Γυρνάει μες στην σκέψη μου μια εικόνα που δεν σβήνει
μήτε στης θλίψης την αχλή, μηδέ στου ηλιού το φως,
πολλές φορές σαν άσβηστο το νου μου καίει καμίνι
και πότε πόνος γίνεται στα σπλάχνα μου φρικτός.
Χρόνια και χρόνια καρτερώ μιας άνοιξης αυγή
τα ρόδα της κι ο ήλιος της να ‘ρθουν και να τη σβήσουν,
όμως μια μυστική φωνή που λέει «όσο στη γη
χάνονται άγγελοι* αναίτια, να κλαις δεν θα σ’ αφήσουν».
Κι όσο η οργή και ο πόλεμος πατρίδες θα ερημώνουν
κι εσύ θ’ αφήνεις τη φωτιά να καίει τις ανεμώνες
κι όσο θα μένεις άπραγος κι αφήνεις να σκοτώνουν
αθώα παιδιά θα σου τρυπάν το νου τέτοιες εικόνες.
Είναι η εικόνα που μι’ αυγή είδα στο περιγιάλι,
ένα αγγελούδι άψυχο με πρόσωπο χλωμό
μ’ ακουμπισμένο το ξανθό στην άμμο το κεφάλι
και τη μανούλα πλάι του να λέει με σπαραγμό:
«Έλεος βάρβαροι της γης άπληστοι δολοφόνοι
απόστασαν να θάβουνε κορμάκια οι ακρογιαλιές».
Κι από την άμμο το νεκρό αγγελούδι της σηκώνει
και γιόμισαν απ’ τα δάκρυα της στα βράχια οι αλυκές.
*άγγελοι = παιδιά
Πανέμορφο