Παρασκευή, 24 Ιανουαρίου, 2025

Μια δεύτερη πατρίδα… Αλβανοί μετανάστες που ρίζωσαν στα Χανιά

Είναι μέρος της τοπικής κοινωνίας, εργάζονται σε οικοδομές, αλλά και στον αγροτικό τομέα. Κάποιοι έχουν επιχειρήσεις, άλλοι δουλεύουν στον τουρισμό, υπάρχουν και άνθρωποι που απασχολούνται στην εκπαίδευση και στον πολιτισμό. Η δραστήρια αλβανική κοινότητα των Χανίων έχει συνδεθεί με την τοπική κοινωνία και αποτελεί μέρος της. Μέσα από το σημερινό μας αφιέρωμα γνωρίζουμε και συνομιλούμε με ανθρώπους που ήλθαν οι περισσότεροι ως μετανάστες και έγιναν ντόπιοι. Μαθαίνουμε για τις δυσκολίες, τις καλές και τις κακές στιγμές, τη ζωή τους στο δεύτερό τους σπίτι, που για πολλούς έχει γίνει και πρώτο.

Εδώ και 28 χρόνια ο Εντμοντ Αλέξι εργάζεται στα Χανιά και είναι γνωστός ως καταξιωμένος μουσικός.

«Εδώ ζω και δημιουργώ…»
Ο Έντμοντ Αλέξι είναι ένας καταξιωμένος βιολιστής και καθηγητής μουσικής, που 28 χρόνια τώρα εργάζεται στο Βενιζέλειο Ωδείο Χανιών, μοιράζοντας τις γνώσεις του και την αγάπη του για τη μουσική με τους μαθητές της τοπικής κοινωνίας.

Το ταξίδι του για τα Χανιά ξεκίνησε το μακρινό 1991. Οικονομικοί λόγοι και το αίσθημα της ανεξαρτησίας και αναζήτησης του αγνώστου που λίγο-πολύ διακατέχει όλους τους νέους, τον ώθησαν να έρθει στην Κρήτη. Από την πρώτη του μέρα θυμάται τη μεγάλη βόλτα παρέα με τον αδερφό του, που είχε εγκατασταθεί πρώτος, δύο-τρεις μήνες νωρίτερα. Οι πρώτες του δουλειές ήταν της εργατιάς. Οικοδομή και χειρωνακτικές εργασίες, τις οποίες έβρισκε αφού έβγαινε στην πλατεία με τους υπόλοιπους μετανάστες, όπως μας εξιστορεί, και εκεί αντίστοιχα οι υποψήφιοι εργοδότες έβρισκαν τον άνθρωπο που θα τους βοηθούσε σε κάποια δουλειά που ήθελαν να φέρουν εις πέρας. Μια δύσκολη διαδικασία, γεμάτη φόβο και άγχος όπως μας αναφέρει, καθώς ήταν ένα ρίσκο και ανά πάσα στιγμή μπορούσε να παρέμβει η αστυνομία. Βίωσε ρατσισμό και καχυποψία, όντας «ξένος», όπως όλοι, αλλά έχει μάθει να μην ασχολείται με τέτοιες συμπεριφορές και να μη τον επηρεάζουν. Έλαβε, όμως, και πολλή υποστήριξη από σημαντικούς ανθρώπους, αλλά και (αμοιβαίο) σεβασμό και αγάπη.
Τα χρόνια πέρασαν και η ζωή του έγινε και αυτή πιο ομαλή και όμορφη. Παντρεύτηκε την επίσης Αλβανίδα μετανάστρια Καίτη, απέκτησε οικογένεια και έγινε ενεργό μέλος της χανιώτικης κοινωνίας.

Η μουσική ήταν πάντα κομμάτι της ζωής του· σπούδασε στο κρατικό πανεπιστήμιο των Τιράνων (στην Ακαδημία) με ειδικότητα στη βιόλα -στη μαμά του βιολιού όπως λέει. Κάθε μέρα, μετά τη δουλειά πήγαινε στο Ωδείο των Χανίων για να εξασκηθεί και να μη χάσει επαφή με τη μουσική. Σιγά-σιγά ήρθαν και οι γνωριμίες με τους διδάσκοντες του χώρου και τη διοίκηση και το επόμενο έτος, το 1992, αντικατέστησε μια καθηγήτρια που έφυγε για την πρωτεύουσα και μέχρι και σήμερα διδάσκει στο Ωδείο. Μόνο καλά λόγια έχει να μας πει για το δεύτερό του σπίτι και τα μέλη του, καθώς τον έχουν αγκαλιάσει και αγαπήσει, όπως και ο ίδιος εξάλλου. Χαρακτηριστικά τονίζει πως πιο καλούς φίλους έχει εδώ στα Χανιά παρά στην πόλη του, το Φιέρι, ενώ μας λέει χαριτολογώντας ότι οι μαθητές του τον θεωρούν αυστηρό καθηγητή μουσικής.

