Ώρες τώρα είναι καθηλωμένος και του ζητούν δήλωση μετανοίας να κάνει, ο Ρεαλισμός και η Ιστορία. Για όσα πίστεψε και πάλεψε και μάτωσε, με μια τζίφρα να διαγράψει μονομιάς. Πισθάγκωνα δεμένος με ακάλυπτες επιταγές προσδοκιών. Του λεν πως αν ξεχάσει, θα απαλλαγεί. Πως τη ζωή του αναίτια σπατάλησε ν’ αποδεχτεί. «Αποκηρύσσω μετά βδελυγμίας τα όνειρά μου» του λεν επίμονα να πει. Μα αυτός ατάραχος σιωπά.
Μέρες τώρα ανάκριση του κάνουν, να δώσει ονόματα και διευθύνσεις. Πού μένει η ελπίδα, πότε είδε την αλληλεγγύη, πώς είναι η αγάπη. Τον απειλούν πως έτσι θα μείνει, στην αναμονή. Πως όλοι οι άλλοι την ήττα έχουν αποδεχτεί και πως απόμεινε μόνος αυτός ιδέες ουτοπικές να υποστηρίζει. Πως μια μικρή κατάφαση με το κεφάλι αρκεί, απ’ τα όνειρά του να ξεμπερδέψει. Να μην αγωνιά πλέον, να μην αγωνίζεται, να ευτυχίσει.
Μα αυτός, ήρεμα το βλέμμα αποστρέφει και τον έναστρο ουρανό κοιτάζει, γνωρίζοντας πως αξίζει μια στιγμή ζωής παρά χρόνια επιβίωσης, πως η ευτυχία βρίσκεται στο γέλιο των άλλων, πως δεν μπορεί το μέλλον της γης να είναι τα δάκρυα, το αίμα, το μίσος και ο φόβος, πως μόνος του δεν είναι και πως σε κόντρα της εποχής, μια μέρα του Νοέμβρη η Άνοιξη θα ’ρθεί.