Τετάρτη, 18 Δεκεμβρίου, 2024

Μια μικρή καλοκαιρινή ιστορία για πατεράδες

Ο ήλιος αν και πρωινός αντανακλούσε επίμονα στα αρχαία λιθόστρωτα σοκάκια. Πατέρας και γιος με γοργό βήμα κατηφόριζαν ανάμεσα σε παλιά σπίτια, σε λεμονιές, μπουκαμβίλιες και γιασεμιά να φτάσουν στο πολυπόθητο προορισμό τους, τη θάλασσα.
Ενα κόκκινο κορδελάκι ανέμιζε από το ψάθινο καπελάκι του πιτσιρικά δίνοντας στο χώρο ζωντάνια και χαρά. Στα χέρια κρατούσαν καλάμια ψαρέματος και ένα κουβαδάκι με ψωμί για δόλωμα. Από μέρες ο πατέρας είχε προγραμματίσει αυτή την έξοδο, αφού ήταν πολυάσχολος και δεν βρισκόταν συχνά με το γιό του. Ο πιτσιρικάς άλλο που δεν ήθελε. Με τον πατέρα και για ψάρεμα; Πέταξε τη σκούφια του! Στο δρόμο ο πατέρας είχε ξεκινήσει την κατήχηση: Ότι το ψάρεμα είναι ωραίο αλλά πρέπει να προσέχουμε, να μην κάνουμε επικίνδυνα πράγματα, ότι πρέπει να σεβόμαστε, να φοβόμαστε δηλ. την θάλασσα, που μας δίνει τόσα καλά, αλλά δεν πρέπει να ξεπερνάμε τα όρια μας. Να πατάμε σε σταθερά και όχι ολισθηρά βράχια, να φοράμε σταθερά παπούτσια και όχι σαγιονάρες, να ξέρουμε να εγκαταλείπουμε τη μάχη όταν τα πράγματα δυσκολεύουν. Όταν έφτασαν, αμέσως εγκαταστάθηκαν σε ένα βραχάκι κοντά στην αμμουδερή παραλία και ξεκίνησαν την ιεροτελεστία: Να βρέξουν ένα κομματάκι ψωμί, να το αγκιστρώσουν προσεκτικά και να το πετάξουν με το καλάμι όσο μπορούν πιο μακριά.
Ο ήλιος αν και πρωινός αντανακλούσε επίμονα στο βυθό, διαθλώμενος στο υγρό και απέραντο σώμα της θάλασσας. Πατέρας και γιός με γοργές κινήσεις χτυπώντας ουρά και πτερύγια, γλιστρούσαν με δεξιοτεχνία ανάμεσα σε κοφτερά βράχια για να φτάσουν στον πολυπόθητο προορισμό τους, εκεί που πάντα εύρισκαν τροφή, μια μεγάλη φυκιάδα. Ο πατέρας ήξερε ότι έπρεπε σε πολύ λίγο χρόνο να μάθει στο γιό του τα μυστικά της θάλασσας, αφού σε λίγες βδομάδες έπρεπε να ανοίξει τα πτερύγιά του. Να κολυμπάει μόνος, αυτόνομος και αυτάρκης, να κάνει τη δική του οικογένεια. Του έδειχνε το πού βρίσκει καλό και πλούσιο σε πρωτεΐνες φαγητό, το πώς αποφεύγει άλλα ψάρια κυνηγούς, αλλά πρωτίστως το πώς αποφεύγει τους μεγάλους κυνηγούς, αυτούς του πάνω κόσμου, του άνυδρου σκληρού κόσμου των ανθρώπων και της αφιλόξενης ατμόσφαιρας. Τον συμβούλευε ότι δεν πρέπει να τσιμπάει. Ιδίως το πρωί, που το κάθε ανυποψίαστο ψαράκι πάει και τρώει ότι βρίσκει μπροστά του, με τον κίνδυνο σε αυτό το μεζεδάκι να είναι κρυμμένη η τσιτερή άκρη ενός άγκιστρου και στο τέλος της μέρας να καταλήξει στο τηγάνι και μετά στο πιάτο ενός ανθρώπου.
Η ώρα περνούσε και δεν υπήρχε καμία κίνηση στην επιφάνεια της θάλασσας. Το δόλωμα τελείωνε, άσε που εκτός από ζέστη έκανε και πείνα και ο πιτσιρικάς το είχε μειώσει επικίνδυνα. Στην αγωνία του να δείξει στον πατέρα ότι κάτι αξίζει κι αυτός πέρασε από βραχάκι σε βραχάκι στην διπλανή παραλία. Ο πατέρας είχε το νου του στο ψάρεμα γιατί ήθελε να δείξει στο γιό του ότι είναι δεινός ψαράς. Έτσι έχασε την επαφή με αυτόν, τόσο την οπτική όσο και την πνευματική. Το παιδί ξέχασε ότι δεν πρέπει να υπερτιμά τις ικανότητές του, ότι δεν πατάμε σε γλιστερά βράχια, ότι αφήνουμε τη μάχη όταν κινδυνεύουμε να χάσουμε τον πόλεμο και στην προσπάθειά του να ξεμπλοκάρει το αγκίστρι που γαντζώθηκε στο βυθό, βρέθηκε μέσα στο νερό. Λίγο πριν χάσει τις αισθήσεις του είδε το θολό φως να αντανακλά στο βυθό και ένιωσε το φόβο για την αφιλόξενη θάλασσα.
