Η Κορέα για µένα, στα µικρά µου χρόνια, σήµαινε ένα σωρό απίθανο πράγµατα: πούδρες, κραγιόνια, πάσης φύσεως καλλυντικά, ακόµα χτένες, καθρεφτάκια, αρώµατα, µεταξωτά υφάσµατα, αραχνοΰφαντες µπόλιες απαραίτητο συµπλήρωµα της αποκριάτικης φορεσιάς και, ανάµεσα στ’ άλλα καπέλα, µεγάλα, πολύχρωµα, µε λογής σχέδια, υφασµάτινα, που ξεπετάγονταν µε δύναµη όταν άνοιγε το φερµουάρ που τα έκλεινε στη θήκη τους, η οποία σχηµατιζόταν από το ίδιο το καπέλο.
Κορέα, κατά µία έννοια, ήταν και ο οντάς του πατρικού σπιτιού της µητέρας µου, όπου όλα αυτά τα φανταστικά πράγµατα βρίσκονταν και που παρέπεµπαν στο γεγονός ότι ο θείος µου ο Μιχαήλος, ο µικρότερος από τους τρεις αδελφούς, είχε πάει εθελοντής στην Κορέα και τα έφερε, επιστρέφοντας από εκεί στην Κρήτη. Μόνο που ιδέα δεν είχα τότε γι’ αυτό το θέµα.
Έτσι, παρά λίγο να συµπεριλάβω στα αντικείµενα αυτά και ένα γραµµόφωνο, που κι αυτό βρισκόταν στον οντά.
Όµως εκείνο ήταν βραβείο από τη συµµετοχή σε ιππικούς αγώνες που γίνονταν κάθε χρόνο την 25η Μαρτίου στην περιοχή και που έπαιρναν µέρος οι θείοι µου, πότε ο Αντώνης και πότε ο Μιχαήλος. Και όπως ο θείος µου ο Μιχαήλος ήταν έξω καρδιά, και η Κορέα, ό,τι κι αν ήταν αυτό, ήταν κάτι εξαιρετικά χαρούµενο, αργότερα και µακρινό, όπου κοπέλες εξωτικές φορούν τα όµορφα πολύχρωµα καπέλα και που στο ύφασµα τους υπάρχει η παράσταση της µορφής τους.
Εκεί, στον οντά, κατοικοέδρευε η Κορέα για πολλά χρόνια, ώσπου να παντρευτεί και η τελευταία θεία µου, το Ρηνιώ, και τότε πια έκλεισε η πόρτα, χάθηκε και η Κορέα και σιγά σιγά ήρθε µια άλλη Κορέα, µε άλλο νόηµα στη θέση της, το πραγµατικό.