Μήνας µπαίνει, µήνας βγαίνει, για τον Χρήστο τον ντελιβερά, ένα και το αυτό µε το µεροκάµατο.
Μεροκάµατο είναι θα µου πεις, να µην είµαστε και πλεονέκτες.
Έτσι του ’λεγε η γιαγιά του, που το ’χε δει σε µια παλιά ελληνική κωµωδία.
«Πάει καιρός που πέθανε η γιαγιά», σκέφτηκε ο Χρήστος. Τι τα θες, τι να γυρεύεις στα 25 σου χρόνια.
Φέτος δεν έβρεξε σχεδόν καθόλου. Κάτι έπιασε το αυτί του για µια κλιµατική κρίση, αλλά τι να κάνεις…
«Χρήστο έλα, η παραγγελία για Κουνουπιδιανά είναι έτοιµη».
«Εδώ να δεις κρίση…» µονολόγησε ο Χρήστος.
Γενικά και αόριστα, η δουλειά του άρεσε. Και ένας θείος του σπαγγοραµένος για να τον πειράζει του ’λεγε: «Ραλλίστα, όλο νεανικά παιχνίδια». Καβάλησε το παπάκι και έφυγε. Στον δρόµο είχε “κίνηση”.
Και πότε δεν έχει, θα µου πεις. ∆ρόµοι είναι – “κίνηση” έχουν.
Άντε τώρα να βρεις το σπίτι στα Κουνουπιδιανά.
Καβατζώθηκε σε ένα mini market και ρώτησε ένα συνοµήλικό του.
Του λέει «∆εν ξέρω, Πατρινός είµαι!»
Σπίνιαρε απ’ τα νεύρα του, έψαξε, βρήκε το σπίτι.
Ωραίο σπίτι, µε τα ούλα του.
«Ούλα, ούλα» που λέγαν και οι Ζουλού.
Μέχρι και το κουδούνι στην πόρτα ήταν ακριβό.
«Τι πάει και χαλάει ο κόσµος, ρε παιδάκι µου, τα λεφτά του στα κουδούνια…»
Μυστήριο πράγµα να είσαι πλούσιος.
Χτυπά το κουδούνι, ανοίγει µια όµορφη, ο Χρήστος κράταγε περίλυπος τα πακέτα και του λέει: «Πέρασε µέσα, σήµερα έχω πολλά νεύρα».
Ήταν όµως όµορφη.
Τι να κάνει ο Χρήστος, µπαίνει στη σπιταρώνα, κοιτά δεξιά, κοιτά αριστερά, παντού χλίδα.
«Ήρθα» της λέει αµήχανα.
Τον κοιτά η όµορφη µε τα διαπεραστικά γαλαζοπράσινα µάτια της και την αµολάει, «το γαϊδούρι», «τον πήξα, τον δείξα» που µε παράτησε και έφυγε µε την Αντζέλικα στο Παρίσι.
Μούγκα ο Χρήστος.
«Έχω νεύρα, πολλά νεύρα· θες ένα ποτό;»
Πάλι µούγκα ο Χρήστος.
«Γιατί δεν µιλάς πουλάκι µου, αφού σου λέω, είναι γαϊδούρι…»
Μια στιγµή σηκώνεται η όµορφη, φεύγει, πάει σε ένα άλλο δωµάτιο και άρχισε να ουρλιάζει: «Γαϊδούρι ξεκαπίστρωτο».
Κόκκαλο ο Χρήστος. Τα ’χει το σκληρό µεροκάµατο αυτά. Συνέχεια του το ’λεγε το αφεντικό.
Ξαναµπαίνει στο δωµάτιο η όµορφη, τον κοιτά νόστιµα και του λέει: «Να σε πληρώσω. Τι κάνουν να τα πάρεις τα πακέτα, να τα δώσεις να τα φάει ο γάιδαρος µε τη λεγάµενη;»
Στρίβει ο Χρήστος, βγαίνει απ’ το σπίτι, καβαλάει το παπάκι και φωνάζει «θα τους πω ότι δεν βρήκα τη διεύθυνση».