Στις 27 του Σεπτέμβρη 2018, έλαβα μια ευχαριστήρια επιστολή από τον Σεβασμιότατο Αρχιεπίσκοπο Κρήτης κ.κ. Ειρηναίο, επειδή του έστειλα τη φωτογραφία που βλέπετε. Τώρα όμως, γνωρίζοντας τη σοβαρή κατάσταση της υγείας του, εύχομαι στον Θεό να αναπολήσει την εποχή που όλα ήταν… μαύρα – κατάμαυρα, γενειάδα και κόμη σαν τα ράσα του!
Hταν η εποχή που ως Σχολάρχης της Ιερατικής Σχολής Αγίας Τριάδος ερχόταν στα Χωραφάκια, είτε να λειτουργήσει στην εκκλησία και να κηρύξει τον Θείο λόγο με λόγια απλά και κατανοητά είτε να παρευρεθεί με τους σπουδαστές του στις σχολικές γιορτές που κάναμε με τη λήξη του διδακτικού έτους. Παρακολουθούσε με ενδιαφέρον τους μικρούς μαθητές στους διάφορους ρόλους τους, συμμετέχοντας στη χαρά και στον ενθουσιασμό τους.
Θυμούμαι μια χρονιά που ο μικρός Λεωνίδας, σε ένα κωμικό σκετς αυτοσχεδιάζοντας, έβαλε ένα σαμάρι στην πλάτη του και χοροπηδώντας γκάριζε συνεχώς!! Το τι έγινε, δεν περιγράφεται… Στο τέλος της εκδήλωσης, απηύθυνε λόγια αγάπης και ευχαριστιών σε μικρούς και μεγάλους και όλοι έφευγαν κατενθουσιασμένοι. Στη φωτογραφία έχει σοβαρή κουβέντα με τη συγχωρεμένη τη μάνα μου, ενώ εγώ παρακολουθώ τη συζήτηση σοβαρός, κουστουμαρισμένος και γραβατωμένος, όπως επεβάλετο. Δίπλα του ο μακαριστός παπά Γιάννης Παπαδομανωλάκης με τον μοναχογιό του, Νίκο. Ακολουθούν φυσιογνωμίες μοναδικής ανθρωπιάς, ντομπροσύνης, φιλοξενίας και αγάπης.
Ο Μανώλης Ανδρεαδάκης ήταν μια ζωή άμισθος νεωκόρος στην εκκλησία και η χαροκαμένη Αμαλία ήταν άκακος και αγαθός άνθρωπος. Δίπλα το “Ποντικάκη”, νοικοκύρης και ευθύβολος κυνηγός. Επανειλημμένα μου έκανε τραπέζι μοσχομυριστό λαγό, που μόνο αυτός ήξερε να ψήνει. Κάποτε μου έδωσε μια νταμιτζάνα κρασί και όταν την αδειάζαμε, στο βαρέλι μας στα Χανιά, ακούσαμε ξιδέα! Αμέσως τον ειδοποιώ και με ευγνωμονούσε αργότερα, γιατί θα γινόταν ξίδι και τα υπόλοιπα 15 βαρέλια που είχε στο υπόγειο.
