-Μύθος πρώτος: Παρακολουθούμε ακόμη και στον Αθηναϊκό Τύπο (Καθημερινή 27/6/17 με τον εξοργιστικό και απρεπή τίτλ﨔Κατάληψη στα Χανιά….έγινε μνημείο”!!!) τις αγωνιώδεις προσπάθειες της Πρυτανείας του Πολυτεχνείου Κρήτης να υποβαθμίσει το θέμα της μετατροπής των ιστορικών κτηρίων, που έχει στην κατοχή του το Ίδρυμα, σε ιδιωτικά ξενοδοχεία πολυτελείας.
Aποσιωπά τις δικές της ευθύνες και αδράνεια εδώ και δεκατρία χρόνια (η Διοίκηση έχει συνέχεια) να προστατέψει με τη βοήθεια του Νόμου την ιδιοκτησία της από τους καταληψίες. Με τη συνειδητή αυτή απαξίωση των μνημείων, εμφανίζεται έτσι σαν μονόδρομος η παραχώρηση σε ιδιώτες, οι οποίοι υποτίθεται πως θα κάνουν αυτό που οι ίδιοι δεν έκαμαν. Προσπαθεί να περάσει την άποψη πως πρόκειται για μια ακόμη (από τις πολλές) απλή κατάληψη «κάποιων τυχαίων» κτηρίων και ότι όσοι διαφωνούν με τις αποφάσεις της είναι με τους καταληψίες. Παραβλέπει σκόπιμα το ότι αντικειμενικά τα κτήρια αυτά δεν είναι πολυκατοικίες στα Λενταριανά να τις κάνει κάποιος ό,τι θέλει.
-Μύθος δεύτερος: Επιχειρεί να μεταφέρει την επιχειρηματολογία της ότι η παρέμβαση της 7ης Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων είναι τωρινή και έγινε με σκοπό να παρεμποδίσει τη μεγάλη επένδυση, που μεθοδεύτηκε “εν κρυπτώ και παραβύστω” τα δυο τελευταία χρόνια. Είναι κάτι “πιασάρικο” στη δύσκολη συγκυρία που ζούμε, όπου η οποιαδήποτε εφαρμογή των Νόμων γύρω από της επενδύσεις παρουσιάζεται από ορισμένους κύκλους σαν εμπόδιο για πολιτικούς, ή άλλους λόγους. Και αν σε ορισμένες περιπτώσεις αυτό να είναι αλήθεια, εδώ όμως είναι “εκ του πονηρού”. Γνωρίζει ωστόσο ότι η διαδικασία του χαρακτηρισμού της Μεραρχίας σε μνημείο είναι σε εξέλιξη από το 2013 (σε χρόνο δηλαδή ανύποπτο), πολύ πριν αποφασιστεί κρυφά η εμπορική εκμετάλλευσή της. Το ότι η διαδικασία δεν είχε ολοκληρωθεί οφείλεται, εκτός των άλλων στο ότι δεν υπήρχε κάποιος επείγων λόγος χαρακτηρισμού ενός Δημόσιου κτηρίου με προκαθορισμένη χρήση και εγκεκριμένη από το Υπουργείο Πολιτισμού από πολλά χρόνια μελέτη (που αφορούσε όμως στη συγκεκριμένη εκπαιδευτική χρήση, για την οποία και αποκτήθηκε από το Πολυτεχνείο). Επομένως, καλό είναι να μη συνεχιστεί άλλο αυτό το παραμύθι.
