Η αστική τάξη της πόλης των Χανιών κατά την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας διασκέδαζε με χοροεσπερίδες και χοροημερίδες.
Σε αυτές χορεύονταν όλα τα είδη των χορών, δηλαδή κρητικοί χοροί, ελληνικοί χοροί, καθώς και ευρωπαϊκοί. Οι νέοι χορευτές, βέβαια, προτιμούσαν τους ευρωπαϊκούς χορούς για να έχουν την ευκαιρία προσέγγισης και επαφής με το ωραίο φύλο. Ο βασιλιάς αυτών των χορών ήταν το βαλς και ακολουθούσαν η πόλκα, η μαζούρκα, οι λανσέδες και οι τετραχοροί.
Η έρευνα στον τοπικό Τύπο της εποχής και τα απομνημονεύματα παλιών κατοίκων (βλ. Α. Αλιγιζάκης, Όπερες, Μαντολινάτες & Καντάδες, Βαλς & Συρτός στα παλιά Χανιά) δίνουν πληροφορίες για τον τρόπο αμφίεσης των καβαλιέρων, το πρόγραμμα, το είδος των χορών, καθώς και την εθιμοτυπία.
Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα, το οποίο περιγράφει την αμφίεση και γενικότερα την εμφάνιση των χορευτών-τριων: «[…]οι ζωηροί, πάντοτε εύθυμοι, με τα σμόκιν τους, ταις μυρωδιές τους και τα γάντια των, με καλλιτεχνικούς μύστακας[…] ημιλλώντο μεταξύ τους, τις κάλλιον του άλλου να δρέψει δάφνας χορευτικάς ή[…]ερωτικάς. Αι δε πεταχταί αφρογαλακτόπλαστοι, καλλίμορφοι, εύσωμοι […]σεμναί επέτων υπό την ελαφράν πίεσιν των δακτύλων της δεξιάς των καβαλιέρων των και υπό τους ήχους της γλυκείας Μουσικής του Συλλόγου, παιανιζούσης βαλς, πόλκα, κ.λπ.[…]».
Οι καβαλιέροι στους επίσημους χορούς φορούσαν υποχρεωτικά σμόκιν, άσπρο πουκάμισο με μανικέτια, κολλαρισμένο πέτο με ξεχωριστό κολάρο στο λαιμό, μαύρο παπιγιόν, γάντια και μαύρα λουστρινένια παπούτσια. Εναλλακτικά, μπορούσαν να φορέσουν φράκο (ήταν βαρύ και πολύ ακριβό γι’ αυτό δεν το προτιμούσαν). Αντίστοιχα, οι ντάμες είχαν τα ανάλογα περίτεχνα χτενίσματα και μακριά φορέματα με ντεκολτέ.
Το πρόγραμμα της χοροεσπερίδας ήταν αναρτημένο στην αίθουσα του χορού και παρουσίαζε την έναρξη, τη λήξη και τα διαλείμματα του χορού. Η εθιμοτυπία απαιτούσε την πρόσκληση στη συγκεκριμένη χοροεσπερίδα (διαφορετικά ο χορευτής δεν μπορεί να παραστεί) και τον σεβασμό του προγράμματος. Η επιλογή της ντάμας από τον καβαλιέρο και η πρόσκληση σε χορό γινόταν με μια μικρή υπόκλιση, ενώ ταυτόχρονα ζητούσε και την άδεια από τους συνοδούς. Συχνά η ντάμα συμβουλευόταν το μικρό καρνέ, το οποίο είχε περάσει με μια χρυσή αλυσιδίτσα στο λαιμό, ώστε να δει αν είχε υποσχεθεί το χορό σε άλλο καβαλιέρο. Η τήρηση του προγράμματος και της εθιμοτυπίας, η οργάνωση του χορού και τα παραγγέλματα δίνονταν από τον υπεύθυνο του χορού, τον τελετάρχη, ο οποίος συνήθως ήταν επαγγελματίας χοροδιδάσκαλος.
Οι χοροεσπερίδες συχνά έκλειναν με κρητικούς χορούς και καλαματιανό:
«[…]Ρίγος συγκινήσεως διέδραμε τους θεατάς προθύμους να χειροκροτώσι την εξαίρετον ταύτην θεαματικότητα του πεντοζάλη υπό τον κ. Πωλογιώργη, ευσταλή και εύκαμπτον ως ίνα των νεύρων των υιών του Αιόλου εν μέσω των βρακοφόρων αρίστων συγχορευτών του».
«[…]Εις τους Έλληνας αξιωματικούς, οι οποίοι καθ’ ην στιγμήν έσερναν τον καλαματιανόν με την απαράμιλλον τέχνην και ευκινησίας των ήγειραν τον ενθουσιασμόν πάντων».
Αξιοσημείωτο είναι ότι υπήρχαν και φωνές αντίδρασης στα νεοεισερχόμενα ευρωπαϊκά χορευτικά ήθη από συντηρητικούς παράγοντες της τοπικής κοινωνίας, όπως ήταν ο Παύλος Βλαστός (1832-1926), πατέρας της κρητικής λαογραφίας:
«[..]της δε μεταμορφώσεως τούτου[…]απεχθή μορφήν στροβιλισμόν, της πόλκας, βαλς κ.λπ. […]οι άσεμνοι ούτοι στροβιλισμοί και εναγκαλισμοί ανδρός μετά γυναικός, επί πολύν χρόνο εχαρακτηρίζοντο ως αναιδής και κυνικώς ερωτική τόλμη, προσβάλουσαν την δημοσίαν αιδώ και ηθικήν[…]».
Αυτό ήταν αναμενόμενο, καθώς ο εξευρωπαϊσμός, η αστικοποίηση και ο «εκσυγχρονισμός» των ηθών της εποχής αφορούσε μόνο μια μερίδα της κοινωνίας, με αποτέλεσμα τις κοινωνικές αντιδράσεις.