνειρά της. Τα όνειρα του ύπνου που γίναν εφιάλτες κι όχι τ’ άλλα τα όνειρα που βλέπουμε ξυπνητοί, γιατί η Σιρμαλένια δεν είχε ποτέ της όνειρα στον ξύπνο. Μπέλκι η μοίρα όλων των γυναικών, μπέλκι η μοίρα της καθεμιάς γυναίκας. Κι ύστερα ήρθε ο καταραμένος Εμφύλιος και μετά μιλάγανε για διχτατορίες…
– Αλλά εγώ, παιδί μου, δεν τα πολυκατέχω ετούτα τα πράματα, δεν μπορώ να τα καλοδώ και να τα καλακούσω. Τα φοβάμαι. Εσείς να ‘στε καλά, εγώ, μαθές, τα ‘φαγα μπλιο τα ψωμιά μου…, έλεγε κανακεύοντας τον μεγάλο της γιο.
Χήρα πια, μέσα σε απέραντη φτώχεια. Χρεωστικά από τον άντρα της, χρεωστικά δικά της, λογαριασμοί από δω, λογαριασμοί από κει… Πείνα, δυστυχία, κακουχίες, αρρώστιες, δάκρυα κρυφά απ’ τα παιδιά της, προσευχές και υποχρεωτικές νηστείες!!!
Το σκέφτηκε, το ματασκέφτηκε, τα ζύγιασε και τα ‘δεσε καλά όλα στην άκρη του μυαλού της και κάτω από τη δεσιά του κεφαλομάντηλου κι άρχισε να ράφτει. Ξημεροβραδιαζότανε, στραβώθηκε στο τέλος απ’ το ράψιμο. Επιπλέον, πλέξιμο χοντρό κέντημα, μαντάρισμα, κοπανέλι… Αμ, τα χωράφια; Να τρέξει στο θερισμό, στ’ αλώνισμα, να μαζώξει ξύλα, να ζυμώσει και να φουρνίσει ψωμί, να κουρέψει τα πρόβατα, να γνέσει μαλλί, να πλύνει τα ρούχα με αλισίβα, να σφάξει όρνιθες, να μαζώξει, να καθαρίσει ένα – ένα και να πλύνει χόρτα, να σπείρει, να κλαδέψει, ώσπου, στο τέλος…
Κόντεψε ν’ αποθάνει η γυναίκα. Ολομόναχη, θεόφτωχη, με τα παιδιά της, δίχως εκείνη τη συμπόνια που ενώνει – λένε- τους χριστιανούς, που ενώνει και ξεχωρίζει τα ανθρώπινα και δένει τους ανθρώπους…
Βρέθηκαν το λοιπόν κάτι συγγενείς μακρινοί και κάποιοι καλοθελητάδες, να τηνέ βάλουνε σε μια δουλίτσα της προκοπής, με μισθό, δούλα έστω, μα με αξιοπρέπεια, που, ούτως ή άλλως, τη διέθετε μπόλικη. Συνέχισε όμως και τις άλλες δουλειές. Ώσπου, αργότερα, τη βρήκαν οι νέες γυναίκες της ευρύτερης οικογένειας, μαραζωμένη, με το βλέμμα τσακισμένο και στεγνό: καθάριζε σπίτια, ξενόπλενε ρούχα, πούλαγε χόρτα, κοίταζε ξένα ζα, έπαιρνε παραγγελίες αρχόντων του χωριού για ‘φαντά, ατραντέδες και ξόμπλια…
Τώρα, όλα της τα παιδιά είχανε φύγει. Άλλο για την μεγαλούπολη στα ηπειρωτικά της Ελλάδας που σου δίνει καλύτερο ψωμί για να φας κι άλλο για την Αμερική, με τ’ όνειρο ενός καλύτερου κόσμου και μιας εύκολης ζωής. Πολύ στενός εκαταντούσε πια αυτός ο τόπος. Πού να χωρέσει τόσους ανθρώπους όταν δεν υπάρχουνε λεφτά για να ζήσεις…
– Εδώ, μωρέ μάνα, θα τηνέ φάω τη ζωή μου; Με καταλαβαίνεις;
Κι έφυγε ο πρώτος της γιος, για να πάει στα τυφλά, πέρα απ’ τη στεριά, πέρα απ’ το γνωστό κόσμο και μετά από θάλασσες και θάλασσες, ωκεανούς και τρικυμίες, κατακλυσμούς και περιπλανήσεις, για να πλένει τα πιάτα δέκα – δέκα, εκατοντάδες και χιλιάδες απ’ το πρωί ίσαμε το βράδυ για μιαν ολάκερη ζωή, στην Αμέρικα.