-Αλήθεια πρώτη: Όπως είναι γνωστό και στον τελευταίο κάτοικο αυτής της πόλης, πρόκειται για κτήρια με ιδιαίτερα αξιόλογη αρχιτεκτονική, με ιστορική φόρτιση και πάνω στο πιο ευαίσθητο αρχαιολογικά σημείο της πόλης, όπου οι ανασκαφές έχουν αναδείξει τη σπάνια διαχρονική συνέχεια της από τα Νεολιθικά χρόνια μέχρι σήμερα. Ακριβώς αυτός ο χώρος-το υψηλότερο σημείο της ακρόπολης-υπήρξε διαχρονικά το διοικητικό κέντρο της πόλης από τα Μινωϊκά χρόνια μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα με σημαντικά αρχαία και νεότερα στοιχεία είτε σε άμεση γειτονία, είτε τα ίδια τα κτήρια: Μινωϊκό ανάκτορο, θεμέλια παλαιοχριστιανικής βασιλικής και Βενετσιάνικου Duomo (νότια της Μεραρχίας), το Βυζαντινό και το παλιό Βενετσιάνικο τείχος (δυτικά και βόρεια της πλατείας της Μεραρχίας), Βενετσιάνικο διοικητήριο (δυτικά στην πλατεία της Μεραρχίας), Οθωμανικό Διοικητήριο (το “κονάκι” στη βόρεια πλευρά της πλατείας), Διοικητήριο Κρητικής Πολιτείας και πρώτο Διοικητήριο του Ελληνικού Κράτους (το ίδιο το κτήριο της Μεραρχίας), η Πέμπτη Μεραρχία. Επομένως δεν μιλούμε “για μια κατάληψη στα Χανιά…που έγινε μνημείο”, αλλά για μια ομάδα από αρχαιολογικούς χώρους και μνημεία, που συμπίπτουν στην υπό ιδιωτική εκμετάλλευση ιδιοκτησία του Πολυτεχνείου, κάτι που ως επικεφαλής ενός Ιδρύματος,που διαθέτει και Αρχιτεκτονική Σχολή γνωρίζει, ή όφειλε να γνωρίζει ο κ. Πρύτανης και να πάψει να παραπληροφορεί. Η επί δεκατρία χρόνια παράνομη κατάληψη ενός από τα τρία κτήρια, που παραμένει με ευθύνη κυρίως των διοικήσεων του Πολυτεχνείου, είναι ένα επιχείρημα που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί, τουλάχιστον από τη διοίκηση του Πολυτεχνείου, η οποία και έχει εκ του Νόμου την υποχρέωση να το αντιμετωπίσει.
-Αλήθεια δεύτερη: Τα κτήρια και η πλατεία, ακόμη και αυτά που αποκτήθηκαν με ένα ιδιαίτερα χαμηλό τίμημα (κατά δήλωση στην “Καθημερινή” του κ.Πρύτανη τα τρία κτήρια αποκτήθηκαν με τίμημα 103.000.000 δραχμές!!!!) παραχωρήθηκαν από την πόλη στο Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα για συγκεκριμένη χρήση και για κάποιους άλλους δικούς της λόγους, όπως: 1)Η σύνδεση του Πολυτεχνείου μέσω των μνημείων με την πόλη και ιδίως τη διατηρητέα παλιά, προκειμένου να υπάρξει αναβάθμισή της και ένα ισχυρό αντίβαρο στην αλόγιστη τουριστική ανάπτυξη. Δεν παραχωρήθηκαν για στυγνή οικονομική εκμετάλλευση 2)Δεύτερος λόγος ήταν η αποκατάσταση των διατηρητέων κτηρίων με συνδυασμό πόρων και παράλληλα με την ανάπτυξη του Πολυτεχνείου στο Ακρωτήρι. Η πολιτική αυτή εφαρμόστηκε με μεγάλη επιτυχία σε πολλές άλλες πόλεις της Ελλάδας. Ο σχεδιασμός αυτός αποφασίστηκε από τις πρώτες Διοικήσεις των Π.