«Εδώ ζω, εδώ δημιουργώ, εδώ φτιάξαμε την οικογένειά μας. Είχα πολλές προτάσεις να πάω αλλού που είχε μεγάλες ορχήστρες, αλλά δεν μου έκανε τίποτα, κόλλησα με τα Χανιά. Αφού κι όταν πάω αλλού για δουλειές, Αθήνα για παράδειγμα, λέω να τελειώνω μια ώρα αρχύτερα να γυρίσω στα Χανιά» μας εξομολογείται με μια βεβαιότητα στα λόγια του. Τον γοητεύουν τα Χανιά, οι άνθρωποι, το μέρος, οι ειδυλλιακές παραλίες. Ένας πράος άνθρωπος, δάσκαλος κλασικής μουσικής, χρόνια δούλευε νύχτα σε μουσικές σκηνές, ενώ συνεργαζόταν -και συνεργάζεται- με τα καλύτερα ξενοδοχεία των Χανίων με την ιδιότητα του μουσικού, προσφέροντας στους Χανιώτες, κι όχι μόνο, μαγικές μελωδίες που ακουμπούν την ψυχή και ενώνουν διαφορετικούς ανθρώπους, όπως μόνο η μουσική ξέρει να κάνει.

Ο Αρμάντο Γκολόσι συμπληρώνει 24 χρόνια στα Χανιά και είναι ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας.

«Τόπος για να ζεις»
«Στα Χανιά πρωτοπάτησα πριν από 24 χρόνια. Ήλθα μαζί με ένα Έλληνα από τα Τρίκαλα για να μαζέψουμε ελιές. Δεν ήξερα πολλά πράγματα για τις ελιές αλλά… έμαθα» μας λέει ο 45χρονος Αρμάντο Γκολόσι, που διατηρεί τρεις ταβέρνες στον Πλατανιά.
Γρήγορα μαζί με άλλον ένα Έλληνα, ο Αρμάντο έκανε δική του επιχείρηση. «Κάναμε εξαγωγές φρούτων στην Αλβανία. Δεν πήγε καλά και μετά από δύο χρόνια την κλείσαμε. Ασχολήθηκα με την οικοδομή ως πλακατζής. Είχα όμως πάντα επιχειρηματικό μυαλό και ήθελα να κάνω κάτι δικό μου. Το 2008 μου δόθηκε η ευκαιρία να πάρω ένα εστιατόριο στον Πλατανιά και το αποφάσισα» μας αναφέρει ο συνομιλητής μας που είναι πατέρας δύο αγοριών, μαθητές της Γ΄ Λυκείου και της Α΄ Γυμνασίου.
Τον ρωτάμε για τις προσωπικές του σχέσεις με τους ντόπιους. «Είχα πάντα άψογες σχέσεις, χωρίς προβλήματα. Είμαι τόσα πολλά χρόνια που με αισθάνονται -και αισθάνομαι και εγώ- ντόπιος. Αν έχω νιώσει ρατσισμό; Να σου πω την αλήθεια πολύ λίγο. Ρατσισμός υπάρχει, παντού, σε όλες τις χώρες υπάρχουν ρατσιστές και στην Αλβανία. Έχει να κάνει με τον άνθρωπο. Ο καλός άνθρωπος θα είναι καλός από όποια χώρα και να είναι. Έχω τρεις επιχειρήσεις και είχα εργαζόμενους και Έλληνες και Βούλγαρους και Αλβανούς. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να είναι καλός με τη δουλειά του και σωστός, όχι από πού είναι» απαντάει.
Ο Αρμάντο εκτιμά πως στα Χανιά δίνονται πολλές ευκαιρίες για όλους. «Είναι από τα πιο ωραία μέρη για να ζήσεις και να δουλέψεις. Αν θέλεις να δουλέψεις θα βρεις εργασία. Το καλοκαίρι υπάρχει τουρισμός, το χειμώνα αγροτικά. Τώρα βέβαια με τον κορωνοϊό τα πράγματα είναι δύσκολα. Ακόμα και η μείωση κατά 40% του ενοικίου δεν αρκεί γιατί και πάλι τα ενοίκια είναι ακριβά και έπεσε πολύ η δουλειά. Το κράτος βοήθησε, έδωσε μια πρώτη επιστροφή προκαταβολής φόρου και αυτό ήταν μια ανάσα. Αν συνεχιστεί η πανδημία όμως και του χρόνου θα είναι δύσκολα για όλους μας γιατί ο τόπος ζει από τον τουρισμό και 100 επαγγέματα από τον αγρότη μέχρι τον οικοδόμο εξαρτώνται από το αν θα έχουμε ή όχι τουρισμό» τονίζει.