Και σιγά – σιγά, ο πόνος, η μοναξιά και η κούραση, της κλείσανε το στόμα και της έσβησαν τις λέξεις, όμως αυτά όλα της μίλαγαν συνέχεια, εκκωφαντικά, και δεν την αφήνανε, στιγμή ήσυχη: στις εικόνες που έβλεπε, όσο έβλεπε από την πολλή στραβωμάρα, στο σπίτι μέσα παντού, στις αγιογραφίες της εκκλησίας, σα όνειρά της, τη νύχτα. Πριν λίγο, είχε αναγκαστεί να πάει στον γιατρό και να βάλει γυαλιά. Κάποιοι συγγενείς γελάγαν λέγοντας:
– Μωρέ, σαν τον κεφτέ με γυαλιά, δε μοιάζει η θειά μου;
Αργά μα σταθερά, κατέρρεε το σώμα της και η καρδιά της. Και μαζί της, πέφτανε αργά μα σταθερά, οι σοβάδες του σπιτιού και τα κομμάτια του.
Μια μέρα, ξανάρθανε οι νεαρές τσούπρες της ευρύτερης οικογένειας, των συγγενών, μαζί με τα πιτσιρίκια. Η θεία πήγε στην κουζίνα να ψήσει τον καφέ, με μπόλικο καϊμάκι, όπως το συνήθιζε. Πετάγεται μια από τις μανάδες, μιλώντας ψιθυριστά, για να μην ακούσει η θειά.
– Μη φάτε τα σοκολατάκια που θα σερβίρει η θεία σας, γιατί εδώ πάνω, δεν έρχεται ποτέ κανείς κι είναι γεμάτα σκουλήκια.
Τα παιδιά στρέφανε πάντοτε συνωμοτικά το κεφάλι προς την κύρια είσοδο, ταυτόχρονα, όλα μαζί, μήπως και τα τσακώσει η θεία τους κι ύστερα, δίνανε μια, σφεντουρίζοντας τα σοκολατάκια κάτω απ’ το ψηλό αυλιδάκι, μέσα στ’ αγριόχορτα που κατηφορίζανε προς τον κεντρικό δρόμο, και πάρα πολύ το διασκεδάζανε ετούτο το παιχνίδι.
Πάνω στην ώρα, να σου και καταφτάνει η θεία -είχε ακούσει άραγε; δεν είχε ακούσει;- με τους καφέδες. Πάντοτε σιωπηλή. Στο πρόσωπο, ειδικά στα μάτια, καθρεφτιζότανε μια σκιά, κάτι σαν θλίψη ανάκατη με την έλλειψη του ανθρώπου. Έπειτα ήταν και το άλλο που η κουνιάδα της τη ζήλευε, άγνωστο γιατί, κι όλο τηνέ πιλάτευε, τηνέ κέντριζε σαν τη σφήκα. Κι όμως, ετούτο το κομμάτι κορμιού δεν είχε τίποτε απ’ τη λιγνάδα, την αρχοντιά και την άνεση και τον πλούτο της άλλης γυναίκας. Τότε, τι της ζήλευε; Τι στο καλό έχει η μιζέρια, η φτώχεια, η έλλειψη των αγαθών που σε κάνουν να μην πεινάς και ν’ αντέχεις, τι έχει η στέρηση, που δεν το διαθέτει η συγυρισμένη ζωή με τα όλα της, για να βγάζει κακία και μοχθηρία;
Ένα από τα παιδιά τότε, αεικίνητο, διαβόλου κάλτσα, όλο περιέργεια, όλο να ρωτά και να μαθαίνει, ασουλούπωτο, ανικανοποίητο, πιάνει να σβουρίζει γύρω απ’ το σπίτι:
– Ελάτε να δείτε ένα πουκάμισο οχιάς, πίσω από την κουζίνα!
