Τον τελευταίο καιρό οι τηλεοράσεις, τα ραδιόφωνα και οι εφημερίδες ασχολούνται με την ειδησεογραφία τους με την πανδημία του κορωνοϊού και την οικονομική κρίση σχεδόν αποκλειστικά. Ασφαλώς είναι θέματα επίκαιρα, σοβαρά και ενδιαφέροντα για όλο τον κόσμο αλλά και τον έχουν κουράσει να ακούει συνέχεια τα ίδια και τα ίδια.
Για να αλλάξουμε λοιπόν λίγο το κλίμα, ας πούμε και κάτι διαφορετικό. Κάτι από τα παρελθόντα αφού τα παρόντα δεν είναι ευχάριστα και τα μέλλοντα είναι άγνωστα και αβέβαια.
Ίσως είναι χρήσιμο οι παλιοί να θυμηθούν και οι νέοι να μάθουν όχι βέβαια για να τα μιμηθούν, αλλά απλά να γνωρίζουν πως έζησαν οι παπούδες τους.
Πάμε λοιπόν.
Ήτανε κατοχή. Όλα τα ᾿σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά, κατά τον ποιητή. Η Κρήτη βρισκότανε και πάλι ύστερα από 120 χρόνια ελεύθερης ζωής υπό κατοχή, έστω και προσωρινή.
Όλες οι οικογένειες προσπαθούσαν να επιβιώσουν με οποιοδήποτε τρόπο μπορούσαν χωρίς να απαιτούν πολλά πράγματα. Εξ άλλου εγνώριζαν ότι αυτή η κατάσταση ήταν προσωρινή.
Εμείς παιδιά τότε 15-18 χρόνων ατίθασα, απείθαρχα, ανυπόταχτα εβοηθούσαμε στις δουλειές της οικογένειας αλλά μετά τις δουλειές, αλωνίζαμε ολημερίς στα λιόφυτα, στα πλάγια, στις κορφές, στα λειβάδια, στα ρυάκια, εκυνηγούσαμε λαγούς με τους σκύλους, πουλιά με τις λαστίχες, τις πλάκες και τις βροχάδες, ζουρίδες, αρκάλους, όφιδες, κατσοχοίρους, καλογιανούδες, μπουμπούρους, καβρούς ή χέλια στο ποτάμι. Εμαζεύαμε μανίτες (καστανίτες, κουμαρίτες,πρινίτες,βαφίτες), λάχανα, κούμαρα και εκλέβαμε φρούτα γιατί ήμαστε πολλά παιδιά και τα φρούτα λίγα.
Αλλά και στα παιχνίδια δεν υστερούσαμε. Αμπάριζα, ξυλίκι, κρυφτό ήταν τα συνηθέστερα. Πολλές φορές εμαλώναμε, εκάναμε πετροπόλεμο, αλλά γρήγορα εφιλιώναμε πάλι. Μεσημεριανό ύπνο δεν ξέραμε. Τα βράδυα ξεθεωμένα από την κούραση, πηγαίναμε νωρίς για ύπνο για να ξυπνήσουμε πάλι νωρίς να συνεχίσουμε τις δραστηριότητές μας. Να προσθέσω ότι πολλά παιδιά και κυρίως του γυμνασίου είχαν ενταχθεί στις αντιστασιακές οργανώσεις και πρόσφεραν σημαντικές υπηρεσίες όπως αντιγραφή και διακίνηση δελτίων ειδήσεων και ενημέρωση των χωριανών.
Ήτανε Κυριακή. Πρωί –πρωί εγώ με τον σκύλο μου τον Οσμάν και ο Ηλίας με τις σκύλες του τη Σφαίρα και τη Σπίθα, ξεκινήσαμε από το Μεσοχώρι για λαγούς χωρίς όπλα βέβαια αλλά υπολογίζοντας στην ικανότητα των σκύλων μας. Περάσαμε τα Λιγιανά και ανεβήκαμε στο Αλατσόχωμα από το μονοπάτι. Οι σκύλοι από κοντά μυρίζανε τις «αποβολές» των λαγών.
Σήκωσαν και ένα λαγό, αλλά δεν μπόρεσαν να τον τσακώσουν γιατί αυτός ήταν πιο γρήγορος και πιο έξυπνος. Ξεκουραστήκαμε λίγο και κατηφορίσαμε για τον Καλογέρο. Φτάσαμε απέναντι από το εκκλησάκι την ώρα που οι βοσκοί είχαν μαντρώσει τις κατσίκες και τις άρμεγαν. Καθίσαμε και παρακολουθούσαμε όλες τις διαδικασίες της τυροκόμισης. Στην είσοδο έξοδο της κούρτας είχαν τοποθετήσει ένα αρμεγάρι. Οι βοσκοί αριστερά και δεξιά τραβούσαν τις κατσίκες, τις έβαζαν στα σκέλια τους και τις άρμεγαν. Η δουλειά αυτή πρέπει να ήταν κουραστική για τις μέσες και τα δάχτυλα. Όταν τελείωσε το άρμεγμα, έβαλαν το γάλα στο καζάνι όπου ήταν και το χθεσινοβραδυνό γάλα, αφού κρατήσαν μια μικρή ποσότητα για άλλη χρήση. Ζέσταιναν λίγο το γάλα, βάλανε την πυτιά και περίμεναν. Σε λίγο το θαύμα έγινε. Το γάλα έπηξε. Το στερεό μέρος, η μαλάκα, πήγε προς τον πάτο και το υγρό (ο χουμάς) επάνω. Με μεγάλες κουτάλες τράβηξαν την μαλάκα, και την έβαλαν σε μεγάλα τουπιά για να σουρώσει. Μετά την ωρίμανση θα γίνει το τυρί (γραβιέρα). Οι τυροκόμοι μας έβαλαν σε κάτι τσίγγινα πιάτα αμφίβολης καθαριότητας μαλάκα και χουμά που τα καταβροχθίσαμε με πολλή όρεξη. Βάλαμε χουμά και στους σκύλους.
Η πρώτη φάση ετελείωσε.
Στο καζάνι ρίξανε το «ανάχυμα». Το γάλα που είχαν κρατήσει. Ήταν περίπου το 1/5 του όλου. Περίμεναν λίγη ώρα και πάλι το θαύμα έγινε. Η επιφάνεια γέμισε με ένα λευκό στρώμα σαν νιφάδες χιονιού. Ήταν η μυζήθρα. Την μάζεψαν με τις κουτάλες και την έβαλαν σε μικρά τουπιά για να σουρώσει.
Αυτή ήταν η δεύτερη φάση.
Μας έβαλαν πάλι στα πιάτα μας μυζήθρα και χουμά που πάλι τα καταβροχθίσαμε με πολλή όρεξη. Εμείς ευχαριστήσαμε τους τυροκόμους και τους βοσκούς και ανηφορίσαμε για το αλατσόχωμα με τους σκύλους μας και ύστερα κατηφορίσαμε για το χωριό, με άδεια χέρια από κυνήγι μα με το στομάχι γεμάτο. Ήταν πια απομεσήμερο. Να πούμε ακόμη μερικά πράγματα σχετικά με τα κοπάδια, τους βοσκούς και τα τυροκομεία.
1. Στην περιοχή μας δεν υπήρχαν κτηνοτροφικές μονάδες αλλά άτυπες συνεργασίες των γεωργοκτηνοτρόφων, τα λεγόμενα κοινιάτα. Δηλαδή μερικοί συνένωναν τα ζώα τους και εδημιουργούσαν ένα κοπάδι μικρό ή μεγάλο το οποίο έβοσκε κάποιος από τους συνεταίρους ή κάποιος άλλος βοσκός. Καθένας εγνώριζε τα ζώα του από τη «σαμά». Μπροσκόκι, πισικόκι, κουτσαύτι, τρυπάφτι.
2. Το κοπάδι χρειαζόταν συνεχή φροντίδα χειμώνα καλοκαίρι, νύχτα ή μέρα γιατί πλησίον υπήρχαν σπαρτά που έπρεπε να προφυλαχτούν.
3. Η ζωή των βοσκών ήταν πολύ δύσκολη στο ύπαιθρο με το ράσινο καπότο, την κουκούλα και τα στιβάνια. Στεγασμένοι χώροι συνήθως δεν υπήρχαν. Σε μερικά μέρη υπήρχαν πρόχειρα στεγασμένες κατασκευές (δολώνοι) όπου τις κακοκαιρίες και τις νύχτες κατέφευγαν οι κατσίκες και οι βοσκοί.
4. Τα κοπάδια απαρτίζονταν μόνο από κατσίκες οι οποίες τρέφουνταν από τους θάμνους που αφθονούσαν, ενώ τα πρόβατα έτρωγαν μόνο χαμηλή χλόη.
5. Λόγω των κακών συνθηκών διαβίωσης των ζώων υφίσταντο πολλές απώλειες ιδίως σε νεογέννητα. Κτηνοτροφές δεν υπήρχαν την εποχή αυτή. Μοναδική τροφή ήταν τα κλαδιά και τα χόρτα.
6. Αλλά ούτε τυροκομεία υπήρχαν. Όλα γίνονταν στο ύπαιθρο. Κάθε συνέταιρος έπαιρνε το γάλα και τα προϊόντα του με σειρά ανάλογα με τα ζώα που είχε και η σειρά επαναλαμβανόταν συνεχώς. Τα προϊόντα τα έπαιρναν στο σπίτι για ίδια χρήση ή τα διέθεταν όπως και όπου μπορούσαν.