Η Α. Σεΐτι ζει και εργάζεται από το 2005 στα Χανιά ως ξενοδοχοϋπάλληλος.

«Όταν υπάρχει δουλειά, είναι καλά…»
«Πρωτοήλθα στα Χανιά, στις 5 Οκτωβρίου του 2005. Ζούσα σε ένα μικρό χωριό έξω από το Τεπελένι και όταν βρέθηκα εδώ και είδα τόσο ωραίο το λιμάνι και τόσο πολύ κόσμο εντυπωσιάστηκα! Είχε πάρα πολύ κόσμο και αυτή ήταν μια πολύ ζωντανή εικόνα» μας λέει η κα Αντουανέτα Σεΐτι, 38 ετών.
Η ίδια ήταν τυχερή όπως μας εξηγεί γιατί ο άνδρας της είχε έλθει πριν από αυτή και αυτό τη βοήθησε.

«Τότε ήταν πριν την κρίση και υπήρχε πάρα πολλή δουλειά. Βέβαια οι συνθήκες δεν ήταν καλές, αν ζητούσες ένσημα δεν σε έπαιρνε κανείς, οι περισσότεροι Αλβανοί εργάζονταν χωρίς ασφάλιση. Τα πράγματα άργησαν να φτιάξουν» θυμάται η κα Σεΐτι που εργάστηκε ως καθαρίστρια σε σπίτια, σε ενοικιαζόμενα δωμάτια και ξενοδοχεία.
«Όταν είσαι μητέρα με μικρό παιδί είναι δύσκολο να εργάζεσαι. Όταν άρχισε η οικονομική κρίση μειώθηκαν τα χρήματα και τα πράγματα έγιναν πιο δύσκολα» τονίζει. Πλέον με τρία παιδιά η Αντουανέτα σκέφτεται αν θα επιστρέψει στην Αλβανία. «Θα ήθελα να γυρίσω κάποια στιγμή στην πατρίδα μου, αλλά τα παιδιά μου έχουν γεννηθεί εδώ, έχουν φίλους, παρέες, έχουμε κτίσει εδώ μια νέα ζωή. Οι σχέσεις με τους ντόπιους; Έχει να κάνει πάντα με το χαρακτήρα του κάθε ανθρώπου. Ρατσισμός υπάρχει με διαφορετικούς τρόπους απέναντι στον ξένο. Όχι στις υπηρεσίες αλλά στις δουλειές, στον δρόμο. Όμως γενικά έχουμε καλές σχέσεις με όλον τον κόσμο. Τα Χανιά είναι ένα ωραίο μέρος για να εργαστείς και να ζήσεις γιατί υπάρχει δουλειά και το καλοκαίρι και το χειμώνα, είμαι και καλοκαιρινός τύπος και μου αρέσει και το κλίμα» καταλήγει.

Οι δασκάλες Κ. Μπαντίλη, Μ. Σόλο, Μ. Πογιάνη – Μαστραντωνάκη, Τ. Καμπελλάρι

Οι διακοπές που έγιναν… μονιμότητα
Οι καλοκαιρινές διακοπές στα μαγευτικά Χανιά, έγιναν μια ολόκληρη ζωή για την παιδαγωγό Μιμόζα Πογιάννη-Μαστραντωνάκη. Πριν 25 χρόνια, άφησε την Κορυτσά και ήρθε με τα ξαδέλφια της στα Χανιά για λίγο… και γνώρισε τον Έλληνα σύζυγό της.