Θεοχάρη και Θαλή Αργυρόπουλου. Επομένως εφόσον το Πολυτεχνείο εγκατέλειψε-και μάλιστα πρόωρα-τους σχεδιασμούς των πρώτων Διοικήσεών του και μεταφέρθηκε εξολοκλήρου στο Ακρωτήρι θεωρώντας πια τα κτήρια αυτά σαν “βαρίδια”, όφειλε εδώ και πολλά χρόνια και πριν από οποιαδήποτε απόφαση για αλλαγή χρήσης και του (από την αρχή μέχρι σήμερα) δημόσιου χαρακτήρα τους σε ιδιωτικό, να απευθυνθεί στην πόλη που τα παραχώρησε να την ευχαριστήσει και να ζητήσει τη γνώμη της για πιθανές από κοινού χρήσεις σε όφελός της πόλης. Ο διάλογος που διεξάγεται τώρα, όσο και να είναι έντονος και από την πλευρά του Πολυτεχνείου διχαστικός, θα έπρεπε να είχε γίνει τότε, πριν παρθούν “μυστικά” οι αποφάσεις, που αποκαλύφθηκαν αιφνιδιαστικά τελευταία. Τα κτήρια θα μπορούσαν να επιστραφούν στην πόλη, όπως έγινε με το ΚΑΜ, με ένα τίμημα πολλαπλάσιο από αυτό με το οποίο “αγοράστηκαν”. Θα μπορούσε, ας πούμε, αν το γνώριζε έγκαιρα ο Δήμος, να είναι το ποσό που διέθεσε για την πρόσφατη αγορά του κτηρίου για τη στέγαση της Βιβλιοθήκης (αγορά η οποία καλώς έγινε υπό αυτήν τη συγκυρία).
-Αλήθεια τρίτη: Δεν χρειάζεται η δημιουργία μιας ακόμη μεγάλης-και μάλιστα με μετατροπή δημόσιων χώρων και κτηρίων σε ιδιωτικά-ξενοδοχειακής μονάδας σε μια περιοχή, που δεν παρουσιάζει-ευτυχώς-ακόμη την έντονη, στρεβλή τουριστική ανάπτυξη της υπόλοιπης παλιάς πόλης, ιδιαίτερα ευαίσθητης από αρχαιολογική άποψη και να ιδιωτικοποιηθεί μια σημαντική πλατεία, που σωστά έχει χαρακτηριστεί “το μπαλκόνι των Χανιών”. Η γειτνίαση των κτηρίων με το Κέντρο της Αρχιτεκτονικής της Μεσογείου (“Μεγάλο Αρσενάλι”, που ευτυχώς επιστράφηκε έγκαιρα από το Πολυτεχνείο στο Δήμο και έτσι δεν περιλαμβάνεται στο “πακέτο”), το παλιό Τελωνείο (ολοκληρώνεται η αποκατάστασή του) και το συγκρότημα των επτά νεωρίων, θα μπορούσε να αποτελέσει ένα μοναδικής αξίας διεθνώς Κέντρο Πολιτισμού, Συνεδρίων και άλλων δραστηριοτήτων (ακόμη και οικονομικών ήπιας μορφής), αντί να περιοριστεί σε ολίγους και να αποξενωθεί από τη ζωή της πόλης. Ανάλογη παρέμβαση έγινε με μεγάλη επιτυχία στην «καρδιά» του Ρεθύμνου.
-Αλήθεια τέταρτη: Αλίμονο αν ένα Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα, που διαθέτει και Αρχιτεκτονική Σχολή, αντιμετωπίζει με τέτοια ελαφρότητα την ιστορική, αρχαιολογική και αρχιτεκτονική κληρονομιά του τόπου που το φιλοξενεί με μεγάλη γενναιοδωρία, τόσο στην πόλη, όσο και στο Ακρωτήρι, όπου χωρίς πρόβλημα (όπως και στη Γαλλική Σχολή) θα μπορούσε να αναπτύξει ανεμπόδιστα τις οικονομικές του δραστηριότητες με τη συνεργασία του ιδιωτικού τομέα, προκειμένου να ξεπεράσει σε ένα βαθμό την οικονομική κρίση, που το μαστίζει.
*Επίτιμος Έφορος Αρχαιοτήτων.