Είχε κρυφτεί πριν από αρκετή ώρα ο ρήγας τ’ ουρανού στην αγκαλιά της ερωμένης του δύσης, ενώ τα ρόδα του φαινόταν ακόμα πολύ καθαρά πέρα μακριά στον ορίζοντα, ενώ τα πουλιά πετούσαν ανήσυχα από δέντρο σε δέντρο, κι από αλμυρίκι σε αλμυρίκι, διαλέγοντας μάλλον σε ποιο απ’ αυτά θα περνούσαν την ερχόμενη νύχτα τους δίνοντας στη μικρή κείνη παραλία μια ξέχωρη σε ομορφιά εικόνα.
Εγώ, καθισμένος σε κάποιο παγκάκι κουρασμένος αρκετά από την αρκετά δύσκολη εργασία όλης της ημέρας και συγκεκριμένα από την συγκομιδή των λιγοστών μου ελιών, απολάμβανα τις όποιες ομορφιές γύρω μου ευχαριστώντας τον μεγαλοδύναμο που με άφησε να χαρώ κι εκείνο το ήσυχο απόβραδο. Δεν άργησε πολύ και η μάγισσα νύχτα άρχισε σιγά – σιγά ν’ απλώνει το αραχνοΰφαντο σεντόνι της στη γύρω περιοχή διώχνοντας απαλά το κάθε σημάδι της λιόφωτης πριν από λίγο μέρας.
Τα φώτα από τα σπίτια αλλά και τα φώτα των δρόμων της μικρής πολιτείας της αρχόντισσας της δυτικής Κρήτης, την Κίσαμο, όπως εγώ την αποκαλώ, άρχισαν να σκορπάνε τ’ ανάλαφρο φως τους σαν πολύχρωμα βραχιόλια, δίνοντας της μια ξέχωρη σε ομορφιά εικόνα που ειλικρινά δεν βρίσκω λόγια να την περιγράψω.
Πέρα μακριά κοντά στον ορίζοντα, εκεί που έσμιγε ο ουρανός με την θάλασσα, τα διάσπαρτα φώτα από τις διάσπαρτες βαρκούλες, έδιναν μια μαγεμένη ομορφιά, ενώ το ολόγιομο φεγγάρι έχυνε περίσσιο τ’ ασήμι του πάνω στην πεντάμορφη κόρη του Ποσειδώνα.
Ο ουρανός στολισμένος απ’ άκρη σ’ άκρη με τα περίλαμπρα αστέρια του, μου μάγευε την ψυχή, ενώ τ’ ανάλαφρο λίκνισμα των διάφορων θάμνων κι όχι μόνο, που σαν νεράιδες έμοιαζαν να χορεύουν κάτω από το φως του φεγγαριού, ειλικρινά δεν χόρταινα να τον κοιτώ έκθαμβος κι ένιωθα την ψυχή να την τυλίγουν διάφορα συναισθήματα και μιαν απέραντη γαλήνη.
Σε τακτά διαστήματα η εμφάνιση ορισμένων συνανθρώπων μου, ποιος ξέρει, ίσως κάποιον πονεμένων ή κάποιον αθεράπευτα ρομαντικών βρίσκοντας ίσως γαλήνη σε κείνο το μέρος, έδιναν ζωή στην νεκρή σιγή που παντού ήταν απλωμένη την νυχτερινή κείνη ώρα στην μικρή κείνη γωνιά. Κάπου – κάπου κάποιο ερωτευμένο ζευγαράκι έκανε την εμφάνισή του, διαλέγοντας πιασμένο χέρι – χέρι ένα παγκάκι από τα πολλά που υπάρχουν σε κείνη την παραλία, να καθίσουν δίνοντας ίσως όρκους αιώνιας αφοσίωσης μεταξύ τους, βάζοντας μάρτυρες τ’ άστρα, τ’ ολόγιομο φεγγάρι και τον λευκό αφρό που έκανε την εμφάνισή του αραιά και που, στο ξεψύχισμα του μικρού κύματος.
Τα απότομα δε γαβγίσματα των αδέσποτων σκύλων που αρκετά περιφέρονταν στην γύρω περιοχή, θύματα και καταδικασμένα σε αργό θάνατο των άπονων και βάρβαρων αφεντικών τους, δεν μπορούσαν να περάσουν απαρατήρητα, βγάζοντας θα έλεγα απ’ όλους τους παραβρισκόμενους εκεί, αλλά και μένα προσωπικά από τις όποιες ρομαντικές και διάφορες σκέψεις μας. Τέλος, δεν το κρύβω ότι διάφορες αναμνήσεις από κάποιες ιδιαίτερες στιγμές της ζωής μου, πολύ δε περισσότερο η νοσταλγία για την επιστροφή κάποτε στην αγκαλιά της ιδιαίτερης πατρίδας μου ερχότανε ολοζώντανες, οι πρώτες μπροστά μου, ενώ η δεύτερη ένοιωθα να μπίχνεται σαν πυρωμένο μαχαίρι στην πονεμένη μου καρδιά, συνέχεια κι ακατάπαυστα.