Η θειά, πάντα σιωπηλή, πάντα ανέκφραστη, πάντοτε κοιτάζοντας κάπου μακριά, και ποτέ μέσα σε μάτι ανθρώπινο. Μα για το παιδί και το ένστικτό του, εκείνο της αθωότητας, ετούτη η συγγένισσα που φαινότανε κλεισμένη σε τσιμεντένιο τοίχο, ετούτη η απόσταση, η σιωπή και η συνεχής επαφή της θείας με το καθήκον και την προσφορά του φτωχού, προσφορά της καρδιάς, έκρυβαν, προστάτευαν και εξέπεμπαν, εκεί που έπρεπε, σε όσους είχαν ψυχή για να το νιώσουν, τη θέρμη της καρδιάς μιας αφημένης στη μοίρα της πλέον, γυναίκας, που δεν την αγκάλιαζε εδώ και χρόνια κανείς, που δεν την άγγιζε καμιά αφή ανθρώπινη, όμως, το ίδιο κι εκείνη, υπακούοντας στο ριζικό της.
– Θεία, τι είναι εδώ μέσα;
Δίπλα στο σαλόνι, ακριβώς στη μέση, είχε το μουσείο της. Το άνοιξε τότε, για να δει το παιδί, καθώς ήταν μονάχα οι δυο τους: ένα παλιό δρεπάνι, το σίδερο με τα κάρβουνα για τα ρούχα, οι λάμπες πετρελαίου με το χοντρό φιτίλι, η παλιά ζυγαριά με τους φοίνικες, τα πουλιά, και τα ζύγια, η ζυγαριά του πλανόδιου εμπόρου, η παλιά πλύστρα, το γουρνάκι, ένας μικρός αργαλειός, το αδράχτι, ένα σαμάρι, το μαγκάλι…
Κι όπως τα έδειχνε στο παιδί, είχε μια λάμψη στα μάτια, δυο άστρα, δυο διάττοντες που πέφταν αργά – αργά, με ρυθμό στον ωκεανό κι ύστερα, σαν να τράβηξε κάποιος τις άκρες από το τεντωμένο σκοινί του στόματός της. Σα ν’ αχνογέλασε, μακριά από τις άλλες τις σουσουράδες κουτσομπόλες, στο παιδί, που ίσως και να μπορούσε, αυτό τουλάχιστον, να την καταλάβει.
Κι ήτανε όμως, το πιο πολύ από κάθε τι άλλο, εκείνος ο ζωγραφικός πίνακας με τη λαδοπράσινη κορνίζα, ψηλά, στ’ αριστερά του σαλονιού, πάνω από το σερβάν με ξύλο που γυάλιζε απ’ την πάστρα:
Η εικόνα μιας θάλασσας πολύ πλατιάς, απέραντης, σ’ έναν άλλο, μακρινό και φανταστικό κόσμο. Και στη μέση, μπροστά, η Γοργόνα του Μεγαλέξανδρου, με το στήθος γυμνό, λευκορόδινο πρόσωπο και μακριά, καστανά μαλλιά, βρεγμένα από το νερό, απ’ όπου μόλις είχε αναδυθεί. Κρατώντας στο δεξί χέρι ένα ιστιοφόρο καράβι και στο αριστερό, ένα εκατόφυλλο τριαντάφυλλο. Η ψαρίσια ουρά της Γοργόνας κρατιόταν ψηλά, μέσα σε γκριζόμαυρα λέπια, σκεπάζοντας σα σύννεφο τον ορίζοντα. Ετούτη η Γοργόνα όμως, χαμογελούσες, πάει να πει, πως ο τελευταίος ναύτης που ρώτησε “αν ο Μεγαλέξανδρος ζει”, της είχε δώσει καταφατική απάντηση.
Κι ετούτη η γυναίκα ζωγράφιζε. Μια γυναίκα του χωριού, αγράμματη, με λαδομπογιές και πινέλα, να ζωγραφίζει ταξιδιάρικους ορίζοντες ενώ δεν ταξίδευε ποτέ της, που δε βγήκε καν έξω από τα όρια του χωριού, παρά μόνον στις δουλειές, στην Κυριακάτικη Λειτουργία, σε κηδείες, μνημόσυνα και για ψώνια στην πλατεία του χωριού ή στις δύο άλλες γειτονιές.
