Δε σκέφτηκα ποτέ ότι κάποια στιγμή θα έγραφα σε ύφος προσωπικό σε αυτή τη γωνιά της εφημερίδας. Νιώθω όμως ότι πρέπει να μοιραστώ κι από εδώ, αυτό που έζησα χθες.
Ο κ. Πέτρος. Αγοράζει 53 χρόνια την εφημερίδα. Δεν λέει “Χανιώτικα νέα”. Η “εφημερίδα” λέει. Eχει φοβηθεί με όσα συμβαίνουν γύρω μας, παρόλο που «τα έχει δει όλα» στα 80φεύγα του…
Μέσα στην αγωνία για τα εγγόνια του, για την υγεία του, για τις δουλειές των παιδιών του, σκέφτηκε να κάνει ένα τηλέφωνο εδώ στα γραφεία των “Χ.ν.”.
Ούτε “διευθυντάδες” ζήτησε ούτε “δημοσιογράφους” ούτε πληθυντικούς.
«Παιδί μου», είπε. «Να ξέρεις ότι με κρατάνε τα πόδια μου κι ότι μπορώ κι εγώ να μοιράζω την εφημερίδα αν χρειαστεί».
Κι έφτανε αυτή του η κουβέντα για να φύγουν 100 κιλά απελπισίας από τους ώμους για σήμερα.
Και να μπορέσεις να του πεις, κάτσε σπίτι κι εμείς είμαστε εδώ και θα στην αφήσουμε κι αύριο την εφημερίδα έξω από την πόρτα.
Εκλεισε το τηλέφωνο και είπε «σ’ ευχαριστώ».
Και κατά που ’γραφε κι ο Νικόλας ο Aσιμος «δε μου ’χει μείνει φωνή, δε μου ’χει μείνει λαλιά» να του πω, εγώ σ’ ευχαριστώ.
Αλλά έχω πλέον, μια καινούρια καρδιά.