Στην αρχή, το περιβάλλον ήταν λίγο αρνητικό μαζί της, ωστόσο μετά από λίγο καιρό την αποδέχτηκαν και τώρα πια, μας λέει με σιγουριά, πως όλα κυλούν καλά για εκείνη και την οικογένειά της. Είναι πτυχιούχος δασκάλα δημοτικής εκπαίδευσης (σπούδασε στο Αργυρόκαστρο) και, μάλιστα, εργάστηκε τρία χρόνια στο χώρο της Εκπαίδευσης καθώς διορίστηκε άμεσα. Στα Χανιά, αρχικά, εργάστηκε σε φούρνο, ενώ στη συνέχεια στην οικογενειακή επιχείρηση με εμπόριο πιτών που διατηρούν με τον άντρα της στην πόλη, η οποία μπορεί να έχει τα πάνω της και τα κάτω της, ωστόσο την στηρίζει η τοπική κοινωνία.
Η πρώτη της μέρα στα Χανιά, αφού είχε προηγηθεί μια διήμερη στάση στη Θεσσαλονίκη, ήταν γεμάτη άγχος για την ίδια, καθώς δεν ήξερε τι την περιμένει και την τρόμαζε η ιδέα του αγνώστου, ωστόσο αισθάνεται αρκετά τυχερή που γνώρισε τόσο σύντομα τον άνθρωπό της διότι έγινε ευκολότερη η ζωή και πιο ανώδυνη η προσαρμογή. Έπειτα, με περηφάνια μας μιλά για το πρόσφατο βήμα που έχουν κάνει με τις υπόλοιπες δασκάλες στον χώρο της εκπαίδευσης που τόσο αγαπούν. Πριν έναν χρόνο, για πρώτη φορά στα Χανιά, πέντε Αλβανίδες μετανάστριες ξεκίνησαν με δική τους πρωτοβουλία (και με πολλή προσπάθεια του Συλλόγου) να διδάσκουν την αλβανική γλώσσα σε μικρά παιδιά αλλά και ενηλίκους σε δύο σχολεία των Χανίων (στο Γυμνάσιο των Κουνουπιδιανών και στον Κουμπέ).

Η κα Μιμόζα διδάσκει σε μικρότερα παιδιά, λόγω της ειδίκευσής της και μας λέει με χαρά πως οι μαθητές είναι ενθουσιασμένοι, έρχονται κατά κύριο λόγο προετοιμασμένοι και μέσα από τα μαθήματα, αλλά και το παιχνίδι, κρατούν επαφή με τη μητρική τους γλώσσα. Σε πολλές περιπτώσεις, ταξιδεύουν από πιο μακρινές περιοχές ενώ παράλληλα είναι ένα εγχείρημα που το έχουν αγκαλιάσει οι Αλβανοί γονείς, αλλά και οι Χανιώτες, οι οποίοι εκτιμούν και στηρίζουν την προσπάθεια.

Και οι πέντε δασκάλες είναι σχετικές με το αντικείμενο, καθώς έχουν σπουδάσει στην Αλβανία παιδαγωγικά, φιλολογία και μαθηματικά. Θεωρούν -και σε αυτό συμφωνούν και οι γονείς των παιδιών από αυτά που τους μεταφέρουν- πως η εκμάθηση της μητρικής γλώσσας βοηθάει και στη μάθηση των παιδιών στα σχολεία τους, λόγω της παιδαγωγικής προσέγγισης και των μεθόδων διδασκαλίας που χρησιμοποιούν. Ουσιαστικά, πρόκειται για μια εθελοντική δράση, στην οποία τον πρώτο μόλις χρόνο συμμετείχαν σχεδόν 80 άτομα! Τώρα, όμως, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών και την πανδημία, η διαδικασία έχει «παγώσει» και αναμένουν εναγωνίως να μπουν πάλι στις σχολικές αίθουσες και να συναντήσουν τους μικρούς και μεγάλους μαθητές τους.