Αργησε να παντρευτεί, πήρε όμως καλή μάνα και νοικοκυρά, τη Βασιλική και απέκτησαν δυο κόρες έξυπνες και μορφωμένες, τη Γιωργία και την Αργυρώ που έγινε γιατρός και ήταν πολύ τυχερή, γιατί πήρε έναν απίθανο σύζυγο, τον Γιώργο, πιστό χριστιανό που βρίσκεται στο ιερό και βοηθά τον παπά σε κάθε ιερό μυστήριο. Μπροστά του ο ακούραστος δουλευτής και νοικοκύρης, Κυριάκος Σκανδαλάκης με την καλοσυνάτη γυναίκα του Δήμητρα και τα παιδιά τους, Τασούλα, Όλγα, Γιώργο και Μαρίκα. Μια μέρα με ειδοποιεί να πάω στο Λιβάδι στον Τερσανά. Όταν έφτασα, μου λέει: «Δάσκαλε αυτές οι καρπούζες είναι δικές σου. Είχαν όλες μαξούλι ώριμο και δεν σηκώνω μιλιά!» Είχε βέβαια προηγηθεί ο Γιάγκος Κουτράκης, μια συμπαθέστατη φυσιογνωμία και μια μέρα μου λέει: «Δάσκαλε, πάμε μια βόλιτα». Με οδήγησε στις “Ρεικιάδες” ένα μικρό βραχώδη λοφίσκο. «Ετούτηνε η πεζούλα είναι δικιά σου και μιλιά!» Όλες οι καρπούζες ήταν γινωμένες και άνυδρες. Η νοστιμιά τους δεν περιγράφεται. Ο συγχωρεμένος Νικόλας (Μακρής) Τσιτσιριδάκης έκοψε μια 18 οκάδες!
Δίπλα του η πρεπιά του χωριού, ο Σφακιανογιώργης Παντζελιουδάκης, έχοντας στα πόδια του το εγγονάκι του αδελφού του Στρατή. Ερχόταν στο καφενείο στητός -καμαρωτός με την κατσούνα του, τις γάμπες, ένα τετράγωνο πανί 30εκ. η κάθε πλευρά, πλεγμένο στο χέρι και έμπαινε μέσα από τα στιβάνια του, τις χακί κιλότες του, κεντημένο γιλέκο και το σαρίκι του. Ήταν η πλέον εμβληματική φυσιογνωμία του χωριού. Κόρη του η ιδιοκτήτρια Ειρήνη Κασιμάτη, που έχει την ομώνυμη ταβέρνα με υπεύθυνο τον ευγενέστατο Γιάννη. Ακολουθεί ο Κυριάκος Τζαμαριάς που μου έφερνε τσουβάλια τις πατάτες!
Μπροστά του ο Γιώργος Κασιμάτης, που είχε μια χαρισματική γυναίκα, ευτυχώς, άφησαν δύο όμορφες κι ευγενικές θυγατέρες, την Ιωάννα και τη Νίκη. Ο πρώτος μπιστικός φίλος μου, ακάματος εργάτης της γης και δεινός ψαροντουφεκάς, ο Γιώργος Καλλιγέρης. Αναλογίζομαι πόσα ψάρια έχουμε φάει από τα χέρια του. Ανάβαμε ξερόκλαδα, πετούσαμε τα ψάρια σχεδόν ζωντανά στη χόβολη και ψημένα σε μια αλυκιά για ξέπλυμα. Τέλος, σε άλλη καθαρή, βάζαμε λάδι, λεμόνι, κομμένες ντομάτες, ντόπιο κριθαρένιο παξιμάδι και τρώγαμε με τα χέρια. Έχετε ποτέ φάει τέτοια νοστιμιά; Τον βλέπουμε στο βάθος της φωτογραφίας με γυαλιά, όπως βλέπουμε αριστερά, τον Μπάμπη Κασιμάτη, πάντα γελαστό και περπατητή, που άφησε έναν λεβέντη γιο, τον Μανούσο, που από χρόνια υψώνει τη γαλανόλευκη στο βουνό του Σταυρού “Βάρδιες”, σε υψόμετρο 340 μ.
