116 χρόνια πριν, από το περιοδικό “ΑΣΤΗΡ ΚΡΗΤΙΚΟΣ” του 1906 αντιγράφω, στη γλώσσα της περιόδου εκείνης, εκδρομή έφιππη, στο τότε, ίσως και σήμερα, αριστοκρατικό χωριό των Χανίων Κορακιές από ανώνυμο συντάκτη. Χαρακτηριστική, η πάντα ατμόσφαιρα γλεντιού εκεί από “αριστοκρατικές” παρέες.
«Εκδρομή εις Ακρωτήρι
Αι Κορακιές
Αγαπητέ μοι φίλε,
Τη 29 Αυγούστου λίαν πρωί ανεχώρησα από τα Χανία έχων συνοδοιπόρον και άλλον τινά φίλον μου· σπανίως βλέπει τις εις τοιαύτην ώραν, 4 ½ π.μ. την πόλιν και δια τούτο είχε τι το ενδιαφέρον η διέλευσις ημών διά μέσου αυτής, καθ’ ον χρόνον ελαχίστους συναντά τις εις τους δρόμους, φωτιζόμενους αμυδρώς από τρεμοσβύνοντα φώτα και εις άκραν ησυχίαν ευρισκόμενους. Εφθάσαμεν έξω εις το Καλεκαπισί και αφού εκαθήσαμεν επί των υπομονητικών τετραπόδων, τα οποία από την προτεραίαν είχομεν παραγγείλει, εξεκινήσαμεν διά το Ακρωτήρι. Γνωρίζεις τον δρόμον προς την Χαλέπαν και δεν έχω ανάγκην να σοι είπω τι περί αυτού, ούτε περί της θαυμασίας θέας ην έχει τις πάντοτε εξ αυτού. Πόσον θα επεθύμουν και εγώ να κατώκουν πλησίον της οδού αυτής και να απολαύω του θεάματος το οποίον οι κατοικούντες πλησίον δεν γνωρίζουν να εκτιμήσουν και να απολαύσουν. Βαθμηδόν ανηρχόμεθα προς τα Φρούδια και εβλέπομεν προ ημών εξελισσομένην εικόνα απεριγράπτου ωραιότητος και μαγείας. Και τι δεν βλέπει κανείς εκ του μέρους τούτου! Την πόλιν των Χανίων, την θάλασσαν με τους λιμένας και κόλπους της και τα εν αυτή ακρωτήρια και νησίδας, προς τούτοις δε το θαυμάσιον λεκανοπέδιον των Χανίων με τα υπερκείμενα κλιμακηδόν όρη. Γνωρίζω καλώς ότι συ έχεις μάθει να βλέπης και να θαυμάζης τας καλλονάς της φύσεως, προ των οποίων τόσοι ίστανται τυφλοί. Ολίγα μέρη υπάρχουσι τόσον κατάλληλα διά το μάθημα τούτο όσον η Κρήτη και όμως πόσον ολίγοι από τους συμπατριώτας μας επωφελούνται εκ τούτου. Ανηρχόμεθα λοιπόν τα Φρούδια διαρκώς θαυμάζοντες ό,τι σου περιέγραψα ανωτέρω και μετ’ ολίγον είδομεν και τας Κορακιές. Δεν είναι ανάγκη να σοι περιγράψω διά μακρών το χωρίον τούτο. διότι και συ είσαι κυνηγός, αν και μόνον της Κυριακής, και έχεις πολλάκις διέλθει από αυτό. Είναι βραχώδες και άνυδρον, ως όλον το Ακρωτήρι, αλλά έχει καλόν κλίμα και καλυτέραν θέαν. Ολόκληρος σχεδόν ο κόλπος της Σούδας εκτείνεται από κάτω και όταν τον βλέπη κανείς βλέπει και την αιτίαν διά την οποίαν ακόμη δεν μας έδωσαν εις την Ελλάδα.
Εις το χωρίον αυτό παραθερίζουν τώρα πολλαί και εύποροι οικογένειαι από τα Χανία αι οποίαι γλεντούν και διασκεδάζουν αναμεταξύ των σχεδόν καθ’ ημέραν. Περνούν τωόντι εκεί εξαίρετα. Πλησίον πολύ πλησίον των Κορακιών υπάρχει το γνωστόν Μοναστήριον των Καλογράδων, το οποίον εώρταζεν επί τη εορτή του αποκεφαλισμού του Αγ. Ιωάννου του Προδρόμου. Επικρατεί, καθώς θα ηξεύρης, η πρόληψις ότι εκείνος ο οποίος δεν μεταβή εις την εκκλησίαν αυτήν την ημέραν θα υποφέρη όλον το έτος από θέρμην, επειδή δε εγώ εφοβήθην μήπως εις την υπάρχουσα εσωτερικώς θέρμην προστεθή νέα ακόμη έσπευσα εις την εξοχικήν εκκλησίαν.
Εξεπεζεύσαμεν και εισήλθομεν μέσα. Περί την εκκλησίαν υπάρχουσι πολλά κελλία τα οποία περικλείει περίβολος. Σε υπενθυμίζω την ιστορίαν της μονής ταύτης με δύο λέξεις. Ιδρύθη επί των Βυζαντίνων βασιλέων επ’ ονόματι του Αγ. Ιωάννου του Προδρόμου. Επί της βενετοκρατίας και τουρκοκρατίας εχρησίμευεν ως άσυλον των παρθένων, ων η τιμή διέτρεχε κίνδυνον εκ μέρους των δυναστών. Επί τουρκοκρατίας ο αριθμός των μοναζουσών γυναικών ανήρχετο εις εκατόν, εκάστη δε εκ των εκατόν τούτων είχε πέντε υποτακτικάς. Κατά την μεγάλην επανάστασιν του 1822 κατεστράφη και εβεβηλώθη το μοναστήριον υπό των Τούρκων έμεινε δε έρημον μέχρι του 1840 ότε τρία των καταστραφέντων κελλίων ανιδρύθησαν, μέχρι δε του 1880 ο αριθμός των μοναζουσών ανήλθεν εις είκοσι. Η μονή διετηρήθη και μετά την απελευθέρωσιν συντηρείται δε τώρα διά ιδίων πόρων.
Είχε τι το ωραίον όταν εισήλθον εις την εκκλησίαν και είδον τας καλογραίας βεθυσμένας εις την μαύρην ενδυμασίαν των και κατανυκτικώς προσηλωμένας εις την λειτουργίαν. Και οι δύο χοροί απετελούντο από νεαράς καλλιφώνους καλογραίας διά τας οποίας ασεβής τις θα έλεγεν ότι πολύ αδικούνται από το επάγγελμά των. Εγώ όμως δεν το λέγω βέβαια. Αρκετός κόσμος παρευρέθη εις την λειτουργίαν, μετά την οποίαν έγινεν η λιτανεία και ο ασπασμός της εικόνος. Υπάρχει έπειτα η παλαιά συνήθεια να πηγαίνωσιν οι επισκέπται εις τα κελλία των πρεσβυτέρων καλογραιών (αι νεώτεραι εξαφανίζονται μετά την λειτουργίαν) και να παίρνωσι μίαν ρακήν διά να χαιρετίσωσι τας καλογραίας. Τούτο έπραξα και εγώ μετά άλλων κυρίων, κυριών και δεσποινίδων. Δεν γνωρίζεις πόσον με ηυχαρίστησεν η απλή και σεμνή αύτη επίσκεψις.
Μετά ταύτα διηθύνθημεν εις το χωρίον και επεσκέφθημεν μερικά αρχοντικά και πολύ ευγενή σπίτια και εγνωρίσαμεν ευτυχείς και πολλούς Χανιώτες εκ του πλησίον διά πρώτην φοράν. Εστρώθημεν έπειτα εις εν καφενεδάκι το οποίον αν εχαρακτήριζες ως το Μόντε Κάρλο των Κορακιών δεν θα έσφαλες και πολύ. Η διαφορά είναι μόνον ότι εις αυτό οι εμπαθέστεροι παίκται είναι κυρίαι και δεσποινίδες. Και να χάνη κανείς βέβαια εις τοιαύτην περίστασιν δεν δυσαρεστείται και πολύ.
Μετά το γεύμα ανεπαύθημεν ολίγον και έπειτα πάλιν συναθροίσθημεν εκεί κοντά εις εν εκκλησιδάκι και από εκεί μετέβημεν εις διάφορα σπίτια όπου έγινε τρικούβερτος χορός και διασκέδασις. Αδυνατώ να σοι περιγράψω πόσον η διασκέδασις αύτη με έτερψε διά την αφέλειαν και ζωηρότητά της. Επεσφράγισε την εορτήν εσπερίς μετά το δείπνον εις εν από τα ευγενέστερα και διασκεδαστικώτερα σπίτια των Κορακιών, με χορούς, άσματα και παιγνίδια των συναναστροφών κατά τα οποία ο ένας πειράζει τον άλλον και όμως και οι δύο γελούν και ευχαριστούνται. Εκαθήσαμεν εκεί πέρα του μεσονυκτίου και όταν απεχαιρέτιζον τους καλούς οικοδεσπότας έλεγον από μέσα μου ότι επέρασαν μίαν από τας ωραιοτέρας ημέρας της ζωής μου. Το διατί ίσως σου εξηγήσω ακόμη εις την προσεχή επιστολήν μου εις την οποίαν θα σου γράψω εν συντόμω και τη συνέχειαν της εκδρομής μας εις την Αγία Τριάδα το καλύτερον και πλουσιώτερον των τριών μοναστηρίων του Ακρωτηρίου».