Εκείνος. Ηλικιωµένος µα ευθυτενής, γύρω στα ογδόντα, στο πρόσωπό του εύκολα µπορεί κανείς να διαβάσει την ιστορία του. Μια ιστορία δύσκολη, όπως όλων σε αυτήν την ταπεινή γειτονιά. Κάθε πρωί στις εφτά είναι εδώ. ∆ιασχίζει τον δρόµο ως το απέναντι πεζοδρόµιο. Όλη η απόσταση είναι δεν είναι πενήντα µέτρα, µα αυτός προχωράει αργά και προσεκτικά, κάθε βήµα γίνεται µε δυσκολία. Φοράει παντόφλες, γεγονός που υποδηλώνει ότι το σπίτι του είναι κάπου εκεί κοντά, στα χέρια του κρατάει ένα κονσερβάκι. Χαµογελάει και τα µικρά του µάτια είναι χαρούµενα, όπως των εραστών στην προσµονή.
Εκείνη. Λίγο ταλαιπωρηµένη απ’ το δρόµο, θηλυκιά, τρίχρωµη και παχουλή, όχι ιδιαίτερα όµορφη, µια γατούλα από αυτές που δύσκολα παίρνει κανείς στο σπίτι του για συντροφιά. Μια συνηθισµένη γατούλα των ελληνικών δρόµων που εµφανίζονται µια µέρα και την επόµενη έχουν χαθεί για πάντα, χωρίς να αναρωτιέται ποτέ κανείς τι απέγιναν. Όµως η συγκεκριµένη γατούλα έχει έναν φίλο. Τον ηλικιωµένο άνδρα που τώρα πλησιάζει µε αργά βήµατα προς το µέρος της. Και τα δικά της µάτια έχουν την ίδια προσµονή της συνάντησης.
∆εν δείχνει πεινασµένη, η γειτονιά εξάλλου είναι γεµάτη µε ψαροταβέρνες και αυτή την εποχή οι τουρίστες της δίνουν τα αποφάγια τους. ∆εν είναι το κονσερβάκι που λαχταρά, αυτό είναι µόνο η αφορµή για την επικείµενη συνάντηση. Το ξέρουµε γιατί όταν πια ο άνθρωπος έχει έρθει και το κονσερβάκι έχει ανοίξει, εκείνη δεν τρώει αµέσως τον εκλεκτό µεζέ αλλά νιαουρίζει µε χαρά, µπερδεύεται στα πόδια του και τρίβει το κεφαλάκι της πάνω του για ώρα. Αυτό που θέλουν περισσότερο οι δύο φίλοι είναι µια συντροφιά, µια αµοιβαία επιβεβαίωση ότι κάποιος θυµάται την ύπαρξή τους και χαίρεται που τους συναντά.
Ο τόπος. Μία ακόµα από τις γειτονιές της πόλης που χάνονται χρόνο µε τον χρόνο στον βωµό του υπερτουρισµού. Κάποτε εδώ δεν έµεναν αποκλειστικά τουρίστες, µα άνθρωποι κανονικοί, µε ιστορίες, αγωνίες, όνειρα. Με τους µόχθους τους, τις ανάσες τους, τα γέλια και τα δάκρυα, τα γλέντια και τις χαρές τους, τους καυγάδες και τα µονιάσµατα, τις συνειδήσεις και τις υποσχέσεις τους. Τώρα όλα αυτά δεν έχουν σηµασία. Τώρα πια αυτή η γειτονιά δεν έχει ψυχή, όπως σιγά σιγά οι περισσότερες σε αυτήν την πόλη. Εδώ δεν υπάρχουν πια κανονικά σπίτια, µόνο τουριστικά καταλύµατα και άδεια κουφάρια που πρόσφατα ανταλλάχθηκαν για µια χρυσή βίζα.
Γι’ αυτό και η καθηµερινή συνάντηση του ηλικιωµένου άνδρα µε την άστεγη γάτα είναι µια πράξη σχεδόν ηρωική. Γιατί στην τουριστική δυστοπία στην οποία εκτυλίσσεται αυτή η αφιλόξενη πόλη, η στιγµιαία συνύπαρξη των δύο είναι τόσο ανθρώπινη που συνιστά πράξη αντίστασης στην απανθρωποποίηση. Ένας κόκκος άµµου στη µηχανή της «βαριάς βιοµηχανίας» που όλοι έχουµε γίνει γρανάζια. Που µας θυµίζει πως η ζωή µπορεί ακόµα να θριαµβεύει, ακόµα και µέσα στα τουριστικά χαλάσµατα.
Όµως η εικόνα φέρνει αναπόφευκτα στο νου και µια µελαγχολική σκέψη. Ότι σύντοµα η γατούλα του δρόµου θα αφανιστεί, όπως οι περισσότερες γάτες της περιοχής της, και ο ηλικιωµένος άνδρας ίσως αύριο να µεταφερθεί µε τη βία µακριά από τη γειτονιά του για να γίνει και το δικό του σπίτι εφήµερο κατάλυµα.
Σε µια πόλη εξίσου εφήµερη, πια. Μια πόλη που της άξιζαν καλύτεροι.
Φιλοζωικός Σύλλογος Χανίων «Η Προστασία των Ζώων»