Ευτυχώς, στο χωριό -που έχει κατακλυστεί από ξενομπάτες- οι ντόπιοι διατηρούν τα ήθη και τα έθιμά τους. Ο Μάκης Σκανδαλάκης, ο Μιχάλης Κουτράκης, ο παλιός μαθητής μου Γιάννης Παντζελιουδάκης, ντόμπρος, ευγενής και εξυπηρετικός, ο κατοχικός γείτονας της Νέας Χώρας, Γιώργος Τσερκάκης, πάντα γελαστός και χαρούμενος. Τα αριστούχα παιδιά του Αντώνη Καμπιρίδη, Κατίνα, Χαρίτος, Χριστίνα και Ελευθερία. Η καλοσυνάτη Μαρίκα και η πιστή χριστιανή Κατίνα Καλλιγέρη. Η παπαδιά του μακαριστού παπά Γιάννη, Ελπίδα και ο “μεγάλος μελανουράς” Θανάσης, άντρας της κόρης της Μαρίας. Τους “μπαρήδες μου” στο ψαλτήρι Μιχάλη Τσιτωνάκη και Κώστα Κουτράκη, με την καθαρά Βυζαντινή χροιά της φωνής του. Ο καλοσυνάτος Γιάννης του Μάνωλα, άφησε καλαναθρεμμένα και δραστήρια παιδιά, τον Κώστα, τον Βασίλη τη Δέσποινα και την Άννα, φιλενάδες της μάνας μου, Ιωάννα Τσιτωνάκη, που ο άνδρας της ο καλός μου φίλος Ρούσιος, “έφυγε” τόσο νωρίς, άφησε όμως καλά παιδιά, τον εργατικό και δραστήριο Μανώλη και τη Ζωή με τον σοβαρό μα “καρδούλα” Βασίλη της.
Πάνω απ’ όλους όμως ταίριαζε και αγαπούσε την κυρία Γεωργία Παντζελιουδάκη και τον εργατικό άνδρα της, Κυριάκο. Εκεί έβρισκε το αποκούμπι και την παρηγοριά της μετά τον θάνατο του πατέρα μου. Την αγαπούσε όμως όλο το χωριό, γιατί τους έκανε συχνά επισκέψεις. Η κα Γεωργία της έκτισε και δωμάτιο, αν ήθελε να μείνει. Είχε τρεις θυγατέρες πανέξυπνες και καλαναθρεμμένες, την Ουρανία, τη Χρυσούλα και την Αργυρώ, που η μάνα μου τους έραβε “τα ποδιδάκια”. Την Αργυρώ, δυστυχώς, τη χάσαμε νωρίς και ο άνδρας της Μανώλης Τσιτωνάκης ακόμη την πενθεί. Άφησαν όμως δυο καλοσυνάτα παιδιά, τον Γιώργο και την Κούλα.
Πέρα όμως και πάνω απ’ όλους τους χωριανούς, έχω στην καρδιά μου τη συντέκνισσά μου, Νίκη Τσιτωνάκη. Είναι “η τρίτη μου αδελφή”, οι άλλες δυο Ειρήνη και Ελένη, βρίσκονται στο Ηράκλειο. Άμεμπτη, φιλόξενη, πάντα γελαστή, παρά τους αφόρητους πόνους του ποδιού της. Μας άφησε χρόνους ο άνδρας της Μανώλης, που ήταν φιλόξενος και πιστός χριστιανός. Έκαμαν όμως καλαναθρεμμένα, καλοσυνάτα και ευγενικά παιδιά, τη φιλιότσα μου Κατερίνα, που ήταν τυχερή, γιατί βρήκε τον Ευτύχη τον καλοσυνάτο και πολυτάλαντο από το χωριό του Ν. Τωμαδάκη, τη Σκάφη Σελίνου. Εχουν τρεις γιους και είναι παππούδες. Τον Αντώνη και την “ψυχούλα” Ξανθούλα με τον άνδρα της Ηλία. Είναι δυνατόν να μην αισθάνομαι ευτυχισμένος σε αυτόν τον τόπο;
Με όλους έχω αμοιβαία αγάπη και φιλία.
Δεν μπορώ όμως, τελειώνοντας, να μη θυμηθώ τον ιδιαίτερο φίλο μου και δάσκαλό μου στο ψάρεμα των μελανουριών, Νίκο Λιναριτάκη. Να ‘σαι καλά Νικόλα εκεί που βρίσκεσαι…
(συνεχίζεται)