Το βλέμμα της Στέλλας Χαιρέτη δεν μοιάζει εκ πρώτης όψεως να ακτινοβολεί αισιοδοξία, όμως θα ήταν άστοχο να χαρακτηριστεί απαισιόδοξο ή καταθλιπτικό, καθώς αυτό που κατά βάση εισπράττουμε από την ποίηση της Στέλλας είναι η αγωνία της ολοκλήρωσης, της σύνθεσης των αντιθέτων, της ένωσης των θραυσμάτων μιας ζωής κατακερματισμένης («αποσχισμένο μέλος», «κάθε μέρα μια ακόμη εναγώνια αναζήτηση»). Μια συνεχής υπόμνηση αντιθετικών ζευγών διαπερνά όλα τα ποιήματα χωρίς ποτέ να εξαίρεται η συγκρουσιακή τους σχέση (αν και αυτό δεν σημαίνει πως τη στερούνται κιόλας). Άνδρας και γυναίκα, φως και σκοτάδι, σταύρωση και ανάσταση, ζωή και θάνατος, θνητό και άφθαρτο, οικείο και ξένο, συνυπάρχουν ως μέρη παραπληρωματικά ενός ευρύτερου όλου και ανάγονται το ένα σε προϋπόθεση του άλλου. Όλα αυτά τα στοιχεία, πέρα κι έξω από ιεραρχίες, ποιοτικές διαφοροποιήσεις, αξιολογικές εντάσεις ή οποιοδήποτε ανταγωνισμό μεταξύ τους, συνιστούν τα κομμάτια ενός παζλ που ψάχνουν διακαώς να βρουν τη θέση που τους αρμόζει για να πληρωθεί ο σκοπός της ύπαρξης, άγνωστο ακόμη αν υπάρχει.
Η γυναικεία φιγούρα πανταχού παρούσα, τέμνει εγκάρσια κάθε επιμέρους αναζήτηση, είναι η ίδια η ποιήτρια που ωστόσο κείται πέρα από το φύλο της («άφυλοι»), για να ενσαρκώσει το ανθρώπινο, το ανδρόγυνο σ’ ένα υπαρξιακό αδιέξοδο, κοινή μοίρα όλων των πλασμάτων. Στο σύμπαν της Στέλλας Χαιρέτη, οι άνθρωποι, αν και βασανίζονται όλοι από το ίδιο πυρετό για επαφή και ουσιαστική ώσμωση σπάνια κατορθώνουν να συναντηθούν και να ανοίξουν μια γέφυρα επικοινωνίας που θα τους βοηθήσει να μοιραστούν και άρα να μετριάσουν την αγωνία τους («ξένοι οι άνθρωποι αποστρέφουν το βλέμμα τους»). Δεν βρίσκουν κώδικες, είτε επειδή οι λέξεις απονεκρώθηκαν από την ουσία του περιεχομένου τους («οι λέξεις πέφτουν νεκρές», «στεγνές των ποιητών οι λιμνοθάλασσες»), είτε επειδή αυτό που πρωτίστως επιδιώκουν είναι η επιβίωση, η μη συντριβή και σε ένα δεύτερο χρόνο η πολυπόθητη ολοκλήρωση και η κατάκτηση του όλου ως απώτατος σκοπός της ύπαρξης. Οι άνθρωποι αυτοί ωστόσο, παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες, τους σκοπέλους της μη συνάντησης και την ανεπάρκεια του λόγου, που κάνουν την αναζήτησή τους να φαντάζει μάταιη, δεν εγκαταλείπουν ποτέ τον αγώνα τους κι επιμένουν ως το τέλος να αρθρώσουν τη λέξη, να συμφιλιώσουν τα αντίθετα και να πάρουν τη θέση τους στο παζλ του κόσμου γύρω τους. Εδώ έγκειται η καλυμμένη αισιοδοξία της ποίησης της Στέλλας, η ελπίδα που κρατάει την ύπαρξη έξω από τη λάσπη, παρόλο που το βάρος της την τραβάει συνεχώς όλο και πιο βαθιά προς αυτήν…