Ξένη, απομακρυσμένη από το γνήσιο δεσμό που οδηγεί τους ανθρώπους στα πιο βαθιά, διάφανα αισθήματα, αποκομμένη εντελώς από τα παιδιά της, από τις γυναίκες εκείνες που δεν γνώρισαν ποτέ τους τον έρωτα, παρά μόνον τα υποχρεωτικά, μέσω οικονομικής συναλλαγής προξενιά του τότε, που μαρτύρησε απ’ τον πόλεμο, τη φτώχεια και τη μοναξιά της γυναίκας που μεγαλώνει μονάχη της τα παιδιά της.
Όταν έφευγαν οι ξένοι, όταν τελείωναν τα σούρτα – φέρτα τους οι γνωστοί, η γυναικούλα ετούτη έπιανε τη λαδομπογιά και το πινέλο δίπλα στον στρωμένο μουσαμά, στα χαρτιά και στην πρόχειρη σανίδα από κάποιο πορτοπαράθυρο ή κρεβάτι και χανότανε, για να διασχίσει τις θάλασσες και να φύγει μακριά, πολύ μακριά, στα παιδιά της, εκεί που δεν μπόρεσε να πάει ποτέ της. Και ποιός γνώριζε να πει αν και πότε θα τα ξανάβλεπε.
Μιαν ημέρα, χρόνια μετά, καταφτάνει ο έγγονας της Συρμαλένιας, από την ελληνική μεγαλούπολη, σε συγγενικό σπίτι, για την καθιερωμένη, τυπική επίσκεψη στο σόι. Είχε χάσει προς στιγμήν τη γιαγιά του, τη φώναζε, κι αυτή ήταν άφαντη και δεν απαντούσε από πουθενά, τριγύρω. Έξαλλος κραύγασε:
– Μα πού στο διάολο είναι η γιαγιά μου;
Η γιαγιά Σιρμαλένια όμως είχε πεταχτεί δίπλα ακριβώς απ’ το συγγενικό της σπίτι, στον Άγιο Νικόλα, για ν’ ανάψει ένα κερί. Κι αυτή την κουβέντα του εγγονού, μπορεί να μην την άκουσε ο Άγιος Νικόλαος, την άκουσε ωστόσο το μικρό του ανιψάκι και την τακτοποίησε, ωραία – ωραία και προσεχτικά, στο πιο ψηλό ραφάκι των αναμνήσεών του.
Και μάλλον πως ο Άγιος Νικόλαος ούτε άκουσε ούτε είδε τίποτα. Γιατί σε κάμποσο καιρό, η κυρά – Συρμαλένια, πήγε όντως, στον διάβολο. Την κλείσανε στο Γηροκομείο, στην Αθήνα. Εκεί απόμεινε πια, ολομόναχη, εφτάρφανη, ξεχασμένη, με μοναδική της παρηγοριά, την εικόνα του Αγίου Γεωργίου και το μικρό σταυρό του Χριστού στον γερασμένο λαιμό της. Εκεί, έμαθε ν’ ατενίζει με τις ώρες, το νερό της βροχής, στα μεγάλα παράθυρα.
Ώσπου το νερό στις φλέβες της στέρεψε. Και την ύστατη εκείνη μέρα, το νερό της βροχής ενώθηκε με τα δάκρυα στα πονεμένα, μικρά της μάτια και γίνηκε νερό της απέραντης, γαλάζιας θάλασσας της Γοργόνας. Κι η Σιρμαλένια έσβησε μέσα σε απέραντη σιωπή. Στη σιωπή του κόσμου που τρέχει ολοταχώς προς τη ζωή αδιάφορος, ανελέητος, και στην άλλη σιωπή. Τη δική της.
Στο κατέβασμα από το λοφάκι, εκεί, στην άκρη της εμπασιάς, ανάμεσα σε αγγελάμους και σκόρπια σκουπίδια, το πόδι του ταξιδιώτη σκοντάφτει σε μια πεταμένη χρυσόμαυρη κορνίζα. Ολομεμιάς, θαρρείς και το φτωχικό, ετοιμόρροπο πια, σπίτι, βγάζει την ύστατη κραυγή πριν το σώριασμά του στο χώμα και τον θάνατο της ρίζας της φαμίλιας και της ιστορίας της, της ιστορίας εκείνης της ξεχασμένης απ’ όλους, βασανισμένης Ελληνίδας μάνας:
«Γυναίκα ήταν
ετούτο το κουφάρι
χρυσού καθρέφτη».
Ήταν, εξάλλου, μια γυναίκα ασήμαντη, προορισμένη να ξεχαστεί, όπως οι περισσότερες γυναίκες…


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα