Είσαι από τους «τυχερούς» που κατάφεραν να εξασφαλίσουν άδεια από την δουλειά και να αράξουν στο σπίτι. Όμως εσύ αισθάνεσαι άρρωστος. Είσαι άρρωστος!
Κυριότερο και ανησυχητικότερο σύμπτωμα; Αρχίζεις και αναπολείς τη δουλεία σου. Το στενάχωρο και κακοφωτισμένο γραφείο, τους κουτσομπόλιδες συναδέλφους, τον απαιτητικό προϊστάμενο. Αναπολείς το γραφείο σαν να ήταν μήνας του μέλιτος με την εικοσάχρονη Μις Υφήλιο στις Μπαχάμες!
Αλλά δεν είσαι μόνο εσύ. Ούτε η κυρά σου είναι με τα καλά της! Πέραν του ότι έχει γίνει ψυχαναγκαστική με το καθάρισμα, παρανοϊκές σκέψεις έχουν αρχίσει να κατακλύζουν το μυαλό της. Πρώτον, υποστηρίζει ότι τα παιδιά μαζί τα κάνατε και ως εκ τούτου θα έπρεπε να ασχοληθείς και εσύ λιγάκι μαζί τους και να κάνετε και καμιά χειροτεχνία -καλά το άκουσες, είπε χειροτεχνία. Δεύτερον, σκέφτηκε λέει, ότι η παρούσα θα ήταν μια καλή ευκαιρία να περάσετε λίγο ποιοτικό χρόνο μαζί και να αναθερμάνετε τη σχέση σας. Ήμαρτον θεέ μου! Εδώ εσείς, όπως κάθε παλιό, καλό ζευγάρι που σέβεται τον εαυτό του, μετά από έναν θυελλώδη, πλην όμως σύντομο έρωτα, περάσατε χρόνια και καταβάλλατε συντονισμένες, επίμονες και κυρίως κοινές προσπάθειες για να περνάτε όσο το δυνατόν λιγότερο χρόνο μαζί…
Άσε πάλι τα παιδιά. Το ξεστόμισαν και αυτό. Τους λείπει λέει, το σχολείο! Και όχι μόνο οι συμμαθητές και το διάλλειμα, αλλά και το ίδιο το μάθημα και οι καθηγητές τους όλοι, ακόμα και οι στριμμένοι!
Και τότε το συνειδητοποιείς! Δεν υπάρχει μεγαλύτερη κατάρα, μεγαλύτερο πλήγμα, μεγαλύτερη αρρώστια για τον άνθρωπο από την ανία, την πλήξη, την βαρεμάρα, όπως θες πες το!
Ανοίγεις το κινητό, παρατάς το κινητό. Πιάνεις το τάμπλετ, παρατάς το τάμπλετ. Ανοίγεις την τηλεόραση, κλείνεις την τηλεόραση. Βαριέσαι!
Αποφασίζεις -για τρίτη φορά στη ζωή σου- να επιχειρήσεις να διαβάσεις τον « Πόλεμο και Ειρήνη». Τρεις δερματόδετοι τόμοι, κληρονομιά του πατρός σου, δυακοσίων πενήντα σελίδων έκαστος, γεμάτοι με Αντρέι, Ανατόλ και Άννες Μιχαήλνοβες, στη πιο μικρή γραμματοσειρά που επίλεξε ποτέ χέρι τυπογράφου. Ουρλιάζεις να σου βρούνε τον μεγεθυντικό σου φακό. Κανένας δεν σου απαντάει.
Παρατάς τον Τολστόϊ. Ανοίγεις το κινητό, παρατάς το κινητό. Πιάνεις το τάμπλετ, παρατάς το τάμπλετ. Ανοίγεις την τηλεόραση, κλείνεις την τηλεόραση. Βαριέσαι!
Πας στο ψυγείο. Το ανοίγεις. Παίρνεις μια σοκολάτα. Η σοκολάτα σου πέφτει από τα χέρια, κάνει γκελ στην κοιλία σου και πέφτει κάτω. Κοιτάς την κοιλία σου, σε κοιτάζει και αυτή. Παρατάς την σοκολάτα στο πάτωμα και ξαναγυρίζεις στο κρεβάτι.
Αποφασίζεις να πέσεις σε χειμέρια νάρκη για το επόμενο δεκαπενθήμερο, ίσως και παραπάνω αν παραστεί ανάγκη. Και τότε ακριβώς, την ώρα των μεγάλων αποφάσεων, ο σκύλος πηδάει πάνω στην προαναφερθείσα κοιλιά και σε κοιτάζει ικετευτικά. Θέλει βόλτα! Σηκώνεσαι και ντύνεσαι βιαστικά: μάσκα, γάντια, στην τσέπη τα αναγκαία, κλειδιά ,απολυμαντικά μαντηλάκια -ακριβοαγορασμένα στην μαύρη αγορά- και κασταριδοκτόνο σπρέι για να ψεκάσεις οποιονδήποτε σε πλησιάσει επικίνδυνα στα τρία μέτρα.
Βγαίνεις έξω με μέγιστη προφύλαξη. Ο ήλιος λάμπει, τα πουλάκια κελαηδάνε, τα άνθη χαμογελάνε. Η Άνοιξη είναι εδώ και σε καλεί, ως άλλος Σωλομικός πειρασμός. Αναστενάζεις βαθιά. Σε καταλαβαίνω απόλυτα φίλε μου. Νιώθω τα ίδια με σένα. Τα λόγια παρηγοριάς δυστυχώς, λιγοστά. Λίγες μέρες στο σπίτι είναι, που θα πάει, δεν θα περάσουν…;!
Εγώ, που είμαι ο μεγαλύτερος κοσμογύρης της πόλης, περνάω μια χαρά μόνος στο σπίτι. Μαγειρεύω, μαθαίνω ισπανικά, ακούω ράδιο, άλλαξα την θέση σε κάποια έπιπλα, καθάρισα τα τζάμια στα παράθυρα μετά από χρόνια, διαβάζω βιβλία που με διασκεδάζουν και όχι αυτά που πρέπει να έχει διαβάσει κανείς, ακούω την ώρα που μαγειρεύω κλασική μουσική σόλο πιάνο και πίνω κόκκινο κρασί, μιλάω κάθε τόσο με την μητέρα μου στο τηλέφωνο και αναλύομε τα πολιτικά και τα περί κορωνοϊού, περπατάω έξω και χαίρομαι που δεν θα συναντήσω κάποιον που θα με υποχρεώσει να μιλάω, ξεκουράζουμε από την ανάγκη να μιλάω δηλαδή, περπατάω σε καινούρια σοκάκια και ανακαλύπτω πράγματα που δεν είχα προσέξει όπως ένα μπακάλικο κοντά στο σπίτι μου που θα πηγαίνω τώρα να ψωνίζω για να μην πηγαίνω στο σουπερμάρκετ. Δεν κοιτάζω τηλεόραση, δεν σερφάρω στο ίντερνετ. Κοιτάζω παλιές φωτογραφίες που μου θυμίζουν τα πολλά χρόνια σε πολλούς τοπους που έζησα και βλέπω τους πολλούς ανθρώπους που γνώρισα χωρίς να μιλάω ακούγοντας σονάτες για πιάνο σόλο γιατί απολαμβάνω την λιτότητα τους και πίνοντας πάλι κρασί, εδώ πρέπει να προσέχω μην το παρακάνω με το κρασί. Μακάρι να κρατήσει για πολύ αυτή κατάσταση, με ξεκουράζει από έναν εαυτό που έχω βαρεθεί, με ξεκουράζει και από την αφόρητη χλιαρότητα του κανονικού είναι.