7. Τυροκόμηση γινόταν και στα σπίτια με το γάλα των οικόσιτων ζώων (σκαινιάρικα, μαρθιά). Οι νοικοκυρές μάζευαν την τσίπα και έκαναν την στάκα και το βούτυρο και έπηζαν το γάλα και έκαναν μικρά τυράκια, τα ζιλοκούμπια. Τα έβαζαν σε κουρούπια με λάδι για μελλοντική χρήση. Την μυζήθρα την έβαζαν σε κουρούπια και τα έθαβαν στο έδαφος σε δροσερό μέρος. Γινόταν πολύ νόστιμη. Κινδύνευε όμως από τους χοίρους που καμιά φορά την ανακάλυπταν.
8. Οι νοικοκυρές με το γάλα έφτιαχναν ακόμη χόντρο και χυλοπίτες σε μεγάλες ποσότητες. Ήταν από τα κύρια εδέσματα όλου του χειμώνα. Άλο παρασκεύασμα ήταν το γιαούρτι το οποίο λίγη ομοιότητα είχε με τα σημερινά παρασκευάσματα. Συνήθως ήταν συμπλήρωμα στους ντολμάδες.
9. Όταν οι νοικοκυρές δεν είχαν πυτιά, το γάλα το έπηζαν με αγαστέρα. Ήταν το περιεχόμενο του στομάχου των νεαρών ζώων, ή με το γάλα της συκιάς.
Να πούμε και μερικά πράγματα για τον Καλογέρο αφού εδώ περάσαμε την ημέρα μας. Μερικοί γράφουν «Καλογέρων». Ο Καλογέρος είναι μια κοιλάδα απόκοσμη και πανέμορφη από τις λίγες που υπάρχουν στην Κρήτη. Βρίσκεται ανάμεσα στα χωριά Σάσαλο και Στροβλές, έχει μήκος περί τα 6 χιλιόμετρα και μέσο πλάτος 1 χιλιόμετρο. Διαρέεται από ένα ρυάκι με αιωνόβιους πλατάνους στην όχθη του.
Οι πλαγιές είναι κατάφυτες από κουμάρους, ερείκιους, ακισάρους, ασπαλάθους, σφάκες, μυρτιές και άλλους θάμνους και φρύγανα. Στη μέση της κοιλάδας σχηματίζεται ένα πλάτωμα με λειβάδι και λίγες ελιές. Δίπλα στο ρυάκι βρίσκεται το μικρό εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου με τοιχογραφίες του 15ου αιώνα πολύ κατεστραμμένες από τις υγρασίες και τους καπνούς από τις φωτιές που άναβαν οι βοσκοί για να ζεσταθούν. Τα τελευταία χρόνια έχει ανακαινισθεί και η πόρτα ανοίγει μια φορά το χρόνο για τη λειτουργία στη μνήμη του Αγίου. Γινόταν επίσης πανηγύρι με όργανα και προσφορά εδεσμάτων, ποτών γλυκών και φρούτων, προσφορά των βοσκών.
Κάποτε το χωριό εκατοικείτο. Το μαρτυρούν τα ερείπια και οι Βενετσιάνοι συγγραφείς. Τώρα τελευταία έχει διανοιχθεί αγροτικός δρόμος και είναι δυνατή η προσπέλαση με αυτκίνητο. Τώρα την περιοχή την διαφεντεύει ο Αϊ Γιώργης και οι Άγιοι που είναι ζωγραφισμένοι στους τοίχους. Και οι κατσίκες ημιάγριες δίνουν ένα τόνο ζωής. Είναι ιδανικός τόπος για εκδρομή και ψυχική ξεκούραση. Είναι πλούσιος μανιτότοπος, αλλά οι κατσίκες αφανίζουν τους μανίτες, όποιος προλάβει. Ιδιοκτησιακά η περιοχή ανήκει σε Στροβλιανούς και Αλιγιώτες που διατηρούν κατσίκες σε ημιάγρια κατάσταση.
Για τον Καλογέρο μπορεί κανείς να βρει ενδιαφέροντα και ωραία κείμενα στα παρακάτω δημοσιεύματα.
1) Βιβλίο Νικ. Βαβουλέ «Στροβλές…. ένα χωριό διηγείται την ιστορία του» σελίδες 82, 202, 288.
2) Βιβλίο Βασίλη Χαρωνίτη «Η Κρήτη των θρύλων» τόμος Α΄σελ. 156.
3) Εφημερίδα «Χανιώτικα Νέα», 6 Μαΐου 2010, 20 Δεκεμβρίου 2016, 20 Ιανουαρίου 2017.
4) Εφημερίδα Σελινιώτικα νέα 11 και 18 Ιανουαρίου 2017.
Ίσως υπάρχουν και άλλα.