Μια χαρά, όπως τα ξέρεις. Έτσι, εμφανώς ειρωνικά και παραλείποντας το ερωτηματικό εσύ, απαντώ στην τυπική ερώτηση: πώς πάει;, διατυπωμένη στη μέση ενός πολύβουου δρόμου, ύστερα από μια τυχαία -μόνο ως προς τις πιθανότητες- συνάντηση με κάποιον από το παρελθόν, αν δεν έχω καταφέρει να τον αποφύγω εγκαίρως. Αυτό το μια χαρά σκέφτηκα όταν αντίκρισα τον τίτλο της συλλογής του Χρίστου Κυθρεώτη, της απρόσωπης και γενικόλογης άμυνας στην ανακριτική εισβολή, που απαιτεί μια απάντηση σύντομη, περιεκτική και κατατοπιστική για να ξεδιψάσει μια υποχρέωση του φαίνεσθαι, μια ακόμα. Κάπως έτσι θα απαντούσαν και οι ήρωες των διηγημάτων του Χρίστου Κυθρεώτη.
Η λέξη κρίση είναι πιθανότατα η πλέον χρησιμοποιημένη των τελευταίων ετών, και όσο επαναλαμβάνεις μια λέξη τόσο εκείνη χάνει την αρχική της δύναμη, φθείρεται αναπόφευκτα, μόνο η λέξη όμως, όχι η πραγματικότητα, δυστυχώς. Κάθε ένας από τους ήρωες του Κυθρεώτη βιώνει την προσωπική του κρίση, δίχως τρόικα και εξωτερικό χρέος, μια κρίση βαθιά προσωπική, ενταγμένη στο αστικό τοπίο, βεβαρυμένη από το παρελθόν, που απαιτεί εκτόνωση. Τα έξι διηγήματα της συλλογής μοιάζουν να σχηματίζουν τρία ζεύγη, γεγονός, που σε συνδυασμό με την ευδιάκριτη κοινή συγγραφική γλώσσα, προσδίδει μια συνέχεια και αφαιρεί κάθε αίσθηση αποσπασματικότητας και τυχαίας συστέγασης για τις ανάγκες της έκδοσης, γεγονός που τείνει δυστυχώς να αποτελέσει τον κανόνα για τις συλλογές μικρής, της ούτως ή άλλως πολύπαθης, φόρμας. Στις δύο πρώτες ιστορίες (Σκόνη από κιμωλία, Το ραντεβού) οι ήρωες κατάγονται από τα Πατήσια και επιθυμούν να μας διηγηθούν, για τους δικούς του λόγους ο καθένας, ένα σημαντικό συμβάν που σημάδεψε τη ζωή τους, ο ένας μια αιματηρή συμπλοκή οπαδών ποδοσφαιρικών ομάδων, ο άλλος το ραντεβού του με μια κοπέλα πραγματικά πανέμορφη. Κοινό στοιχείο των δύο διηγημάτων αποτελεί η ευφυής σύλληψη και χρήση του ευρήματος, στην πρώτη περίπτωση η κιμωλία και στη δεύτερη η ελάχιστη μυωπία της πανέμορφης κοπέλας. Στο επόμενο ζεύγος (Μια χαρά, Σημάδι στο μπράτσο) τόσο η κοπέλα όσο και το αγόρι, αντίστοιχοι ήρωες των διηγημάτων, φέρουν το οικογενειακό βάρος, οι χωρισμένοι γονείς από τη μια και η νεκρή γιαγιά από την άλλη προκαλούν συναισθηματικά αδιέξοδα, δύσκολα διαχειρίσιμα, ένα βάρος ξένο μα ταυτόχρονα οικείο. Και για το τέλος η σύνθεση.
Στο Καλύτερο που μπορεί να συμβεί, που αποτελεί και το μεγαλύτερο σε έκταση διήγημα της συλλογής, ο ήρωας βιώνει ένα συναισθηματικό και επαγγελματικό αδιέξοδο, ενώ η κοπέλα του μαθαίνει πως ο πατέρας της πάσχει από καρκίνο, και μπορεί ο λόγος να δίνεται σε εκείνον, που αδιαμφισβήτητα κατέχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, όμως και εκείνη βρίσκει τον χώρο να αναπνεύσει και να αναπτυχθεί, ενώ και πάλι το εύρημα αποτελεί την πινελιά απογείωσης. Τελευταίο, και με μια προσέγγιση πιο πειραματική σε σχέση με τα υπόλοιπα, το Απλά ο χρόνος που κυλάει, με τον (εσωτερικό) μονόλογο της Ελένης, που λίγο πριν την αλλαγή του έτους ακούει το τηλέφωνο να χτυπά και δεν το σηκώνει, φοβάται, βλέπετε, πως θα είναι η μάνα της και όχι εκείνος που της είχε υποσχεθεί πως θα αφήσει τη γυναίκα του για χάρη της, ανάγκη εκ των υστέρων δημιουργημένη, εκείνη δεν ήταν έτσι. Διήγημα που μου έφερε στο νου τη Γραμμή του ορίζοντος, του σπουδαίου Χρήστου Βακαλόπουλου, τον μονόλογο της Ρέας που αποφασίζει να εγκαταλείψει οριστικώς τον Γιάννη. Χαρακτηριστικό ενός ώριμου γραφιά -ανεξαρτήτως αν βρίσκεται στο πρώτο ή στο νιοστό βιβλίο του- στα δικά μου μάτια είναι η αδιαφορία απέναντι στο κυνήγι της Χίμαιρας που ονομάζεται πρωτότυπη ιδέα και της οποίας οι πιστοί ευαγγελίζουν πως άπαξ και εμφανιστεί αρκεί από μόνη της για τη δημιουργία λογοτεχνίας. Ο ώριμος γραφιάς ξέρει πως σχεδόν όλες οι ιστορίες έχουν ειπωθεί, και πως μεγάλο μέρος εκείνων των ακόμα ανείπωτων αποτελεί δικαιοδοσία της δημοσιογραφίας μάλλον, και αυτός είναι ο λόγος που ο γραφιάς μάχεται με εργαλεία αμιγώς λογοτεχνικά, επενδύοντας στον τρόπο με τον οποίο θα διηγηθεί την ιστορία που τον απασχολεί. Ο Κυθρεώτης μοιάζει να το γνωρίζει καλά αυτό, πίσω από το κάθε διήγημα διακρίνεται μια καρτερική επιμονή, οι λέξεις να μπουν στη σωστή σειρά, τα αχρείαστα σημεία στίξης να παραμερίσουν, οι περιγραφές να ενταχθούν ομαλά στην αφήγηση, η θλίψη και το γέλιο να πηγάζουν ανόθευτα. Οι μακροπερίοδες περιγραφές των δύο πρωταγωνιστών στο Ραντεβού, αποτελούν κατά τη γνώμη μου το πλέον χαρακτηριστικό και συνδυαστικό παράδειγμα των παραπάνω επαίνων. Εν κατακλείδι: παραπάνω από μια χαρά.