Κι ενώ χαιρόμουνα τις όμορφες κείνες στιγμές, σεργιανίζοντας στην πεντάμορφη κείνη γωνιά, έχοντας συντροφιά μου την αιώνια φιλενάδα μου, την μοναξιά, ένας παρατεταμένος ξερός βήχας ερχόμενος από κάποιο παγκάκι, λίγο πιο πέρα, με ανάγκασε να τρέξω προς το μέρος που τον άκουσα, περνώντας από την σκέψη μου διάφορες δυσάρεστες σκέψεις. Όταν πλησίασα βλέπω ένα συνάνθρωπο μου ξαπλωμένο πάνω στο παγκάκι να τρέμει, σκεπασμένος με μιαν σχεδόν σαν κουρέλι κουβέρτα. Αμέσως τον ρώτησα αν θέλει βοήθεια, ποιος είναι, από πού είναι, αλλά απάντηση δεν πήρα καμία. Η αλήθεια είναι ότι φοβήθηκα. Στη συνέχεια τον ανασηκώνω λίγο και τον ξαναρωτάω ποιος είναι και γιατί κοιμάται στο παγκάκι. Από τα λίγα όμως που μου είπε στα ελληνικά, κατάλαβα ότι είναι ξένος, ότι ήρθε εκεί γιατί δεν είχε που αλλού να πάει. Ήρθε να δουλέψει μου είπε ή μάλλον μου έδωσε να καταλάβω, στις ελιές, αλλά το αφεντικό του τον έδιωξε από την δουλειά και το χειρότερο, έτσι μου είπε, δεν του έδωσε και τα τρία ή τέσσερα μεροκάματα που είχε δουλέψει στην συγκομιδή των ελιών του. Κι ερωτώ: υπάρχουν τέτοιου είδους «άνθρωποι» γύρω μας; Τέλος, μεταξύ άλλων του είπα να πάει στην αστυνομία να καταγγείλει αυτό το δυσάρεστο κι απάνθρωπο γεγονός που του συνέβη ενώ εγώ έπραξα αυτό που μου υπαγόρευε να κάνω η φωνή της συνειδήσεώς μου. Στη συνέχεια, και ενώ λέγαμε διάφορα άλλα πράγματα, τον ουρανό άρχισαν να τον σκεπάζουν σιγά – σιγά μαύρα σύννεφα. «Θα βρέξει» του είπα, «κι εδώ πρέπει να χωρίσουμε φίλε μου». Κι ενώ εγώ τον χαιρετούσα και του ευχόμουνα καλή δύναμη, εκείνος λέγοντάς μου ευχαριστώ, είδα ότι από τα μάτια του έτρεχαν πικρά δάκρια που δεν μπορούσα να ξεχωρίσω αν ήταν δάκρια χαράς ή δάκρια ψυχικού πόνου ή πικρής απελπισίας κι απογοήτευσης. Όταν μπήκα δε στο αυτοκίνητό μου να φύγω, η βροχή άρχισε σιγά – σιγά να δυναμώνει αναγκάζοντας όλους τους παραβρισκόμενους εκεί να εγκαταλείψουμε εκείνη την πανέμορφη γωνιά, ενώ εκτός από τον γλυκό ήχο της βροχής και τ’ απαλό θρόισμα των κλαδιών από τα δέντρα, δεν ακουγότανε πια τίποτα άλλο. Μήτε και τα γαβγίσματα των αδέσποτων σκύλων ακούγονταν. Μάλλον βρήκαν και λούφαξαν και κείνα σε κάποιο εγκαταλελειμμένο χαλόσπιτο, να γλιτώσουν από το κρύο και τη βροχή. Και τότε είπα σχεδόν ενδόμυχα: «πόσοι άστεγοι και περιπλανώμενοι άνθρωποι τούτη την κρύα βροχερή και χειμωνιάτικη νύχτα θα ξενυχτήσουν κάτω από κάποιο γιαπί. Ω… άνθρωποι αδικημένοι, ρακένδυτοι και ξεριζωμένοι από την αγκαλιά της γλυκιάς πατρίδας τους, αναζητώντας λίγη ζεστασιά σε μια ξένη πατρίδα. Τέλος όταν έφθασα στο σπίτι μου, η βροχή έπεφτε ασταμάτητα και δυνατά, ενώ ο αέρας φυσούσε τόσο δυνατά που με έκανε σχεδόν να τρομάζω. Τότε άναψα την σόμπα μου να ζεσταθώ και παίρνοντας την αγαπημένη μου πένα στα χέρια μου, άρχισα να γράφω τούτη την πονεμένη ιστορία που εσείς διαβάσατε αγαπητοί μου αναγνώστες. Τελειώνοντας έστρεψα τα μάτια μου προς το παράθυρο, όμως ήταν όλα σκοτεινά, ενώ έξω στην μικρή αυλή του σπιτιού μου, η βροχή έπεφτε ασταμάτητα. Το δε ελαφρύ θρόισμα που ακουγότανε από το κάψιμο του ξύλου στη σόμπα μου, έμοιαζε σαν να μου έλεγε σιγαλά: «Απόστασες… Κοιμήσου τώρα ποιητή».
*συγγραφέας – ποιητής μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Λογοτεχνικής Παρέας Χανίων