Σε µια κοινωνία, που σε πολλές περιπτώσεις θυµίζει τουβλάκια lego, όταν προστίθενται άνθρωποι είτε µε αλλοιωµένη γονεϊκή επίγνωση είτε µε κύριο χαρακτηριστικό την έπαρση, τότε το αποτέλεσµα είναι θλιβερό.
Κρατάει την κρέπα ο µικρός, σκουπίζει τα δάκτυλα του στην τζαµαρία του καταστήµατος. Ο πατέρας, κοιτάει που τον κοιτάνε οι γύρω, τους γυρνάει πλάτη και πέρα βρέχει.
Ο έφηβος κάνει δεξιά, σταµατάει όπως του υπέδειξαν οι αστυνοµικοί της Τροχαίας, γίνεται ο έλεγχος, του παίρνουν το µηχανάκι, διότι δεν είχε τίποτα. Ούτε ασφάλεια, µήτε δίπλωµα ούτε και τρόπους…
Από την τροχαία καλούν τον πατέρα, για µία σύσταση και όλη την καλή διάθεση να επιστραφεί το δίκυκλο, αρκεί να υπάρξει συµφωνία µε τον έφηβο στα περί νοµίµων. Ο πατέρας µε ύφος µπλαζέ λέει, «τι χρωστάω, πόσο είναι η κλήση, να πληρώσω να πάρω το µηχανάκι να τελειώνουµε».
Μέσα στην τάξη, τα κινητά δίνουν και παίρνουν, η ανησυχία λόγω ενασχόλησης όχι µε το µάθηµα αλλά µε τα social, οδηγεί τον καθηγητή να στείλει στον διευθυντή 3 νεαρούς. Ο διευθυντής, τους πήρε τα κινητά, ζήτησε να επικοινωνήσουν οι γονείς µε τον ίδιο, ενώ τα τηλέφωνα θα τα επέστρεφε αφού µιλούσε µε τους γονείς. Ο κακός χαµός. Οι δε γονείς, φυσικά µε το µέρος των µαθητών.
Χαλασµένοι άνθρωποι; Όχι. Μηδενικός κώδικας επικοινωνίας; Μπορεί… Κακοποιητές του αύριο των παιδιών τους; Σίγουρα..
Κι όλα αυτά, επειδή σχεδόν ποτέ δεν καθίσαµε µε ηρεµία και σεβασµό στους ρόλους, να κουβεντιάσουµε, το πώς θέλουµε να είναι η κοινωνία, όταν τα παιδιά µας θα είναι Εµείς, και τα εγγόνια µας, Εκείνα.
∆εν είναι δύσκολο να πει ο καθένας µας, «άσε ρε τι µε νοιάζει τώρα εµένα. Έχω άλλα στο µυαλό µου να λύσω». Απεναντίας είναι και πολύ εύκολο και ξεµπερδεύεις από την αρχή.
Το θέµα είναι τι θα πούµε όταν κάποια µάτια κάποιων 35άρηδων µας κοιτάξουν κάποια µέρα µε απορία, χωρίς να λένε τίποτα.
Πολύ γνωστά, πολύ οικεία τελικά, τα µάτια των παιδιών µας, στα µάτια τα δικά µας.