Τα φροντιστηριακά τους μαθήματα – σχολείο που έχουν δημιουργήσει έχουν λάβει ένα όνομα χαρακτηριστικό της πόλης που ζουν τα παιδιά αλλά και του έργου τους: “Fari i Dijes”, δηλαδή “ο Φάρος της Γνώσης”. Η αφοσίωση στο έργο της διδασκαλίας είναι δεδομένη· με πολλή διάθεση και αγάπη για το αντικείμενό τους και για τους ανθρώπους, προσπαθούν τα Σαββατοκύριακα να συνεισφέρουν σε ένα μεγάλο ποσοστό της κοινωνίας που ζει στα Χανιά – παράλληλα με τις «κανονικές» τους δουλειές, που έχει γεννηθεί συχνά εδώ και θα ήθελαν, όπως μας λένε με «παράπονο» να τους στηρίξει το κράτος. Η κυρία Καίτη, επίσης παιδαγωγός, κλείνει πολύ όμορφα την κουβέντα μας υποστηρίζοντας πως όπως συμπεριφερόμαστε, σε όποιον τόπο και να βρισκόμαστε κι από όπου και αν προερχόμαστε, αντίστοιχη συμπεριφορά θα λάβουμε. Εκείνες έχουν προσπαθήσει να δείξουν αγάπη, σεβασμό και έχουν λάβει παρόμοια συναισθήματα και συμπεριφορές από την τοπική κοινωνία, η οποία δε τους ξεχωρίζει (δεν κάνει διακρίσεις). «Εδώ ζούμε, εδώ χτίσαμε τα θεμέλια της οικογένειάς μας και δε μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου αλλού» μας λέει και συμφωνούν κι οι υπόλοιπες δασκάλες, που δείχνουν πως τα Χανιά αποτελούν πλέον το σπίτι τους.

Οι Γιάννης και ο Νίκος Τόμια εργάζονται ως αγρότες στην περιοχή του Σκινέ εδώ και 16 χρόνια.

«Καλές σχέσεις»
«Έφτασα στα Χανιά πριν από 16 χρόνια, χωρίς να ξέρω κανένα και χωρίς χαρτιά. Είχα μάθει στη Θεσσαλονίκη που ήμουν τότε και δεν είχε δουλειά -γιατί ήταν χειμώνας- πως υπήρχε ανάγκη για εργάτες στην Κρήτη και έτσι αποφάσισα να έλθω» αφηγείται ο Γιάννης Τόμια που μαζί με τον αδελφό του Νίκο είναι αγρότες στην περιοχή του Σκινέ.

Τους συναντάμε καθώς περιποιούνται μια φυτεία αβοκάντο. Δένουν με επιδεξιότητα τα φυτά, απλώνουν το σύστημα ποτίσματος, κλαδεύουν. Τα πρώτα χρόνια της μεταναστευτικής τους ζωής ήταν πολύ δύσκολα με ανασφάλιστη εργασία και δύσκολες συνθήκες. Πλέον και τα δύο αδέλφια είναι καταξιωμένα στην τοπική κοινωνία του Σκινέ και ιδιαίτερα αγαπητοί.
«Έχουμε καλές σχέσεις με τους ανθρώπους εδώ και είμαστε ευχαριστημένοι. Στην περιοχή μας στην Αλβανία, στη Ντίμπρα κοντά στα σύνορα με τα Σκόπια δεν υπάρχουν πολλές δουλειές. Εδώ παρότι φέτος δεν έχει λάδι, ούτε τα πορτοκάλια πάνε καλά μπορείς να εργαστείς» λένε τα αδέλφια που μιλούν καλά τη γλώσσα.

«Ήλθαν ως απλοί εργάτες γης. Τώρα μπολιάζουν, κλαδεύουν, ψεκάζουν, έχουν πάρει τα δικά τους εργαλεία και αναλαμβάνουν δουλειές, έχουν ενοικιάσει περιουσία δηλωμένη στην εφορία, το λάδι το πουλάνε στο όνομά τους με τιμολόγια, κάνουν φορολογική δήλωση, πληρώνουν ΦΠΑ. Τρεις φορές την εβδομάδα οι χωριανοί θα τους καλέσουν στα σπίτια τους, έχουν αναπτύξει κοινωνικές σχέσεις και το χωριό τους αγαπάει πολύ» μας αναφέρει για τα δύο αδέλφια ο Ε. Τρικουνάκης επαγγελματίας αγρότης.