Ο υγρόβιος πατέρας στην προσπάθειά του να δείξει στο ψαράκι του το πόσο δεινός κολυμβητής είναι, κάνοντας δύο-τρείς ανάποδες πιρουέτες, έχασε κι αυτός την επαφή με το γιό του. Σκέφτηκε ότι ο μικρός θα έτρωγε ανέμελα  κρυμμένος με ασφάλεια στα φύκια και δεν ανησύχησε. Ένα περίεργο γδούπο όμως ένιωσε, που δεν συνηθίζεται σε αυτή τη θάλασσα, ιδίως αυτή την ώρα. Η περιέργεια τον οδήγησε γοργά προς το μέρος που κατάλαβε ότι ερχόταν ο θόρυβος. Ήταν ένας άνθρωπος, ένας μικρός άνθρωπος, αλλά δεν κολυμπούσε, ήταν ακίνητος στο νερό. Μόνο μια κόκκινη κορδέλα ακολουθούσε τον ελαφρύ κυματισμό που είχε δημιουργήσει η πτώση. Ο υγρόβιος πατέρας έπεσε σε αγωνιώδη περισυλλογή. Εντάξει, οι άνθρωποι είναι ο κύριος εχθρός μας σκέφτηκε, αλλά αυτό παραείναι σκληρό. Κάτι θα πρέπει να κάνω.
Ο ήλιος είχε φτάσει κιόλας στη μέση της διαδρομής του και ζέσταινε ανελέητα ότι έβρισκε στο διάβα του, μαζί και το κεφάλι του πατέρα που ψάρευε έχοντας αρχίσει να χάνει την υπομονή του. Ξαφνικά όμως και αφού είχε ρίξει το αγκίστρι σε μια μεγάλη φυκιάδα νά σου, τσιμπάει ένα ψαράκι με ασημένια λέπια και πτερύγιο.
Ήταν μικρό βέβαια, αλλά προκειμένου να γυρίσουν πατέρας και γιός με άδεια χέρια κάτι είναι κι αυτό. Το έβγαλε λοιπόν, το ξαγκίστρωσε και το έβαλε στο κουβαδάκι. Αυτό, λίγο πριν χάσει τις αισθήσεις του, είδε τον εκτυφλωτικό ήλιο να φωτίζει τα πάντα και ένιωσε το φόβο για την αφιλόξενη ατμόσφαιρα. Ο πατέρας αμέσως ξαναέριξε την πετονιά, μια περίεργη κίνηση όμως είδε να γίνεται στο διπλανό κολπάκι. Στην ήρεμη επιφάνεια της θάλασσας ένα ψάρι με ασημένια λέπια και πτερύγιο έκανε απότομα άλματα έξω από το νερό, που συνήθως τα ψάρια κάνουν όταν τα κυνηγά άλλο μεγαλύτερο ψάρι. Όχι όμως, αυτό ήταν κάτι διαφορετικό, αφού έμπαινε στο νερό και έβγαινε με ορμή, αλλά ταυτόχρονα έκανε επίμονα κύκλους γύρω από μια κόκκινη κορδέλα. Μα αυτή η κορδέλα είναι το γιού μου! αναφώνησε.
Ο ήλιος είχε φτάσει κιόλας στη μέση της διαδρομής του και φώτιζε  μέχρι και την τελευταία πετρούλα του βυθού. Ο ένας πατέρας είχε αγκαλιάσει όσο τουλάχιστον μπορούσε με τα πτερύγιά του το μικρό του ψαράκι, που έκλαιγε από χαρά αλλά τα δάκρυα δεν φαινόντουσαν στο νερό. Μέσα από τον παραμορφωτικό φακό της διάθλασης αναγνώριζε τον άλλο πατέρα, του πάνω άνυδρου και σκληρού (όχι όμως πάντα) κόσμου να έχει πάρει στην αγκαλιά του το δικό του βρεγμένο αλλά σώο γιό  και να οδεύουν για το σπίτι. Λίγο πιο πριν, μια περίεργη σκέψη περί σινιάλων και προσπάθειας επικοινωνίας μεταξύ των πατεράδων αυτού του κόσμου τον είχε οδηγήσει στην απελευθέρωση του μικρού ψαριού.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα