Γροικάτε μωρ’ εσείς κοπέλια να σας αναλυγαδιάσω μια μικρή παλιά ιστορία και, α θέλετε να δώσετε μια ουλιά σημασία και θα πάρετε μια ιδέα για τη ζωή απου είχαμενε εμείς ετοτεσιδά.
Είχαμενε, γιατ’ απου λέτε, σπαρμένα μαγεριά στα Λουριά (φακές και φάβες). Εγώ κοπελούρι εκείνα τα χρόνια, έβλεπα τα μαγεριά να μη μας τα ταΐζουνε, μα είχαμενε και τρεις μαρταρές κι έβλεπά τσι κι αυτές, γιατί τόμου και ήρθανε οι σκυλοτανυσμένοι οι Γερμανοί κι εκάμανε κατοχή, είχαμενε αναρχία ντίμπις και μονιτάρου, μα είχενε κι ο κόσμος φοβερή ανέχεια και πείνα και είχαμενε μεγάλη κλεφτουριά.
Τα έχνη σου, όση ώρα τα θώριες, τα είχες, α ντ’ άφηνες καμπόση ώρα να μη σου βγορίζουνε, εμπόριενε και να μην τα ξαναδείς.
Είχανε σπαρμένες ψαρές στον Κατρίκη, μια πεντακοσιαρέ μέτρα απού τα Λουριά, κι εγώ επίνουνε μια ουλιά κι επετάχτηκα στου Κατρίκη για να φάω ψαρές. Μα αυτό ήτονε μια μικρή κλεψιά κι εγώ εφόρουνε μια μαύρη μπλούζα απου μου την είχενε πλεμένη η συχωρεμένη η μάνα μου (άγια να ‘νιαι τα κόκαλά τζη), κι επειδής το μαύρο χρώμα βγορίζει πλια εύκολα απ’ αλάργο, επήγα να τυπώξω τη μπλούζα σε ένα χαμηλό σπηλιαράκι απού ήτονε εκειά κοντά. Μα μόλις έσκυψα να μπω στο σπηλιάρι είδα ένα μικρό τοιχαράκι στη μέσα μπάντα καιϊνουργιοχτισμένο. Εγώ αφοράθηκα πως μπορεί να ‘χουνε πράμα λάφυρα χωσμένα εκεδά (γιατ’ είχαμενε βρωμένα πολλά λάφυρα εκειά απου εγίνηκενε η μάχη και τα πετούσανε ούλα χάμες οι γι -Άγγλοι, όντεν επαραδοθήκανε. Ήσανιε όμως απαγορεμένα κι εχώναμέν τα αλάργο απου τα σπίθια μας).
Με τη σκέψη το λοιπός πως μπορεί νάνιαι εκειά λάφυρα εσήμωσα σκυφτός και πετώ τη χέρα μου κι απαντήχνει μου ρούχω και άψυχο κρέας. Εφοβήθηκα πως έχουνε εκειά τρυπωμένο κιανένα σκοτωμένο κι ανατρόπιασα και πετούμαι όξω, μα πάλι με φόβο και με τρόμο, εξαναμπήκα για να δω ποιός είναι ο “σκοτωμένος” και τραβώ το ρούχο μα ήτονε ένα τρίριγο τσουβάλι και είχενε μέσα ένα μεγάλο βουινό μερό κρέας σα 15 οκάδες… Μα αυτό ήτονε σπουδαίο λαχείο μα δεν εκάτεχα πώς να διαρμιστώ. Πάω, γιατ’ απου λέτε στο σπίτι και λέω του συχωρεμένου του πατέρα μου: “Στο σπηλιάρι στο Σταλαϊτό είναι ένας μεγάλος μερός βουινό κρέας. Πάρε το ράσο σου να πάεις να βάλεις από μέσα το τσουβάλι με το κρέας κι από πάνω να βάλεις απ’ όξω το ράσο και καμπόσα θυμαράκια να μη σε αφοραθούνε».
Eτσα εγίνηκε. Το στρατήγημα επέτυχενε και αυτές οι πέντε – έξε μέρες, στη συνέχεια, είσανιε απού τσοι καλύτερες κατοχικές μας μέρες. Σκεφτείτε όμως το ρέγκι απου έπαθενε αυτός απου είχενε κλεμμένο το βούι, όντεν επήγαινε να πάρει το κρέας και είδενε πως, κιαμιά βολά υπάρχουνε κλέφτες απου κλέφτουνε τα κλεμμένα.
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
Γροικώ = Ακούω
Ουλιά = Μικρή δόση
Ντουσουντίζω = Σκέφτομαι
Μαϊγερέματα = Όσπρια
Σκυλοτανυσμένοι = Τους προφέρει βλαστημώντας
Μούδε = Μήτε
Μόνο = μα (κατά περίπτωση)
Μπάρε μου = Τουλάχιστον
Χωστά = Κρυφά
Κοπελούρι = Μεγαλοκόπελο
Έχνη = Τα ήμερα ζώα
Απαντήχνω = Συναντώ
Μαρταρές = Κατσίκες στο σκοινί
Αφορούμαι = Υποψιάζομαι
Εγορίζει = Φαίνεται
Ντίμπις και μονιτάρου = και χωριστά ντίμπις ή χωριστά μονιτάρου, σημαίνει απόλυτα, μα συνήθως λέγονται μαζί και εννοούνε απολύτως.
Κατέχω = Ξέρω
Α = Εάν (Α θέλεις έλα)
Μπαντί = Μέρος
Βολά = Φορά
Επαδά = Εδώ
Ανατριχιάζω = Τρομαριάζομαι
Διαρμίζομαι = Μεταχειρίζομαι
Ράσο = Κάπα
Τόμου = Αμέσως
Όντεν = Όταν
Αναλυγαδιάζω = Αναφέρομαι σε διάφορα περιστατικά
Ψαρές = Ένα όσπριο που το χόρτο του όταν είναι χλωρό τρώγεται και γίνεται σαλάτα.
Ρέγκι = Όταν θα χάσει κανείς κάτι “μέσα από τα χέρια του” και βρίσκεται ενώπιον δυσάρεστης έκπληξης.
Οι γι – Άγγλοι = Όταν η προηγούμενη λέξη τελειώνει σε φωνήεν και η επόμενη αρχίζει από φωνήεν συχνά βάζομε ένα “γι” για να αποφευχθεί η χασμωδία: η γι – Ελένη, οι γι – αθρώποι, οι γι- Έλληνες.
Σημ.: Το περιστατικό που αναφέρω είναι απόλυτη ακρίβεια, και η γλώσσα με την οποία το αναφέρω είναι ακριβώς η καθομιλουμένη στα δικά μου τα μικρά χρόνια στον τόπο μου.