 

«Γίνονται πιο εύκολα… ντόπιοι»
Το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας τα προηγούμενα χρόνια έχει κάνει εξαιρετική δουλειά πάνω σε θέματα μετανάστευσης. Μια σειρά από προγράμματα με επιστημονική υπεύθυνο την καθηγήτρια κα Ρίκη Βαν Μπούσχοτεν που παρουσιάσθηκαν και σε συνέδρια έχουν καταγράψει εκατοντάδες μαρτυρίες μεταναστών και μεταναστριών οι περισσότεροι εκ των οποίων από την Αλβανία (http://gendermigration.ha.uth.gr/el/index.html. )

Η κα Βασιλική Γιακουμάκη, Χανιώτισσα επίκουρος καθηγήτρια στο ίδιο Πανεπιστήμιο έχει εργαστεί για θέματα εθνοτήτων και πολιτικές πολιτισμικότητας.
«Είναι φοβερός ο τρόπος που οι Αλβανοί αφομοιώνονται, μαθαίνουν αμέσως τη γλώσσα, τον τρόπο ζωής, γίνονται πολύ εύκολα ντόπιοι. Το κάνουν και άλλες εθνότητες, αλλά οι Αλβανοί για λόγους κουλτούρας αλλά και για άλλους λόγους προσαρμόζονται πιο εύκολα στις τοπικές κοινωνίες» επισημαίνει μιλώντας στις “διαδρομές”.

ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
Από την άκρως ενδιαφέρουσα -από ανθρωπολογική, κοινωνιολογική κ.λπ. πλευρά- έρευνα του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας (πάνω από 60 συνεντεύξεις) ανασύρουμε κάποιες μαρτυρίες Αλβανών μεταναστών που δίνουν μια καλή εικόνα για το πώς βιώνουν την ζωή τους πλέον εδώ, στη δεύτερη «πατρίδα» τους, την Ελλάδα

Ο νεαρός τότε Τάκης, εργαζόταν στην αποθήκη μιας εταιρίας και έκανε τα πάντα. Δεν άργησε πολύ όμως, από βοηθός άλλων να αποκτήσει ο ίδιος βοηθό στη δουλειά. Το ίδιο περίπου συνέβη και με τον μεσήλικα Σταύρο, ο οποίος από ελαιοχρωματιστής στη θέση του βοηθού, έγινε μέσα σε τέσσερα χρόνια μάστορας· μια λέξη αρκετά σημαντική για εκείνον, γιατί δηλώνει πως πέτυχε στη δουλειά του και στον τόπο που πλέον ζει και εργάζεται. Για την Ανιέζα τα πράγματα στην Ελλάδα άλλαξαν, καθώς ξέφυγε από τη ρουτίνα «δουλειά-σπίτι» και, παρόλο που είναι δύσκολο, προσπαθεί να πραγματοποιήσει στην Ελλάδα τα όνειρα που δεν μπόρεσε στην Αλβανία. Από την άλλη, ο Σταύρος εξομολογείται πως δούλευε αδιάκοπα τα πρώτα χρόνια, πιθανώς από φόβο μη δε γίνουν αποδεκτοί από την ελληνική κοινωνία. Για την Ντρίτα, ο ερχομός στην Ελλάδα συνοδευόταν από μια διακαή περιέργεια για το άγνωστο, για το τι υπάρχει έξω από τα αλβανικά «τείχη». Ο Σταύρος και η Σοφία, μιλούν για τη σχέση βαθιάς εκτίμησης -μέχρι και φιλία- που έχουν χτίσει με τους εργοδότες τους εδώ στην Ελλάδα. Η ηλικιωμένη Ευγενία μιλά για το ότι οι Αλβανοί μετανάστες κάνουν οικονομία στα χρήματα που παίρνουν και προσπαθούν να μη σπαταλήσουν το μισθό τους διότι με αυτόν «ζουν», αντιθέτως ο 18χρονος Γιώργος ξοδεύει και κάποια χρήματα από αυτά που κερδίζει για την προσωπική του διασκέδαση, αφήνει όμως μεγάλο μέρος τους να τα διαχειριστούν καλύτερα οι γονείς του.

Οι προσωπικές αυτές ιστορίες και λόγια που εντάσσονται στη θεματική «εργασία», μας βοηθούν να κατανοήσουμε ποια είναι η σχέση των Αλβανών (διαφορετικής ηλικίας και φύλου) με τους Έλληνες εργοδότες, με τα χρήματα, με το εργασιακό περιβάλλον της χώρας υποδοχής, αλλά και γενικά με την ελληνική κοινωνία.

 


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα